29/12/08

Ισχυροποίηση των σχέσεων με Σκόπια και Τίρανα επιδιώκει η Άγκυρα!

Το τελευταίο διάστημα, η Τουρκία απασχολεί τη διεθνή κοινή γνώμη με τις «διαμεσολαβητικές προσπάθειές» της στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, η Άγκυρα δεν λησμονεί να καλλιεργήσει πλέγμα στενών σχέσεων με χώρες-κλειδιά για την περιφερειακή σταθερότητα και ασφάλεια στη Βαλκανική, όπως η Αλβανία και η ΠΓΔΜ.

Την εβδομάδα που πέρασε, ο ισλαμιστής Πρόεδρος της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, Κιοκσάλ Τοπτάν, πραγματοποίησε πενθήμερη περιοδεία στη Βαλκανική που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Συγκεκριμένα, πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην πΓΔΜ, με την οποία υπογράφηκε προσφάτως το Έγγραφο Στρατηγικής (Συνεργασίας) που στοχεύει στην πολιτική, την οικονομική και την πολιτισμική αναβάθμιση των σχέσεών τους, και στην Αλβανία ως προσκεκλημένος των ομολόγων του Τράικο Βελγιανόσκι και Ζοζεφίνα Τοπάλι, αντίστοιχα. Πρώτος σταθμός του Κιοκσάλ υπήρξαν τα Σκόπια, όπου πραγματοποίησε συναντήσεις με τον ομόλογό του, με τον Πρόεδρο Μπράνκο Τσερβενκόφσκι, και με τον πρωθυπουργό Νικόλα Γκρουέφσκι. Εκεί είχε την ευκαιρία να απευθύνει χαιρετισμό στο Κοινοβούλιο της πΓΔΜ και να υπογραμμίσει τους δεσμούς φιλίας που ενώνουν τους δύο λαούς. Ζήτησε δε, βάσει της Συμφωνίας της Οχρίδας, τη «δίκαιη» αντιπροσώπευση όλων των εθνοτήτων, εκφράζοντας την ανησυχία του για την τύχη κυρίως της τουρκικής μειονότητας στον κρατικό μηχανισμό - από το Δημόσιο έως τα Σώματα Ασφαλείας. Ακόμη, περιόδευσε σε πόλεις της χώρας για να συναντηθεί με ομοεθνείς του και να συμμετέχει στις εκδηλώσεις τους, όπως στη δεύτερη «Εορτή της τουρκικής εκπαίδευσης». Ο Κιοκσάλ έφτασε στον δεύτερο σταθμό της περιοδείας του στα Τίρανα στις 23 Δεκεμβρίου. Στη συνάντηση με την ομόλογό του επιβεβαιώθηκε η τουρκοαλβανική φιλία και συνεργασία στα θέματα διεθνούς πολιτικής και ασφάλειας. Ο Κιοκσάλ εν συνεχεία επισκέφθηκε τον Πρόεδρο, Μπαμίρ Τόπι και τον πρωθυπουργό Σαλί Μπερίσα. Κατά την εκεί παραμονή είχε ακόμη συναντήσεις με τούρκους επιχειρηματίες, εκπαιδευτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες που εδρεύουν στη χώρα αυτή.

Τέτοιου είδους, φαινομενικά εθιμοτυπικές, συναντήσεις στον βαλκανικό χώρο, ως επί το πλείστον ενισχύουν τις οικονομικές και πολιτισμικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο Κιοκσάλ είχε, λοιπόν, την ευκαιρία να παρευρεθεί στις συναντήσεις των οικονομικών παραγόντων, που διοργάνωσαν τα εμπορικά επιμελητήρια των δύο χωρών. Η πολιτισμική όμως διάσταση των συναντήσεών του στην πραγματικότητα δεν παίζει παρά έναν καταλυτικό ρόλο στη σύσφιξη των σχέσεων της μητρόπολης με την εθνική μειονότητα. Και αυτό γιατί στην πΓΔΜ υπάρχει μικρή τουρκική κοινότητα, που αριθμεί μερικές δεκάδες χιλιάδες άτομα αλλά είναι πολιτικά δραστήρια και οργανωμένη. Η περιοδεία του Κιοκσάλ εντός της πΓΔΜ και η επίσκεψή του στους χώρους μνημεία-σύμβολα που συνδέονται είτε με το οθωμανικό παρελθόν είτε με τον ιδρυτή του τουρκικού κράτους Κεμάλ Ατατούρκ, όπως η στρατιωτική σχολή στο Μοναστήρι, έδωσε την ευκαιρία στην Άγκυρα να προσεγγίσει αυτό το ανθρώπινο στοιχείο και να του «μιλήσει στην καρδιά».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τέτοιου είδους επισκέψεις στις οποίες υπεισέρχεται το συναισθηματικό στοιχείο, αποπροσανατολίζουν σοβαρά τις εθνικές κοινότητες και ενίοτε, όταν προέρχονται από χώρες με αμφιλεγόμενες προθέσεις, όπως η Τουρκία (θυμηθείτε τη στάση της σε Αντιόχεια, Κύπρο, Θράκη, Βοσνία κ.ά.), παρεμποδίζουν την προσήλωσή τους στις αρχές διακυβέρνησης και τις πολιτικές ζυμώσεις της χώρας τους.

Όλα συνηγορούν στο γεγονός ότι η Άγκυρα προσπαθεί να δέσει στο άρμα της αυτήν την κοινότητα που θα αποτελέσει τον πυρήνα των επιχειρήσεών της. Απτό παράδειγμα είναι η στάση του τουρκικής καταγωγής σκοπιανού υπουργού Επικρατείας, Χαντί Νεζίρ, που έσπευσε να βεβαιώσει ότι δεν νιώθουν μόνοι στη χώρα τους, μιας και χαίρουν της υποστήριξης των εβδομήντα εκατομμυρίων της Ανατολίας! Μέσα στο ίδιο πνεύμα κινείται ασφαλώς και η εγκαινίαση των γραφείων της τοπικής οργάνωσης του τουρκικού Δημοκρατικού Κόμματος στα Σκόπια από τον Κιοκσάλ!

Όπου, όμως, το μειονοτικό στοιχείο απουσιάζει, η διείσδυση μέσω των πολιτισμικών σχέσεων προσλαμβάνει άλλες διαστάσεις. Η τουρκική παρουσία στο σκοπιανό και αλβανικό εκπαιδευτικό σύστημα διασφαλίζει την απευθείας προσέλκυση του σκοπιανού και αλβανικού στοιχείου. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω των λυκείων, που ανήκουν στις φιλεκπαιδευτικές εταιρείες της κοινότητας του Φετχουλάχ Γκιουλέν, που διαθέτει εκατοντάδες εκπαιδευτήρια στην Ευρασία. Στόχος τους είναι να παρέχουν πρότυπα ισλαμο-τουρκικής κουλτούρας και υψηλής στάθμης αγγλόφωνη και τουρκόφωνη εκπαίδευση σε στενή ομάδα παιδιών, τα οποία προορίζονται να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας τους. Έτσι, αναπαράγοντας τη συγκεκριμένη σχολή σκέψης, στοχεύουν να εξασφαλίσουν άμεσα την ευνοϊκή στάση των νέων γενεών προς τον τουρκικό κόσμο. Ο Κιοκσάλ επισκέφθηκε τα λύκεια της κοινότητας Γκιουλέν στα Στρούγκα (πΓΔΜ), αφιερωμένο στη μνήμη του ποιητή Γιαχιά Κεμάλ από τα Σκόπια, και στα Τίρανα, αφιερωμένο στη μνήμη του Τουργκούτ Οζάλ, για να εξάρει το έργο και τη σημασία τους για την Τουρκία. Δεν παρέλειψε, ακόμη, να επισκεφθεί και το Διεθνές Βαλκανικό Πανεπιστήμιο, που είναι επίσης προϊόν φετχουλαχικής εμπνεύσεως και που εδρεύει στα Σκόπια.

Η Τουρκία αποδίδει εξέχουσα σημασία σε αυτές τις δύο χώρες, καθώς κατέχουν κρίσιμη γεωστρατηγική θέση στα ηγεμονικά σχέδια που τρέφει η Άγκυρα στην περιοχή. Αιχμή του δόρατος στην πολιτική που ακολουθεί έναντι αυτών των κρατών είναι η πλεονεκτική θέση της στο πλαίσιο της Δυτικής Συμμαχίας, αλλά και το πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο εξάρτησης, κληρονομιά του οθωμανικού παρελθόντος. Σε αυτήν τη σχέση κέντρου προς περιφέρεια, που διέπεται από κάθετες δομές εξουσίας, η μικρή Αλβανία και η ανίσχυρη πΓΔΜ αποτελούν, με τις απαραίτητες ευλογίες της διεθνούς κοινότητας, πολύτιμοι κρίκοι στα μεγαλόπνοα τουρκικά σχέδια. Οι διευκολύνσεις που παρέχουν τα Τίρανα και τα Σκόπια στην Άγκυρα, βέβαια, δεν είναι άμοιρα ανταλλαγμάτων.

Η Τουρκία έχει το φιλόδοξο σχέδιο να διατηρήσει και να ισχυροποιήσει τη «ζώνη επιρροής» της ως μεγάλη ηγεμονική δύναμη στον χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, ενώ αυτές ελπίζουν στη στήριξη της Άγκυρας για την προώθηση των θέσεών τους στη διεθνή και περιφερειακή σκακιέρα, όπως την ένταξη τους στην ΕΕ ή το ΝΑΤΟ, κάτι που στην ουσία ενισχύει τον «τουρκικό συνασπισμό» στο σύνολό του.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 28 Δεκεμβρίου 2008

Για περισσότερα...

22/12/08

Ισλαμιστές και Κεμαλικοί διασταύρωσαν τα ξίφη τους στις πρυτανικές εκλογές του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης

Η επέλαση του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία συνεχίζεται με αμείωτη ένταση σε όλο το φάσμα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της γείτονος χώρας. Αυτό γίνεται ολοένα και πιο αισθητό στις τάξεις της τουρκικής πανεπιστημιακής κοινότητας, όπου οι Κεμαλιστές, ύστερα από κάθε αναμέτρηση, νιώθουν να στενεύει απειλητικά ο κλοιός γύρω τους.

Την εβδομάδα που κύλησε πραγματοποιήθηκαν οι πρυτανικές εκλογές στο Πανεπιστήμιο Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο, η διαδικασία ανάδειξης του πρύτανη είναι περίπλοκη και αντιβαίνει τους κανόνες της Δημοκρατίας. Ο πρύτανης δεν εκλέγεται, όπως θα ανέμενε κανείς από την παράταξη που θα εξασφάλιζε τις περισσότερους ψήφους. Σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία, οι έξι πρώτοι σε ψήφους υποψήφιοι θα γνωστοποιηθούν στο Συμβούλιο Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΥΟΚ), που αποτελεί κατάλοιπο του αντιδημοκρατικού Συντάγματος του 1982. Το τουρκικό Σύνταγμα προβλέπει ότι το ΥΟΚ, προφανώς μετά την ολοκλήρωση των απαραίτητων ερευνών για τη διαπίστωση του «κοινωνικού φρονήματος» των υποψηφίων, θα σχηματίσει λίστα με τα ονόματα των τριών καταλληλότερων και θα την υποβάλλει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Βάσει της λίστας αυτής, ο Πρόεδρος θα εγκρίνει το καταλληλότερο πρόσωπο για τη θέση του πρύτανη.

Τα αποτελέσματα των εκλογών για ορισμένους ήταν αναμενόμενα. Εμπνέουν, όμως, δικαιολογημένα και ανησυχία. Και αυτό γιατί, μολονότι οι Κεμαλιστές δεν απώλεσαν τα πρωτεία τους, οι υποψήφιοι των Ισλαμιστών αύξησαν επικίνδυνα τη δύναμή τους. Το εκλεκτορικό σώμα, που αποτελείτο από περίπου 2.500 καθηγητές, ψήφισε για 13 υποψηφίους, αρκετοί εκ των οποίων, όπως θέλει η παράδοση, είναι της Ιατρικής Σχολής. Πρώτος, λοιπόν, σε ψήφους αναδείχτηκε ο καθηγητής Αλί Άκγιουζ με 483 ψήφους. Ο δε συνυποψήφιός του για το χρίσμα καθηγητής Γιουνούς Σοϊλέτ συγκέντρωσε 467 και βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής. Η ιδιαιτερότητα του Σοϊλέτ έγκειται στο γεγονός, ότι είναι ο προσωπικός γιατρός του Ισλαμιστή πρωθυπουργού, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, και έως πρότινος μέλος του ΥΟΚ, από το οποίο παραιτήθηκε για να θέσει υποψηφιότητα στις πρυτανικές εκλογές. Οι υπόλοιποι καθηγητές που μπήκαν στην εξάδα είναι ο Μελίχ Μποϊντάκ (365), ο τέως υπουργός Επικρατείας με το Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας (ΑΝΑΡ) Αχάτ Άντιτζαν (328), ο Φαρούκ Έρζενγκιν (250) και ο Ερχούν Εγιούπογλου (181).

Το Πανεπιστήμιο της Πόλης παραμένει ένα από τα αδιαμφισβήτητα σύμβολα του Κεμαλισμού που εποφθαλμιούν εδώ και καιρό οι πολιτικοί τους αντίπαλοι. Η ιστορία του Πανεπιστημίου είναι συνυφασμένη, ως έναν βαθμό, με την εγκαθίδρυση του κεμαλικού καθεστώτος. Έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις προσπάθειες εκσυγχρονισμού της τουρκικής Πολιτείας κυρίως από τη δεκαετία του 1930 και εφεξής. Πολλοί το θεωρούσαν μάλιστα ισάξιο ενός υπουργείου. Έγινε, όμως, γνωστό ως το σύμβολο των δημοκρατικών αγώνων το 1960, όταν το φοιτητικό κίνημα, αντιτασσόμενο στο αυταρχικό καθεστώς του Αντνάν Μεντερές, προκάλεσε, λίγο μετά, την ανατροπή του από το στράτευμα. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, ο χώρος αυτός της διανόησης έγινε κοιτίδα νοοτροπίας δημοκρατικών διεκδικήσεων, καθώς και στόχος ακραίων ιδεολογιών. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι στους κόλπους του κυοφορεί, εδώ και δεκαετίες τώρα, το έμψυχο δυναμικό που τροφοδοτεί το κεμαλικό καθεστώς.

Συνεπώς, δεν είναι καθόλου δύσκολο να αντιληφθεί κανείς την αξία που αποδίδουν στο Πανεπιστήμιο και οι δύο παρατάξεις. Οι μεν κεμαλιστές εντείνουν την προσπάθειά τους ώστε να αποφύγουν την έξωση τους από τη διοίκηση που τους προσφέρει προνομιούχα θέση στην πανεπιστημιακή κοινότητα και όχι μόνον. Οι δε Ισλαμιστές βλέπουν το Πανεπιστήμιο ως ένα φρούριο της κεμαλικής διανόησης προς «εκπόρθηση». Τα ερωτήματα βέβαια που παραμένουν είναι πολλά. Το ΥΟΚ θα δώσει το «πράσινο φως» για τον υποψήφιο των Ισλαμιστών; Εάν, ναι, τότε για πόσο ακόμη θα συνεχίσει ο Πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιουλ να παριστάνει τον δημοκράτη; Θα μπορέσει άραγε να αντισταθεί στον πειρασμό να δώσει τέλος στον άφατο καημό των Ισλαμιστών, επιλέγοντας τον υποψήφιο τους για πρύτανη του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης;

Κ. Βοσπορίτης, ο νεότερος

Το Παρόν της Κυριακής - 21.12.2008

Για περισσότερα...

15/12/08

Η Τουρκία επιδιώκει αναβάθμισή της σε περιφερειακή υπερδύναμη

Η τουρκική διπλωματία διατηρεί αμείωτη την επιθυμία της να διαδραματίσει έναν διεθνή ρόλο ισάξιο μιας περιφερειακής υπερδύναμης. Προς την επίτευξη αυτής της αναβάθμισης, η Άγκυρα έχει επιδοθεί σε «διαμεσολαβητικό» ρόλο επίλυσης φλεγόντων ζητημάτων στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή, στον Καύκασο και στη Νοτιοδυτική Ασία. Μια τέτοια προσπάθεια σημειώθηκε προσφάτως στην Κωνσταντινούπολη, όπου φιλοξενήθηκε η Β΄ Σύνοδος Κορυφής των Προέδρων του Αφγανιστάν, του Πακιστάν και της Τουρκίας.

Πέρα από τις αντιξοότητες που μπορεί να επιφυλάσσει μια αρνητική εικόνα που, σχεδόν μονίμως, φέρει μαζί της στη διεθνή και ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, η Τουρκία καλείται να ανταποκριθεί στις ανάγκες αύξησης της ισχύς της στο διεθνές σύστημα. Απώτερος στόχος αυτού του εγχειρήματος είναι η αναβάθμισή της τουλάχιστον σε περιφερειακή υπερδύναμη που θα της δώσει το προνόμιο να διατηρεί εξαιρετικές σχέσεις με δυνάμεις παγκόσμιου βεληνεκούς. Εξάλλου, αναπάντεχα γεγονότα όπως, η εξασφάλιση της εκλογής της ως μη μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, η συμμετοχή της στη Σύνοδο των είκοσι ισχυρότερων βιομηχανικών και αναπτυσσόμενων χωρών του κόσμου (G-20) κ.λπ., έχουν δώσει στην Άγκυρα την απαραίτητη αυτοπεποίθηση να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι ανήμπορες χώρες που την περιβάλλουν και οι οποίες μαστίζονται από πολιτική και οικονομική αστάθεια ή βία, προσφέρονται για την εφαρμογή μιας πρωτόγνωρης επίθεσης «φιλίας», από την οποία η Τουρκία ευελπιστεί να έχει πολλαπλά οφέλη σε αντάλλαγμα των «καλών υπηρεσιών» που θα τις παρέχει χωρίς φειδώ. Η Άγκυρα είναι, δηλαδή, πρόθυμη να προσφέρει ένα είδους «προστασίας» στις ανίσχυρες χώρες της «ζώνης επιρροής» της έναντι των ισοδύναμων ή και ισχυρότερων αντιπάλων τους. Οι ασταθείς διεθνείς συγκυρίες συνήθως συνιστούν τον πολυτιμότερο αρωγό στις προσπάθειες της Τουρκίας, καθώς την επιτρέπουν να παριστάνει τον επιδιαιτητή υπό ευνοϊκές συνθήκες. Η τουρκική διπλωματία έχει προσφέρει διαμεσολάβηση στις εξής περιπτώσεις: Ραμάλα – Τελ-Αβίβ, Δαμασκός – Τελ-Αβίβ, Μπακού – Ερεβάν, Ισλαμαμπάντ – Νέου Δελχί, Καμπούλ – Ισλαμαμπάντ, Τιφλίδας – Μόσχας και Τεχεράνης – Ουάσιγκτον!

Υπό την σκιά των τρομοκρατικών επιθέσεων της Βομβάης, την περασμένη εβδομάδα, έφθασαν στην Τουρκία οι πρόεδροι του Αφγανιστάν Χαμίντ Καρζάϊ και του Πακιστάν Ασίφ Αλί Ζαρντάρι για να παρευρεθούν στη Β΄ Τριμερή Σύνοδο Κορυφής. Η πρωτοβουλία αυτή της Άγκυρας, βέβαια, δεν είναι νέα. Ξεκινάει τουλάχιστον πριν από δύο χρόνια με αφορμή τις διαφορές που προέκυψαν ανάμεσα στις δύο ασιατικές χώρες κατά την αντιμετώπιση της ισλαμικής τρομοκρατίας. Άλλωστε, η Τουρκία διατηρεί, παραδοσιακά, καλές σχέσεις και με τις δύο μουσουλμανικές χώρες. Ιδιαίτερα οι σχέσεις της με το Πακιστάν ξεπέρασαν κάθε προσδοκία κατά την προεδρία του Μουσάραφ, όταν δόθηκε ώθηση στη συνεργασία τους στον τομέα των πυρηνικών.

Οι τρείς πρόεδροι και ο τούρκος πρωθυπουργός Ρ. Τ. Έρντογαν, λοιπόν, διεξήγαγαν συζητήσεις στην Κωνσταντινούπολη για τα διεθνή και περιφερειακά θέματα και επικεντρώθηκαν στην διαδικασία τριμερούς συνεργασίας που εγκαινιάστηκε τον Απρίλιο 2007 στην Άγκυρα. Στην κοινή ανακοίνωση που εξέδωσαν τα μέρη κατέληξαν στην υιοθέτηση των προτάσεων της κοινής ομάδας εργασίας της 4ης Δεκεμβρίου 2008. Το πλαίσιο συνεργασίας προβλέπει την επιδίωξη ενός στενού διαλόγου βάσει επιτροπών που θα επιφορτιστούν με την συνεργασία στα εξής θέματα: α) Στην τριμερή στρατιωτική συνεργασία και εκπαίδευση, β) Στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του εμπορίου ναρκωτικών, γ) Στην Ενέργεια, δ) Στην εγκαινίαση διαύλων μεταφορών, ε) Στην ίδρυση βιομηχανικών ζωνών στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν, και στ) Στα προγράμματα εκπαίδευσης, υγείας και επαγγελματικής κατάρτισης.

Πίσω από μια φαινομενικά ασήμαντη συμφωνία συνεργασίας διακρίνεται, βέβαια, μια καλοσχεδιασμένη προσπάθεια προβολής της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή σε τρεις τομείς. Ο πρώτος έχει να κάνει με την καθαρά πολιτική πτυχή του πράγματος. Δόθηκε η εικόνα μιας χώρας ειρηνοποιού, πράγμα που αυξάνει το γόητρο της σε Ανατολή και Δύση. Συγκεκριμένα συμβάλλει στην αύξηση της επιρροής της Άγκυρας στις τριτοκοσμικές χώρες κυρίως της Ασίας και της Αφρικής, που μεταφράζεται σε ψήφους στον ΟΗΕ. Η «προσφορά» της, άλλωστε, επικροτήθηκε και από τον απερχόμενο «πλανητάρχη» που έσπευσε να συγχαρεί τον ισλαμιστή πρόεδρο Αμπ. Γκιούλ για τη συμβολή του στην αφγανοπακιστανική συνεργασία. Ο δεύτερος τομέας σχετίζεται με τα θέματα της Άμυνας και της Στρατηγικής. Η Άγκυρα εισέπραξε ακόμη μια αναγνώριση στον τομέα της στρατιωτικής συνεργασίας και αντιτρομοκρατίας, πράγμα που τη χρίζει πιο σημαντική στα μάτια των συμμάχων της. Αυτό έμμεσα ενισχύει τη θέση της στην επιχείρηση καταστολής του κουρδικού αγώνα. Τέλος, εξασφάλισε ευνοϊκούς όρους για την περαιτέρω διείσδυση τούρκων επιχειρηματιών στις πολυπληθείς αγορές της Νοτιοδυτικής Ασίας.

Τι ειρωνεία της τύχης να λάχει στην Τουρκία ο ρόλος του «διαμεσολαβητή» στις διευθετήσεις περιφερειακών συγκρούσεων, τη στιγμή που η ίδια καταπατά κατάφορα το Διεθνές Δίκαιο, διατηρώντας στρατό κατοχής στην Κύπρο, παραβιάζοντας καθημερινά το Αιγαίο και επεμβαίνοντας προκλητικά στη Δυτική Θράκη και στο Βόρειο Ιράκ!

Κ. Βοσπορίτης, ο νεότερος

Το Παρόν της Κυριακής - 14 Δεκεμβρίου 2008

Για περισσότερα...

7/12/08

Εργκένεκον και καταγγελίες περί «δημοσιογράφων-πρακτόρων» της ΜΙΤ

Με αφορμή τα στοιχεία που έφερε προσφάτως στο φως της δημοσιότητας ο ημερήσιος τουρκικός Τύπος για την ταυτότητα του Τουντζάϊ Γκιουνέϊ, ένα από τα πρόσωπα κλειδιά στην αποκάλυψη της παρακρατικής οργάνωσης Εργκένεκον, εγκαινιάστηκε ένας κύκλος καταγγελιών στη γείτονα για τις διασυνδέσεις του «βαθύ κράτους» με τον τουρκικό Τύπο. Οι αποκαλύψεις αυτές επιβεβαιώνουν την διείσδυση των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών (ΜΙΤ) στα δημοσιογραφικά συγκροτήματα της χώρας.

Την εβδομάδα που πέρασε, η Σαμπάχ αποκάλυψε ντοκουμέντα που εμφανίζουν τον Τουντζάϊ Γκιουνέϊ ως πράκτορα της ΜΙΤ. Από το έγγραφο προκύπτει ότι ο Γκιουνέϊ έφερε το κωδικό όνομα «Υπέκ» και απασχολούνταν στην υποδιεύθυνση Ιράν το 1997. Η ιστορία του Γκιουνέϊ είναι περίπλοκη και εν πολλοίς ανεξακρίβωτη. Από τα τέλη του 1980 έως το 1998, ο Γκιουνέϊ δημοσιογραφούσε σε ημερήσια φύλλα, όπως η Σαμπάχ, η Μιλιέτ, η Τερτζουμάν και η Ακσάμ, και σε τηλεοπτικά κανάλια, όπως το STV και το HBB. Η στρατολόγησή του από την ΜΙΤ υπολογίζεται ότι έγινε στις αρχές της δεκαετίας 1990. Με την ιδιότητα του δημοσιογράφου, ο Γκιουνέϊ έφερε σε πέρας αποστολές στη Μέση Ανατολή για λογαριασμό της ΜΙΤ. Κατόπιν εντολής, παρεισέφρησε στα άδυτα της παρακρατικής οργάνωσης Στρατηγείο Πληροφόρησης και Αντιτρομοκρατικού Αγώνα (JITEM), που ευθύνεται για χιλιάδες δολοφονίες στην Νοτιοανατολική Τουρκία. Η ένταξή του εξασφαλίστηκε, όπως όλα δείχνουν, από τον ιδρυτή της οργάνωσης Υποστράτηγο ε.α. Βελή Κιουτσούκ. Στις τάξεις του JITEM, ο Γκιουνέϊ διενεργούσε κατασκοπεία υπέρ της ΜΙΤ, όταν αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο «Σούρουρλουκ», στο οποίο οι πληροφορίες τον θέλουν να έχει προωθήσει, με την ιδιότητα του δημοσιογράφου, πλαστές φωτογραφίες πολιτικών προσώπων με κακοποιούς. Ο Γκιουνέϊ συλλαμβάνεται για παράνομη εμπορεία οχημάτων στις αρχές της νέας χιλιετηρίδας, οπότε και αποκαλύπτεται η ταυτότητά του. Από την κατάθεσή του προκύπτουν πολύτιμες πληροφορίες που σχετίζονται με την υπόθεση «Ουμράνιε» (εξάρθρωση παράνομου οπλοστασίου), που θα γίνει αιτία να αποκαλυφθεί η οργάνωση Εργκένεκον. Φοβούμενος ότι θα ακολουθήσουν αποκαλύψεις εις βάρος του JITEM, ο Κιουτσούκ φυγαδεύει τον Γκιουνέϊ στην Βόρεια Αμερική.

Το πέπλο μυστηρίου που καλύπτει τη δράση του Γκιουνέϊ μέλλει, βεβαίως, να αποκαλυφθεί εξολοκλήρου και να εξακριβωθεί. Ωστόσο, μετά την επίσημη ανακοίνωση της ΜΙΤ, ένα σημαντικό μέρος της ιστορίας φαίνεται ότι κυμαίνεται εντός των ορίων της πραγματικότητας. Σε Δελτίο Τύπου (26.11.2008) που εξέδωσε η ΜΙΤ, προς απάντηση στο δημοσίευμα της Σαμπάχ, δέχτηκε ότι πράγματι ανήκει σε αυτήν το εν λόγω έγγραφο! Διευκρινίζει δε ότι η Διεύθυνση Αντιτρομοκρατίας της ΜΙΤ έχει περιέλθει στα πλαίσια άλλου φορέα το 1997. Αρνείται, όμως, την σχέση της με τον Γκιουνέϊ, όπως ήταν αναμενόμενο.

Το γεγονός ότι ο Γκιουνέϊ στρατολογήθηκε από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, ενόσω ασκούσε το επάγγελμα του δημοσιογράφου, αποδεικνύει ακριβώς την προσπάθεια χαλιναγώγησης και άμεσου ελέγχου της «τέταρτης εξουσίας» με προοπτική να παίξει, όποτε παραστεί ανάγκη, τον ρόλο του Ιδεολογικού Μηχανισμού του Κράτους. Πρόκειται ουσιαστικά για την ανάγκη διατήρησης των καταπιεστικών και αυταρχικών δομών του σύγχρονου τουρκικού κράτους επί της εξελισσόμενης τουρκικής κοινωνίας, πράγμα που εξασφαλίζεται με την προσφυγή, υπό το κάλυμμα της «εθνικής ασφάλειας», σε υποχθόνιες μεθόδους που υπονομεύουν και ενίοτε αναστέλλουν την ανάπτυξη και ευόδωση ενός δημοκρατικού συστήματος διακυβέρνησης, που είναι και το επιθυμητό.

Οι αποκαλύψεις σχετικά με την διπλή ιδιότητα του Γκιουνέϊ είχαν ως συνέπεια να γίνουν και άλλες παρόμοιες αποκαλύψεις. Αξίζει να σημειωθεί η διαμάχη που ξέσπασε ανάμεσα στους ομίλους Ντογάν και Ζαμάν, εξαιτίας δημοσιεύματος στην Μιλιέτ που ήθελε τον Γκιουνέϊ να εμπλέκει τον ισλαμιστή Φετχουλάχ Γκιουλέν, που ζει αυτοεξόριστος στις ΗΠΑ, στην υπόθεση Εργκένεκον. Αλλά το κυριότερο είναι ότι επανήλθε στο προσκήνιο λίστα δημοσιογράφων-πρακτόρων της ΜΙΤ, που η ύπαρξή της ανέρχεται τουλάχιστον στην πρωθυπουργία του Μεσούτ Γιλμάζ στα τέλη της δεκαετίας 1990. Σε δημοσίευμα του στη Γιενί Σαφάκ (29.11.2008), ο Ταχά Κιβάντς (Φεχμί Κορού), υπενθυμίζει τις αποκαλύψεις που είχαν γίνει – εκτός των άλλων και από πρώην υψηλόβαθμα στελέχη της ΜΙΤ – επί του ίδιου θέματος το 2000 και σκιαγραφεί, δίχως όμως να τους κατονομάσει, τουλάχιστον δυο «συναδέλφους» του που υπηρετούν στη ΜΙΤ. Τελικά, η αποκάλυψη ήρθε λίγες μέρες αργότερα από τον Αλί Ατίφ Μπιρ της Μπούγκιουν (2.12.2008). Σε άρθρο του που κυκλοφόρησε με τίτλο ‘Η Εθνοσυνέλευση πρέπει να βάλει ένα τέλος στη ντροπή του «δημοσιογράφου-πράκτορα της ΜΙΤ»’, ο Μπιρ αποκάλυψε ότι οι δύο πράκτορες της ΜΙΤ είναι οι Φατίχ Αλταϊλί και Τουντζάϊ Οζκάν. Και πρόσθεσε ότι «Στις δημοκρατικές κοινωνίες είναι απαράδεκτο ένας πράκτορας να παριστάνει τον δημοσιογράφο. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να απαγορευθεί δια νόμου η χρησιμοποίηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος ως εργαλείο συλλογής πληροφοριών από την ΜΙΤ. Η Εθνοσυνέλευση πρέπει να διεξάγει προανάκριση για να αποκαλυφθούν όλοι οι δημοσιογράφοι που είναι στην υπηρεσία της ΜΙΤ. Και με τους νόμους που θα θεσπίσει να χρήσει την Τουρκία μια δημοκρατικότερη χώρα…».

Συνεπώς, μετά από τις αποκαλύψεις αυτές, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πολύ σοβαρότερα ο ρόλος των «διπλοθεσιτών πρακτόρων» στις τάξεις του τουρκικού Τύπου. Αφενός, γιατί παρεμβαίνουν στον πολιτικό βίο της χώρας, κατευθύνοντας την κοινή γνώμη και επηρεάζοντας την δημοκρατική πορεία της χώρας που προβλέπεται ούτως ή άλλως δυσοίωνοι (πρόσφατη έκθεση του αμερικανικού Εθνικού Συμβουλίου Πληροφοριών προέβλεψε την πλήρη επικράτηση των υπερεθνικιστών και των ισλαμιστών στην πολιτική σκηνή έως το 2025). Και αφετέρου, επειδή αποτελούν τα μοιραία όργανα που εκτελούν τις «ψυχολογικές επιχειρήσεις» κατά τις κρίσεις εσωτερικής πολιτικής που ενίοτε εξωτερικεύονται, πράγμα που έχει, πολύ συχνά, αρνητικές επιπτώσεις στα ζωτικά μας συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεότερος

Για περισσότερα...

1/12/08

Τουρκική διανόηση και χριστιανικές μειονότητες

Οι υποτιμητικές δηλώσεις που έκανε ο υπουργός Άμυνας, Βετζντί Γκιονούλ, προ δεκαπενθημέρου από τις Βρυξέλλες σχετικά με τις χριστιανικές μειονότητες της Τουρκίας και την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, έχουν τροφοδοτήσει μια γόνιμη συζήτηση στις τάξεις της τουρκικής διανόησης. Ωστόσο, προκαλεί ανησυχία η στάση των ισλαμιστών διανοουμένων που συνεχίζουν να υποστηρίζουν ορισμένες παραδοσιακές θέσεις του κεμαλικού κατεστημένου.
Η τουρκική πραγματικότητα βρίσκεται σε μία, κρίσιμης σημασίας, καμπή για τη δύσβατη πορεία εκδημοκρατισμού της χώρας. Προσπαθεί, αφενός, να εξοικειωθεί με το ισλαμικό παρόν, και αφετέρου, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της διεθνούς πραγματικότητας. Στην προσπάθειά της να βρει την ταυτότητα της και να ισορροπήσει έρχεται αντιμέτωπη ολοένα και περισσότερο με το παρελθόν της. Οι Νεοτουρκικές ρίζες του κεμαλικού κινήματος που έθεσε τα θεμέλια του σύγχρονου κράτους-έθνους, βρίσκονται αναπόφευκτα στο επίκεντρο αυτής της συζήτησης. Με αφορμή, λοιπόν, τις δηλώσεις του υπουργού, εγκαινιάστηκε, όπως όλα δείχνουν -επιτέλους- μια αξιόλογη, για τα τουρκικά δεδομένα, συζήτηση στον Τύπο για την τύχη των μη μουσουλμανικών και μη τουρκικών μειονοτήτων της Τουρκίας.

Στη συζήτηση αυτή συμμετείχε σχεδόν όλο το φάσμα της τουρκικής διανόησης. Την αρχή την έκαναν πρόσωπα όπως ο Μπασκίν Οράν και ο Ντογού Εργκίλ, αμφότεροι καθηγητές Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας, κατακρίνοντας τις δηλώσεις του Γκιονούλ. Ο Οράν υπογράμμισε ότι η ανταλλαγή του 1923 ήταν εθνική και θρησκευτική κάθαρση και ότι, ως απόρροια όσων μεσολάβησαν, το τουρκικό έθνος δεν ανέχεται πια κανέναν άλλον πέραν των μουσουλμάνων τούρκων (Βατάν 11.11.2008 και Μπιρ Γκιουν 12.11.2008). Ενώ ο Εργκίλ επέστησε την προσοχή στον κίνδυνο που παραμονεύει από τις συνέπειες αυτού του μεροληπτικού πνεύματος που ωθεί τα μέλη της κοινωνίας σε σύγκρουση, που υποστηρίζει την εθνική κάθαρση και προβάλλει την εθνική ομοιογένεια (Βατάν 11.11.2008). Ακολούθησαν άλλοι συνάδελφοί τους, όπως ο Ονούρ Γιλντιρίμ, καθηγητής Οικονομολογίας στο Πολυτεχνείο Μέσης Ανατολής. Με συνέντευξή του στην ημερήσια «Σαμπάχ» (17.11.2008), ο Γιλντιρίμ, αφού τόνισε, πρώτα απ' όλα, ότι στο Διεθνές Δίκαιο η ανταλλαγή πληθυσμών θεωρείται εθνοκάθαρση, έκανε μια εκτενή αναφορά στις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η ανταλλαγή των χριστιανικών πληθυσμών της δυτικής Μικράς Ασίας. Δεν δίστασε να αναφέρει, φερ' ειπείν, ότι στο κλίμα τρομοκρατίας, που προϋπήρχε ήδη από τον καιρό των Νεοτούρκων, τουλάχιστον ένας στους τέσσερις Έλληνες απεβίωσε στα «στρατόπεδα συγκέντρωσης» (sic) που είχαν στηθεί στην Προποντίδα κατά την ανταλλαγή. Και συνέχισε καταλήγοντας, ως πιο ειδικός, στο ότι η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας καθυστέρησε τουλάχιστον για μία πεντηκονταετία εξαιτίας της αποκλήρωσης του χριστιανικού στοιχείου που αποτελούσε τη μεσαία επιχειρηματική τάξη της χώρας. Από τη μεριά του, ο Χαλίλ Μπερκτάι, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Σαμπαντζί, με άρθρο του στην «Ταράφ» (20.11.2008) καυτηρίασε τη στρατηγική οικοδόμησης του τουρκικού έθνους πάνω στον φόβο και το μίσος του εθνικού και θρησκευτικού «άλλου». Στη συζήτηση συμμετείχαν και έγκριτοι δημοσιογράφοι, όπως οι Αλί Μπαϊράμογλου και Κιουρσάτ Μπουμίν, που με άρθρα τους στη «Γιενί Σαφάκ» (12.11.2008) έσπευσαν να κατακρίνουν αμέσως τη στάση της κυβέρνησης στα μειονοτικά θέματα.

Από την άλλη, σε ένα τόσο λεπτό ζήτημα που αγγίζει πανανθρώπινες αξίες, δεν έλειψαν και οι παραφωνίες. Σε μια υποψήφια χώρα για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως η Τουρκία, υπάρχουν διανοούμενοι - και δεν είναι λίγοι - που προσπάθησαν να δικαιολογήσουν στην ουσία τα σφάλματα του παρελθόντος. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του ισλαμιστή ιδεολόγου Αλί Μπουλάτς, που αρθρογραφεί στη «Ζαμάν» του Φετχουλάχ Γκιουλέν και που η άποψή του έχει βαρύνουσα σημασία, καθώς επηρεάζει έως ενός σημείου τους κυβερνώντες σήμερα. Σε μια σειρά από άρθρα («Η χώρα των διωκτών», 15.11.2008 - «Η ανταλλαγή α΄», 17.11.2008 - «Η ανταλλαγή β΄», 19.11.2008 - «Το αντίτιμο της ανταλλαγής», 22.11.2008), ο Μπουλάτς προσεγγίζει το ζήτημα της ανταλλαγής και της επικρατούσας νοοτροπίας που όρισε την τύχη των μειονοτήτων στην Τουρκία από μια πρωτάκουστη σκοπιά στην οποία αξίζει να αναφερθούμε. Κατακρίνει τη βία που ασκήθηκε και ασκείται ακόμη στις χριστιανικές μειονότητες. Δέχεται επίσης ότι η Τουρκία είναι η πιο αφιλόξενη χώρα (πλην της Σ. Αραβίας) στον ισλαμικό κόσμο για τις χριστιανικές μειονότητες, καθώς θεωρείται, όσο μικρές κι αν είναι, πως την απειλούν! Διακατέχεται, όμως, από μια αντιπολιτευτική διάθεση προς την κεμαλική ιδεολογία, που δημιούργησε το κράτος-έθνος. Έτσι, υποστηρίζει, όχι μόνο την αθωότητα του Γκιονούλ, αλλά και την ισλαμική ιδεολογία που πρεσβεύει η κυβέρνηση. Συγκλίνει ακόμη στην άποψη ότι οι χριστιανικές μειονότητες ήταν τα θύματα μιας προσπάθειας για τη δημιουργία εθνικής οικονομίας. Θεωρεί, λοιπόν, υπεύθυνη πρωτίστως τη διαδικασία οικοδόμησης κράτους - έθνους για τα δεινά που υπέστησαν οι χριστιανικές μειονότητες και απορρίπτει την περίπτωση στρατιωτικών ή άλλων λόγων. Έτσι, προωθεί την ιδέα ότι το Ισλάμ δεν φέρει καμιά ευθύνη στα όσα δραματικά συνέβησαν! Διακρίνουμε, όμως, μια αντίφαση σε όσα ο ίδιος λέει, καθώς η επιρροή του κλασικού συστήματος των θρησκευτικών εθνοτήτων (μιλέτ) την εποχή εκείνη εξακολουθούσε να είναι μεγάλη και σίγουρα ίσχυε - κυρίως στις διακοινοτικές σχέσεις - πολύ περισσότερο για τους μουσουλμάνους απ' ό,τι για τους χριστιανούς! Οι Τούρκοι, δηλαδή, στην συντριπτική πλειοψηφία δεν είχαν απολέσει ακόμη την κοινοτική (μουσουλμανική) τους δομή και ταυτότητα. Άλλωστε, η ανταλλαγή συνιστά, όπως υποστηρίζει και ο ίδιος, κύρια πράξη οικοδόμησης του εκκολαπτόμενου εκείνη τη στιγμή κράτους-έθνους. Κινούμενος προς αυτήν την κατεύθυνση, αρνείται την πράξη της γενοκτονίας, θεωρώντας ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις όταν τα δύο μέρη είναι, όπως υποστηρίζει, σε εμπόλεμη κατάσταση! Παρέχει, λοιπόν, άλλοθι, χωρίς όμως να το ομολογήσει, για τη διεξαγωγή «δίκαιου πολέμου» που κατά το μουσουλμανικό σιγιάρ (δίκαιο πολέμου) σημαίνει αγώνας κατά των απίστων. Σε ένα βήμα παραπέρα, δεν διστάζει να υποστηρίξει ότι προηγήθηκε πρόκληση εκ μέρους των χριστιανών, καθώς η προϊστορία ήταν εις βάρος των μουσουλμάνων που εκδιώχθηκαν από τα Βαλκάνια (μουχατζίρ) κατά την υποχώρηση των Οθωμανών! Υποστηρίζει δε ότι η ιδέα της ανταλλαγής ήταν σχέδιο της διεθνούς κοινότητας! Συνεχίζει καταγγέλλοντας το σχέδιο εκτουρκισμού των μουσουλμανικών πληθυσμών της Ανατολίας διά του διωγμού και της ανταλλαγής του χριστιανικού στοιχείου, καθώς θεωρεί ότι μόνον οι μουσουλμάνοι θα μπορούσαν να εκτουρκιστούν! Τέλος, εκφράζει την άποψη - ευχολόγιο ότι στην περίπτωση που είχαν παραμείνει οι μη-μουσουλμάνοι στη Μικρά Ασία - προφανώς υπό καθεστώς ομηρίας - τότε θα είχε διατηρηθεί ακμαίο το μουσουλμανικό φρόνημα των λαών της Ανατολίας, διασφαλίζοντας έτσι ένα ιδανικό μοντέλο συνύπαρξης στη σύγχρονη εποχή! Είναι εξόφθαλμο ότι οι ισλαμιστές κι όταν ακόμη βάλλουν κατά της επίσημης ιστορικής θεώρησης των πραγμάτων, δεν παύουν να μεροληπτούν και να προωθούν απόψεις που υποστηρίζουν τα δικά τους κοινωνικό-πολιτικά σχέδια.

Απόψεις, που υποστηρίζουν το πνεύμα που υπαγόρευσε στον Γκιονούλ να κάνει τις γνωστές δηλώσεις εκφράστηκαν και από άλλους, όπως ο Ταχά Ακγιόλ («Μιλιέτ» 25.11.2008), ο οποίος χρησιμοποιεί το επιχείρημα «οι άλλοι ξεκίνησαν πρώτα» και ότι αυτοί φέρουν την ευθύνη! Στην προσπάθειά του αυτή δεν λησμονεί να παραπέμψει στις θέσεις που εξέφρασαν στα βιβλία τους «οι ημέτεροι» Χερκούλ Μιλάς και Χρίστος Χριστοδούλου. Ένας άλλος που κινείται στο ίδιο μήκος κύματος είναι ο ερευνητής Ριφάτ Μπαλί («Χουριέτ» 23.11.2008). Αυτός προσπαθεί να αποσυνδέσει όσα υπέστησαν οι χριστιανοί επί των Νεοτούρκων και του μονοκομματισμού από εκείνα της μετα-Κεμάλ εποχής (Φόρος Περιουσίας, Πογκρόμ 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955, Απελάσεις, κ.λπ.), τα οποία τα αποδίδει στα αμυντικά αντανακλαστικά του κράτους!

Από τα παραπάνω, διαπιστώνει, λοιπόν, κανείς τουλάχιστον δύο πράγματα. Πρώτον, ότι οι χριστιανικές μειονότητες της Μικράς Ασίας συντελούν, εν τη απουσία τους, στον εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος της Τουρκίας έως τις μέρες μας. Και δεύτερον, ότι κατά παράδοξο τρόπο, ένα θέμα που μας αφορά άμεσα, καθώς σχετίζεται με τις δραματικές εκείνες στιγμές του ξεριζωμού του Ελληνισμού από τις πατρογονικές του εστίες στη Μικρά Ασία και της συρρίκνωσής του στον ελλαδικό χώρο, συζητείται με αξιοπρόσεκτη ένταση στην Τουρκία, όπου ο αριθμός των υπέρμαχων της ιστορικής αλήθειας και των αυτονόητων δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητος. Ε, λοιπόν, και στα δικά μας!

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

To Παρόν της Κυριακής - 30 Νοεμβρίου 2008

Για περισσότερα...