30/3/09

Η Τουρκία, ο ισλαμικός κόσμος και το ένταλμα σύλληψης κατά του Αλ Μπασίρ


Η επιθυμία της Τουρκίας να αναπτύξει στενότερους δεσμούς με τον ισλαμικό κόσμο δεν είναι πρόσφατη. Κορυφώθηκε, όμως, πριν από λίγο καιρό, με τη σαφή τοποθέτηση της κυβέρνησης ΑΚΡ υπέρ των Παλαιστινίων, ιδιαιτέρως της Χαμάς, στη Γάζα. Η πολιτική προσέγγισης με τον ισλαμικό κόσμο που ακολουθεί η Άγκυρα, επιβεβαιώνεται και με τη στάση της στο θέμα που προέκυψε με το ένταλμα σύλληψης κατά του Προέδρου του Σουδάν, Ομάρ αλ Μπασίρ, που εκδόθηκε από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) στις αρχές του μήνα.

Παρά την υποστήριξη που παρείχε η Ουάσινγκτον, το Παρίσι και το Λονδίνο στο ΔΠΔ για τη σύλληψη του προέδρου του Σουδάν, Αλ Μπασίρ, ο οποίος κατηγορείται για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στο Νταρφούρ, η Τουρκία συντάχθηκε με τις ισλαμικές χώρες, τη Ρωσία και κυρίως την Κίνα. Συγκεκριμένα, ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Αλί Μπαμπατζάν, λίγο πριν από την επίσκεψη της Χίλαρι Κλίντον στην Άγκυρα, δήλωνε τη δυσαρέσκεια της χώρας του για το εκδοθέν ένταλμα σύλληψης κατά του Αλ Μπασίρ και μελετούσε σχέδια υποστήριξής του. Το γεγονός αυτό όμως αναδεικνύει μια αντίθεση που κάνει να αναρωτιέται κανείς: Σε τι οφείλεται η αλλαγή στην τουρκική στάση, όπως εκφράστηκε αυτή στο Νταβός για την τύχη των αμάχων στη Γάζα, αναφορικά με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;

Η ισλαμική κυβέρνηση της Τουρκίας, στο πλαίσιο της αφρικανικής πολιτικής που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια, έχει αναπτύξει στενές σχέσεις με την ισλαμική ηγεσία του Σουδάν. Ο καταζητούμενος με ένταλμα σύλληψης Αλ Μπασίρ είχε πραγματοποιήσει μάλιστα επίσημη επίσκεψη στην Άγκυρα τον Ιανουάριο του 2008, ανταποδίδοντας εκείνο του τούρκου πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν το 2005. Παρατηρήθηκε δε μια έντονη κινητικότητα ανάμεσα στις δύο χώρες στα μέσα Φεβρουαρίου, όταν ο σουδανός αντιπρόεδρος επισκέφτηκε την Άγκυρα για συνομιλίες. Οι επικριτές της τουρκικής στάσης αναφέρουν ότι πίσω από την πολιτική στήριξη που παρέχει ο Ερντογάν στον Αλ Μπασίρ κρύβονται συμβόλαια εκμετάλλευσης πετρελαϊκών πηγών στο νότιο Σουδάν. Ας σημειωθεί ότι το κυρίαρχο στοιχείο στην περιοχή αυτή είναι οι χριστιανοί και οι ανιμιστές μαύροι που ζητούν την αυτονομία τους από τον βορρά, και οι οποίοι έπεσαν θύματα των διωγμών και των επιθέσεων που εξαπέλυσαν οι αραβόφωνοι “σύμμαχοι” του Χαρτούμ.

Η στάση των Δυτικών πάντως δεν φαίνεται να είναι ικανή να αποτρέψει την Άγκυρα από το να ενισχύσει τουλάχιστον έμμεσα το Σουδάν στο πλαίσιο ορισμένων διεθνών οργανισμών, όπως ο Οργανισμός Ισλαμικής Διάσκεψης (ΟΙΔ). Αξίζει να ειπωθεί ότι η Ισλαμική Διάσκεψη κατέχει ξεχωριστό μέρος στην πολιτική της Τουρκίας στον ισλαμικό κόσμο. Υπενθυμίζουμε ότι η Άγκυρα έχει κατορθώσει να εκλέξει στη θέση του γενικού γραμματέα της Διάσκεψης τον υποψήφιό της, Εκμελεντίν Ιχσάνογλου, το 2004. Στη διάσκεψη οφείλεται κατά πολύ και η πρόσφατη εκλογή της Τουρκίας σε μη μόνιμη θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Παρότι, λοιπόν, δεν μπόρεσε η Άγκυρα να δραστηριοποιηθεί επαρκώς υπέρ του Σουδάν στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας εξαιτίας των δυσμενών συσχετισμών, ο γενικός γραμματέας της Ισλαμικής Διάσκεψης επιδόθηκε σε σημαντική διπλωματική δράση στη Μέση Ανατολή. Στις συναντήσεις που είχε με ηγέτες του ισλαμικού και αραβικού κόσμου στην Τεχεράνη, το Κάιρο και αλλού δεν παρέλειψε να αναφερθεί στο θέμα καταδικάζοντας τη “μεροληπτική” στάση της Δύσης και απορρίπτοντας το ένταλμα του ΔΠΔ! Επισκέφτηκε ακόμη αυτοπροσώπως τον σουδανό πρόεδρο στο Χαρτούμ για να του εκφράσει τα μηνύματα συμπαράστασης του ισλαμικού κόσμου!

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το ισλαμικό στοιχείο, κατά κοινή ομολογία, καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τις οικονομικές, πολιτικές και άλλες σχέσεις της Τουρκίας με τα έθνη ακόμη και της Αφρικής. Άλλωστε, αυτός είναι ο παράγοντας που κάνει την Άγκυρα, ενώ υπεραμύνεται τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Γάζα, να αδιαφορεί για την τύχη των χριστιανικών και άλλων πληθυσμών που δέχτηκαν επίθεση από τους μουσουλμάνους στο Νταρφούρ. Η διεθνής κοινότητα και κυρίως οι ΗΠΑ, που με την ενίσχυση που παρέχει στην Άγκυρα επικροτεί ουσιαστικά την τουρκική πολιτική αποστροφής των αρχών και αξιών του δυτικού κόσμου, οφείλει να την πείσει ότι είναι προς συμφέρον της να προσχωρήσει στη Σύμβαση της Ρώμης (ΔΠΔ). Κάτι τέτοιο θα αναγκάσει την Τουρκία να ακολουθήσει υπεύθυνες πολιτικές μπροστά στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και να αναθεωρήσει, ίσως κάποτε, την πολιτική άρνησης των εγκλημάτων που βαραίνουν την ίδια και την προκάτοχό της.

K. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής, 29/3/2009

Για περισσότερα...

23/3/09

Δύο νέες εκθέσεις για την καταπάτηση μειονοτικών δικαιωμάτων στην Τουρκία


Ενώ η ανθρωπότητα έχει εισέλθει με ταχείς ρυθμούς σε μια πολυεπίπεδη παγκοσμιοποίηση, το τουρκικό κράτος εξακολουθεί να εφαρμόζει σχέδια που παραβλέπουν τον πολυεθνικό χαρακτήρα της τουρκικής κοινωνίας. Νέες έρευνες βεβαιώνουν την κατάφωρη καταπάτηση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων στην Τουρκία, υποψήφια χώρα για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Νέες μελέτες που εκπονήθηκαν από τούρκους επιστήμονες έφεραν πρόσφατα στο φως της δημοσιότητας σοβαρές παραβάσεις μειονοτικών δικαιωμάτων στη σύγχρονη Τουρκία. Οι δύο νέες εκθέσεις αφορούν τους τομείς: α) Της εκπαίδευσης και β) Της περιουσίας των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων. Η πρώτη έκθεση, αφιερωμένη στον δολοφονηθέντα Χραντ Ντινκ, έχει τίτλο «Λησμονημένες ή Αφομοιωμένες; Οι μειονότητες στο εκπαιδευτικό σύστημα της Τουρκίας». Συντάχθηκε από τη Νουρτζάν Καγιά, η οποία είναι ερευνήτρια της διεθνούς ΜΚΟ «Διεθνής Ομάδα για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων» (MRGI) με έδρα το Λονδίνο. Μέσα από εμπεριστατωμένη μελέτη, που περιλαμβάνει και συνεντεύξεις με εκπαιδευτικούς, μαθητές και εκπροσώπους των μειονοτήτων στην Τουρκία, η ερευνήτρια μελετά τη στάση του τουρκικού εκπαιδευτικού συστήματος έναντι των μειονοτήτων. Η ερευνήτρια διαπιστώνει ότι οι μειονότητες στην Τουρκία θεωρήθηκαν ανέκαθεν απειλή για την «αδιαίρετη ενότητα του κράτους με την επικράτεια και το έθνος του». Αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης είναι το τουρκικό εκπαιδευτικό σύστημα να αγνοεί παντελώς τις εθνικές, πολιτισμικές, γλωσσικές και θρησκευτικές ιδιαιτερότητες των μη αναγνωρισμένων μειονοτήτων, ενώ φέρει αυστηρά νομικά εμπόδια και γραφειοκρατικούς περιορισμούς ακόμη και σε εκείνες (ελληνική, αρμενική και εβραϊκή) που τα δικαιώματά τους κατοχυρώνονται από τις διεθνείς συνθήκες. Η ερευνήτρια σημειώνει ότι το τουρκικό εκπαιδευτικό σύστημα προωθεί ιδεολογία βασισμένη στις αξίες του τουρκισμού, του εθνικισμού και του Ισλάμ, γεγονός που δεν στοχεύει στη διαφορετικότητα, αλλά, αντιθέτως, στη γλωσσική ομοιογένεια και τη δημιουργία της μοναδικής (τουρκικής) ταυτότητας. Με την προβολή αυτών των αξιών επιδιώκεται, αφενός, η αφομοίωση των εθνικών μειονοτήτων, και αφετέρου, η απορρόφηση του παράλληλου Ισλάμ, όπως εκείνο των Αλεβίδων. Η Καγιά σημειώνει ότι οι μειονότητες αυτές είναι εξαιρετικά ευάλωτες και αδύναμες εξαιτίας του γεγονότος ότι η Άγκυρα έχει επικυρώσει όλες τις διεθνείς συμβάσεις με την επιφύλαξη των διατάξεων που αφορούν τις μειονότητες και το δικαίωμα των μειονοτήτων στην εκπαίδευση! Υπογραμμίζει ακόμη ότι η υποχρεωτική θρησκευτική εκπαίδευση στα σχολεία έχει αντισυνταγματικό χαρακτήρα και αντιβαίνει ακόμη και τις στοιχειώδεις διεθνείς διατάξεις περί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων! Θεωρεί, τέλος, ότι η Τουρκία, βάσει λεπτομερούς σχεδίου που προτείνει, πρέπει να αναγνωρίσει αυτές τις μειονότητες στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής της πορείας και να τις παραχωρήσει τα αναγκαία πολιτισμικά και γλωσσικά δικαιώματα στον χώρο της εκπαίδευσης.

Η δεύτερη έκθεση έχει τίτλο «Μια ιστορία αποξένωσης: Το ζήτημα των ευαγών ιδρυμάτων και της ακίνητης περιουσίας των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων στην Τουρκία». Συντάχθηκε από τη νομικό Ντιλέκ Κουρμπάν και τη δικηγόρο Κεζμπάν Χατεμί στο πλαίσιο του Προγράμματος Εκδημοκρατισμού του Ιδρύματος Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών της Τουρκίας (TESEV). Στην έκθεση αυτή οι συντάκτριες επιχειρούν να κάνουν αποτίμηση του καθεστώτος των ευαγών ιδρυμάτων (βακούφια) που ανήκουν στις μη μουσουλμανικές μειονότητες. Εξετάζουν το ειδικό καθεστώς που διέπει τα κοινοτικά ιδρύματα ξεκινώντας από την οθωμανική περίοδο για να συνεχίσουν με τις διατάξεις που προβλέπει η Συνθήκη της Λωζάννης για την προστασία των μειονοτήτων. Έπειτα μελετούν την πολιτική του κεμαλικού καθεστώτος, αρχικά, με τη θέσπιση σειράς νόμων –όπως ο νόμος των βακουφίων του 1935– και αργότερα, την εφαρμογή της πολιτικής των παράνομων καταπατήσεων με αφετηρία το 1960. Εν συνεχεία εξετάζουν το νέο βακουφικό νόμο του Φεβρουαρίου 2008 και τις προσφυγές που έφτασαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σύμφωνα με τις Κουρμπάν και Χατεμί ο νέος βακουφικός νόμος, που ψηφίστηκε επί κυβερνήσεως ΑΚΡ, περιπλέκει ακόμη περισσότερο την ήδη χαώδη κατάσταση στον χώρο των μειονοτικών ευαγών ιδρυμάτων, επιτρέποντας στην Άγκυρα να προχωρήσει σε περαιτέρω επεμβάσεις και παράνομες καταπατήσεις, προφασιζόμενη απουσία φιλανθρωπικού, πνευματικού ή άλλου έργου. Μέχρι τα τέλη του 2008, λοιπόν, η διοίκηση 24 ιδρυμάτων της ελληνορθόδοξης και 24 ιδρυμάτων της εβραϊκής κοινότητας περιήλθε στη Γενική Διεύθυνση των Βακουφίων, ενώ το κράτος καταπάτησε παράνομα 30 ακίνητα της αρμενικής κοινότητας, περί τα 1.000 ακίνητα της ελληνορθόδοξης και 2 ακίνητα της κοινότητας των Ασσυροχαλδαίων. Οι συντάκτριες σημειώνουν ότι η Δικαιοσύνη πρέπει να αποτελέσει τη βασική αρχή βάσει της οποίας θα εξεταστούν τα ζητήματα των μειονοτικών ιδρυμάτων. Προτείνουν τον σεβασμό του καθεστώτος προστασίας των μειονοτήτων που προβλέπεται από τη Συνθήκη της Λωζάννης και τις διεθνείς συμβάσεις, την επιστροφή των καταπατηθέντων ακινήτων και την προστασία και τον σεβασμό της πολιτισμικής κληρονομιάς των μειονοτήτων, όπως δηλαδή και με τα μουσουλμανικά ιδρύματα στη γείτονα.

Οι παραπάνω εκθέσεις, συνταγμένες από τούρκους ερευνητές αναγνωρισμένου κύρους, ρίχνουν φως στις υστερόβουλες και αντιδημοκρατικές πολιτικές, παρακαταθήκη των Νεότουρκων, που υπεβλήθησαν επί δεκαετίες στις μειονότητες –κυρίως τις μη μουσουλμανικές– στη σύγχρονη Τουρκία. Η αλλαγή της νοοτροπίας αυτής, που εκτιμούμε πως μάλλον δεν υπαναχωρεί και επανέρχεται στα πράγματα υπό ισλαμικό προσωπείο, δεν μπορεί να επιτευχθεί αποκλειστικά από το πάσχον τουρκικό πολιτικό σύστημα. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί με τους κατάλληλους μηχανισμούς και τις δομές που διαθέτουν και τα κράτη μέλη συνιστούν τους κυριότερους παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν την Άγκυρα προς τον μονόδρομο της Δημοκρατίας και να εξασφαλίσουν, στοιχειωδώς τουλάχιστον, τον σεβασμό πανανθρώπινων αξιών.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 22/3/2009

Για περισσότερα...

16/3/09

Το ενδεχόμενο αναβάθμισης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων και το ΟΧΙ του Ιράν


Οι πρώτες κινήσεις του νέου πλανητάρχη στη μεσανατολική σκακιέρα γέμισαν με αισιοδοξία την τουρκική ηγεσία που διέκρινε στην επαγγελλόμενη μετά-Μπούς διεθνή τάξη πραγμάτων μια ευκαιρία βελτίωσης της δυσμενούς της θέσης, ιδίως μετά από όσα συνέβησαν στο Νταβός με πρωταγωνιστή τον Ρετζέπ Έρντογαν. Εντούτοις, οι εξελίξεις κατά την επίσκεψη του τούρκου Προέδρου στο Ιράν, διέψευσαν τις προσδοκίες της Άγκυρας για ανάληψη μεσολαβητικού ρόλου μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Τεχεράνης.

Η επίσκεψη της αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών, Χίλαρη Κλίντον, στην Άγκυρα στα πλαίσια των επαφών της με τους ηγέτες του αραβικού κόσμου, όπως τον Πρόεδρο της Αιγύπτου, Χόσνι Μουμπάρακ, δημιούργησαν βάσιμες ελπίδες για ραγδαία βελτίωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, που είχαν υποβαθμιστεί από την μεσανατολική πολιτική που ακολούθησε ο Τζ. Μπούς ο νεώτερος. Η προσμονή αυτή της Τουρκίας βασίστηκε στις ενδείξεις ότι ο νέος αμερικανός Πρόεδρος προτίθεται να «συμφιλιώσει» την υπερδύναμη με τον Ισλαμικό κόσμο. Σε αυτή την περίπτωση η Άγκυρα, βάσει της κρίσιμης γεωπολιτικής θέσης που κατέχει, προσδοκά να δεχτεί έκκληση από τις ΗΠΑ για να υποστηρίξει τα διπλωματικά ανοίγματα της Ουάσιγκτον στα Ισλαμικά κράτη της Μέσης Ανατολής. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η Άγκυρα, κοσμικό κράτος που θέλει όμως να κατέχει εξέχουσα θέση στον Ισλαμικό κόσμο, είναι διατεθειμένη να εμπλακεί στα πράγματα της περιοχής με οποιοδήποτε αντίτιμο: είτε προσφέροντας ενίσχυση και διευκολύνσεις στις στρατιωτικές αποστολές στο Αφγανιστάν και το Ιράκ είτε συνεχίζοντας το διαμεσολαβητικό της έργο ανάμεσα, αφενός, στον αραβικό κόσμο και το Ισραήλ, και αφετέρου, στην Ουάσιγκτον και την Τεχεράνη ή ακόμη και τη Μόσχα. Έχοντας τη δυνατότητα να παρέχει τις καλές της υπηρεσίες ταυτόχρονα στη Δύση και την Ανατολή, η ηγεσία της Τουρκίας οραματίζεται να αναρριχηθεί με αυτό τον τρόπο στις υψηλότερες βαθμίδες του διεθνούς συστήματος. Στην αναμονή αυτή της Άγκυρας συνέτεινε βεβαίως και η απροσδόκητη αναγγελία από την κα. Κλίντον της επικείμενης επίσκεψης του αμερικανού Προέδρου, Μπάρακ Ομπάμα, στην Τουρκία για συνομιλίες. Το γεγονός αυτό, βέβαια, εάν τελικά πραγματοποιηθεί, θα δώσει μια ανεπανάληπτη ευκαιρία στην τουρκική ηγεσία να διαπραγματευτή ενδεχόμενα ανταλλάγματα για την «προσφορά» της σε θέματα που άπτονται των εθνικών της συμφερόντων, όπως η Κύπρος, το Αρμενικό, το Κουρδικό κ.ά..



Οι εξελίξεις στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, που αναπτέρωσαν το ηθικό της Άγκυρας, συνέπεσαν με τις προετοιμασίες της επίσκεψης του τούρκου Προέδρου, Αμπντουλάχ Γκιούλ, στο Ιράν. Ο Γκιούλ βρέθηκε στην Τεχεράνη με την ευκαιρία της 10ης Συνόδου κορυφής του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας, η σύσταση του οποίου ανάγεται στην δεκαετία 1960 με την ίδρυση της βραχύβιας – λόγο της ιρανικής επανάστασης – Περιφερειακής Συνεργασίας για την Ανάπτυξη από την Τουρκία, το Ιράν και το Πακιστάν. Η Σύνοδος είχε στόχο την υιοθέτηση προτάσεων και σχεδίων, εν όψει της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, για τη θέσπιση νέων και την ενδυνάμωση των υφιστάμενων μηχανισμών συνεργασίας του Οργανισμού, που επανιδρύθηκε υπό τη νέα του ονομασία το 1985 και στον οποίο εντάχθηκαν οι Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας το 1992, γεγονός που είχε ως συνέπεια την αριθμητική υπεροχή του τουρκικού στοιχείου.

Η Σύνοδος πρόσφερε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για διμερείς επαφές στους ηγέτες της περιοχής. Κατά τις συνομιλίες που είχε στο περιθώριο των εργασιών του Συνεδρίου ο τούρκος Πρόεδρος με τον ιρανό ομόλογό του, Μαχμούτ Αχμεντίνετζαντ, επαίνεσε τη νέα αμερικανική διοίκηση και προσφέρθηκε, προεξοφλώντας πρόωρα τα όποια θετικά μηνύματα έλαβε από τις ΗΠΑ, να μεσολαβήσει ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και την Τεχεράνη για την επίλυση των διαφορών που προκαλούν ψυχρότητα και ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών. Ωστόσο, η πρόταση του Γκιούλ δεν βρήκε απήχηση στην ιρανική ηγεσία. Ο Αχμεντίνετζαντ στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε απέρριψε την τουρκική προσφορά, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι το Ιράν δεν έχει ανάγκη από τη διαμεσολάβηση της Τουρκίας. Είπε συγκεκριμένα ότι τα εμπόδια θα είχαν ξεπεραστεί εάν οι διεθνείς σχέσεις διέπονταν από τις αρχές της δικαιοσύνης και του σεβασμού και ότι το καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, κατηγορώντας εμμέσως τις ΗΠΑ και αφήνοντας να εννοηθεί ότι υπάρχει διάσταση απόψεων με την Τουρκία. Από την αρνητική στάση του ιρανού Προέδρου μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι η Άγκυρα, παρά την ενδεχομένως ευνοϊκή στάση της Ουάσιγκτον, απέχει πολύ από το να εξασφαλίσει την αποδοχή ισχυρών γειτονικών κρατών, όπως το Ιράν, το οποίο κατέχει τα σκήπτρα της περιφερειακής δύναμης. Καθώς επίσης ότι η Τουρκία υπερεκτιμά τις δυνατότητές της και τη στήριξη που της παρέχει η υπερατλαντική συμπολιτεία. Ενδεικτικό είναι, άλλωστε, ότι ο τούρκος Πρόεδρος δε δίστασε να προβεί κιόλας σε δηλώσεις περί της «πολιτικής» επίλυσης του Κουρδικού ζητήματος, η αντιμετώπιση του οποίου δεν νοείται χωρίς την αμερικανική συγκατάθεση.

Η ιρανική άρνηση στην πρόταση διαμεσολάβησης της Τουρκίας, επιβεβαιώνει την άποψη ότι ο δρόμος της Άγκυρας προς τη γεωπολιτική της αναβάθμιση είναι μεν εφικτός, πλην όμως μακρύς και δύσβατος. Είναι δε κυρίως γεμάτος εκπλήξεις. Η στάση που θα τηρήσει η Ουάσιγκτον σε αυτή τη φιλόδοξη πορεία της Άγκυρας είναι σημαντική, σημαντικότερη όμως φαίνεται ότι θα είναι εκείνη των περιφερειακών χωρών που «συνυπάρχουν» στον ίδιο γεωγραφικό χώρο με την Τουρκία και βιώνουν τις προκλήσεις και τις απειλές της νέας διεθνούς πραγματικότητας.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος - 16/3/2009

Για περισσότερα...

9/3/09

Ισλαμιστές και Κεμαλιστές: Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος


Η χρόνια αντιπαράθεση των Ισλαμιστών με τους Κεμαλιστές στην Τουρκία λαμβάνει ολοένα και σημαντικότερες διαστάσεις σήμερα, γεγονός που προβληματίζει τους μελετητές και δημιουργεί ερωτήματα για την πορεία της χώρας αυτής, τόσο ως προς τα εσωτερικά της όσο και ως προς τις διεθνείς της επιδιώξεις.

Το τουρκικό πολιτικό σύστημα, αρκετές δεκαετίες τώρα, βρίσκεται σε κατάσταση αναβρασμού. Θα έλεγε κανείς ότι προσπαθεί να βρει την ισορροπία του, μια σχεδόν απέλπιδα προσπάθεια αναίρεσης των τραγικών συνεπειών που προκάλεσαν οι αυταρχικές παρεμβάσεις στη φυσιολογική εξέλιξή του. Την εποχή της πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης, το τουρκικό πολιτικό σύστημα αντί να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις των καιρών και να κάνει άλματα προς τον εκδημοκρατισμό, παραμένει εγκλωβισμένο στα πλαίσια που του έχουν ορίσει κατά το παρελθόν. Οι Κεμαλιστές από τη μια και οι Ισλαμιστές από την άλλη, αποτελούν τις δύο πρωταγωνιστικές παρατάξεις στη διαμάχη αυτή.

Οι Κεμαλιστές, οι αδιαμφισβήτητοι κυρίαρχοι, ως πρότινος, του πολιτικού παιχνιδιού, είναι οι εκφραστές και συνεχιστές του πολιτικού σχεδίου για τη χώρα που εφάρμοσε ο Κεμάλ (Ατατούρκ), ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας. Κατά την περίοδο που κατείχε την εξουσία ο Κεμάλ έθεσε τις βάσεις και υλοποίησε ως ένα μεγάλο βαθμό σχέδια για τον «εκσυγχρονισμό» του κράτους, τα οποία εκκολάπτονταν ήδη από την εποχή των Νεότουρκων και του Κόμματος Ένωση και Πρόοδος, του οποίου ο ίδιος υπήρξε επιφανές στέλεχος. Το πολιτικό αυτό σχέδιο, που επιβλήθηκε εκ των άνω, χωρίς τη συγκατάθεση της λαϊκής βάσης, είχε στόχους: α) Την εθνική ομοιογένεια του νέου κράτους, όπου κυρίαρχη θέση έχει το τουρκικό έθνος, β) Τη συμπερίληψη των ευρύτερα δυνατών συνόρων της αποβιώσασας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο νέο κράτος, γ) Την επιδίωξη μιας ισόρροπης αλλά στενής σχέσης με τις Μεγάλες Δυνάμεις, γεγονός που θα μπορούσε να συντείνει στη συμπερίληψή της στις τάξεις του Δυτικού κόσμου και, δ) Τον πλήρη έλεγχο του Ισλάμ από το εθνικό κράτος. Αυτή η επιχείρηση ένταξης του κοινωνικοπολιτικού συνόλου σε νέα πρότυπα που εκφράζουν μια εθνικιστική κοσμοαντίληψη της τουρκικής ελίτ, η οποία τη συνέλαβε και την έθεσε σε εφαρμογή, αποδείχτηκε αδύναμη να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του σύγχρονου τρόπου ζωής, αλλά και τις αντιδράσεις εκείνων που ένιωσαν τις αρνητικές επιπτώσεις των κεμαλικών «μεταρρυθμίσεων» στη ζωή τους.

Στον αντίποδα βρίσκονται οι Ισλαμιστές που αντιτάχθηκαν, αφενός, στην απόρριψη της υπερέχουσας –εκείνη την περίοδο– ισλαμικής ταυτότητας, και αφετέρου, την επιβολή της τουρκικής εθνικής ταυτότητας που κατά περίπτωση τούς ήταν συχνά και ξένη, όπως στους πάλαι ποτέ οθωμανούς πολίτες της Μικράς Ασίας. Για την ανατροπή των αποτελεσμάτων της πολύχρονης αυτής πολιτικής, από τα πρώτα χρόνια κιόλας του πολυκομματισμού (1946), κύκλοι Ισλαμιστών επιδόθηκαν σε οικονομικό και πολιτικό αγώνα. Η διεκδίκηση των «πολιτισμικών δικαιωμάτων» είχε χειροπιαστά αποτελέσματα και σταδιακά, αλλά σταθερά, το Ισλάμ επανήλθε στον δημόσιο βίο. Το αποκορύφωμα υπήρξε αρχικά η συμμετοχή των ισλαμικών κομμάτων του Νετζμετίν Ερμπακάν στις κυβερνήσεις συνασπισμού της δεκαετίας 1970 και αργότερα η αναρρίχησή του στην εξουσία το 1996. Η επάνοδος αυτή, βέβαια, είχε περιορισμένη επιτυχία, καθώς οι κεμαλικοί κύκλοι αντέδρασαν άμεσα στην προσπάθεια των Ισλαμιστών να «κατακτήσουν» την κρατική μηχανή, την οικονομία, την Παιδεία και τα σώματα ασφαλείας. Στην προσπάθειά τους να περιφρουρήσουν τον λαϊκό χαρακτήρα του κράτους, την αρχή δηλαδή του σεκουλαρισμού, μιας από τις τελευταίες κεμαλικές αρχές, όπως ο εθνικισμός και ο ρεπουμπλικανισμός, που δεν διασύρθηκαν ακόμη, σε αντίθεση με εκείνες του επαναστατισμού, του ποπουλισμού και του κρατικισμού, οι Κεμαλιστές δεν δίστασαν να παρέμβουν στο πολιτικό σύστημα και να απομακρύνουν αρχικά το ισλαμικό κόμμα από την εξουσία και να το θέσουν εκτός νόμου αργότερα.

Μια δεκαετία μετά, η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική. Οι Ισλαμιστές με πρόσχημα την ένταξη στην ΕΕ προωθούν έναν περιορισμένο «εκδημοκρατισμό» του πολιτικού συστήματος προς ίδιον όφελος. Με όχημα τις «μεταρρυθμίσεις» στον χώρο της δικαιοσύνης, της οικονομίας, της εκπαίδευσης, της πολιτικής κ.λπ., επιχειρούν να αποδυναμώσουν τον ρόλο των κεμαλικών δυνάμεων που ελέγχουν την εξουσία –με τους δικαστές και τους στρατιωτικούς να διακρίνονται–, για να εφαρμόσουν το σχέδιο τους για τον ριζικό εξισλαμισμό του τουρκικού κοινωνικοπολιτικού συστήματος.

Η αντιπαλότητα των δύο αυτών παρατάξεων, που τροφοδοτείται σήμερα είτε από τις αποκαλύψεις για το παρακράτος είτε από τις επικείμενες δημοτικές εκλογές, παίρνει διαφορετική μορφή σε ό,τι αφορά τα εθνικά θέματα στο εξωτερικό, όπου η «τουρκοϊσλαμική σύνθεση» –το σχέδιο συνεργασίας των δύο αυτών αντιφατικών ιδεολογιών που πρωτοεμφανίστηκε την δεκαετία 1970– βρίσκει επίσης πεδίο εφαρμογής. Παραμερίζονται συχνά οι όποιες διαφορές και η εχθρότητα μετατρέπεται σε ελεγχόμενη συνεργασία. Επί παραδείγματι, η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ, εκμεταλλευόμενη αφενός τα «κενά εξουσίας» στη Μέση Ανατολή και αφετέρου το θρησκευτικό συναίσθημα των ομοθρήσκων λαών της περιοχής, είτε είναι Άραβες αυτοί είτε είναι Κούρδοι, επιχειρεί να εγκαθιδρύσει και πάλι την εξουσία της στον χώρο αυτό, ως άλλη Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Ασχέτως αν οι Δυτικοί προτιμούν –για δικούς τους ιδιαίτερους λόγους– να αποκαλούν το τουρκικό Ισλάμ ως «ήπιας μορφής Ισλάμ», αυτό απειλεί τόσο να ανατρέψει την παρούσα ισορροπία πραγμάτων στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων, όσο η κεμαλική έκφανση της τουρκικής εξουσίας.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 8/3/2009


Για περισσότερα...

2/3/09

Το συνέδριο του Ομίλου Διανόησης Άμπαντ και το σχέδιο προσεταιρισμού του Αρβίλ από την Άγκυρα


Πριν από λίγες μόλις ημέρες πραγματοποιήθηκε επιστημονικό συνέδριο στο Αρβίλ του βορείου Ιράκ με θέμα το Κουρδικό. Το πολυσήμαντο αυτό γεγονός, που ίσως να περνούσε εντελώς απαρατήρητο χωρίς τη συνεργασία των τουρκικών και των κουρδικών ακαδημαϊκών (και πολιτικών) φορέων, φαίνεται να εγκαινιάζει νέα περίοδο στις σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και του βορείου Ιράκ.

Στην πόλη Αρβίλ –τα αρχαία Άρβηλα– της αυτόνομης κουρδικής περιοχής του βορείου Ιράκ πραγματοποιήθηκαν οι εργασίες του διήμερου επιστημονικού συνεδρίου που είχε θέμα το «Κουρδικό ζήτημα: Η από κοινού αναζήτηση της ειρήνης και του μέλλοντος». Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε κατόπιν πρωτοβουλίας του τουρκικού Ομίλου Διανόησης Άμπαντ (ΑΡ) σε συνεργασία με το κουρδικό Πανεπιστήμιο Σαλαχαντίν και το Ινστιτούτο Μουκριάνι. Ο τόπος διεξαγωγής του ορίστηκε η πρωτεύουσα της αυτόνομης κουρδικής περιοχής, καθώς η διοργάνωση του συνεδρίου αποτράπηκε δις από τους σκληροπυρηνικούς στη νοτιοανατολική Τουρκία το φθινόπωρο. Ωστόσο, έτυχε μεγάλης δημοσιότητας τόσο στην Τουρκία όσο και στο βόρειο Ιράκ, όπου μεταδόθηκε ζωντανά από τον τοπικό τηλεοπτικό σταθμό («Ζαμάν» 16/2/2009).

Το συνέδριο κατέληξε σε διακήρυξη δεκατριών σημείων. Το κείμενο που πήρε τη μορφή συμπερασμάτων και εκτιμήσεων για τα ζητήματα που συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών, αλλά και του κυρίως συνεδρίου που έλαβε χώρα τον Ιούλιο 2008, κοντά στη λίμνη Άμπαντ, προβαίνει σε ανατρεπτικές συστάσεις προς την Τουρκία και τους Κούρδους. Επισημαίνει την ανάγκη ανάπτυξης των πολιτικών, των οικονομικών, των πολιτισμικών κ.ά. σχέσεων ανάμεσα στην Τουρκία και την αυτόνομη κουρδική περιοχή του βορείου Ιράκ, επιμένοντας στην άμεση ανταλλαγή προξενικών αντιπροσωπειών. Επιμένει στην ανάγκη ενίσχυσης του κλίματος «αδελφοσύνης», που θεωρεί ότι υπαγορεύεται από την ιστορική, την πολιτισμική και τη γεωγραφική πραγματικότητα της περιοχής ανάμεσα στους Κούρδους και τους Τούρκους. Απορρίπτει κάθε πολιτική που βασίζεται σε εθνικιστικές ιδεολογίες και στη χρήση βίας. Σημειώνει τη σημασία της Τουρκίας για το βόρειο Ιράκ, καθώς θεωρεί ότι η πρώτη παίζει τον ρόλο της «θήρας» προς τη Δύση για τη δεύτερη! Υπογραμμίζει ακόμη ότι είναι επιτακτική ανάγκη να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, καθώς επίσης και για τη διαμόρφωση του αναγκαίου κλίματος για τον διάλογο και την «ανοχή στη διαφορετικότητα» (tolerance). Εξάλλου, ζητάει την ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών της περιοχής, καθώς και την υιοθέτηση εποικοδομητικού λόγου από τα ΜΜΕ. Τέλος, προτείνει τη διοργάνωση συνεδρίου στο Αρβίλ, όπου θα συζητηθούν οι διαφορές που διχάζουν τις κουρδικές παρατάξεις!

Η είδηση της διοργάνωσης τέτοιου συνεδρίου κατόπιν πρωτοβουλίας τουρκικών σωματείων θα ξάφνιαζε, έως πριν από λίγο διάστημα, ακόμη και τον πιο ανυποψίαστο μελετητή της Μέσης Ανατολής. Εκτός του ότι πολυπληθής ομάδα τούρκων διανοούμενων μετέβη στην πρωτεύουσα της αυτόνομης κουρδικής περιοχής για να συζητήσει πτυχές του Κουρδικού με κούρδους διανοουμένους και πολιτικούς παράγοντες, απηύθυνε χαιρετισμό στο συνέδριο και ο τούρκος πρόξενος της Μοσούλης! Τι ερμηνεία μπορεί να δώσει κανείς σε αυτήν την πρωτάκουστη, αλλά σαφή «συγκατάθεση» της Άγκυρας;

Η στάση της Τουρκίας έχει δύο πτυχές που αξίζει να σημειωθούν. Η μία αφορά την άμεση εσωτερική πολιτική σκηνή και η δεύτερη την εξωτερική πολιτική και ασφάλεια της χώρας. Στην εσωτερική πολιτική σκηνή είναι ηλίου φαεινότερον ότι ο Ερντογάν κινείται με γνώμονα τις δημοτικές εκλογές του Μαρτίου που πλησιάζουν. Επιδιώκει να επικρατήσει, συγκεκριμένα, στους δήμους όπου κυριαρχούν οι υποψήφιοι του κουρδικού Κόμματος της Δημοκρατικής Κοινωνίας (DΤP). Όσον αφορά τη δεύτερη πτυχή, η Άγκυρα προσπαθεί να αμβλύνει τις διαφορές της τόσο με τη Βαγδάτη όσο και με το Αρβίλ, ώστε να δεχτεί τις μικρότερες δυνατές συνέπειες στην περίπτωση επαλήθευσης σεναρίων περί κατακερματισμού του Ιράκ. Εδώ και ένα εξάμηνο προσανατολίζεται σε μια συνεργασία αφενός με τις αμερικανικές και ιρακινές αρχές και αφετέρου με τα κουρδικά κόμματα που δεσπόζουν στο βόρειο Ιράκ, ζητώντας τη στήριξή τους στον αγώνα ενάντια στο ΡΚΚ. Προσφάτως μάλιστα αποκαλύφθηκε το σχέδιο εγκαθίδρυσης στο Αρβίλ υποεπιτροπής του εν λόγω τριμελούς μηχανισμού (Τουρκία-ΗΠΑ-Ιράκ) («Σαμπάχ» 24/2/2009)!

Οι κινήσεις του ισλαμικού ΑΚΡ σε αμφότερα τα ζητήματα φαίνεται να ικανοποιούν τα αιτήματα των στρατιωτικών που επιθυμούν την εξάλειψη της κουρδικής απειλής. Έχοντας κατά νου αυτό το στοιχείο, μπορεί κανείς να ερμηνεύσει τον περίπλοκο ρόλο που έχει επωμισθεί ο Όμιλος Διανόησης Άμπαντ του Ιδρύματος Δημοσιογράφων και Συγγραφέων. Το Ίδρυμα πρόσκειται στην ισλαμική «αδελφότητα» του Φετχουλάχ Γκιουλέν, η οποία έχει διείσδυση στην αυτόνομη περιοχή εδώ και κάποιο διάστημα, ενώ ο όμιλος διοργανώνει, σχεδόν σε ετήσια βάση, συνέδρια όπου επιφανείς ερευνητές συζητούν σημαντικά ζητήματα της τουρκικής πραγματικότητας – και όχι μόνο. Ο Γκιουλέν, επιστολή του οποίου ανεγνώσθη στο συνέδριο, καθώς δεν κατέστη δυνατό να παραβρεθεί αυτοπροσώπως, ηγείται μιας μορφής Ισλάμ που ευαγγελίζεται την αδελφοσύνη των λαών και την ανοχή – έννοια που στο Ισλάμ αναφέρεται σε ιεραρχικές σχέσεις. Στην πραγματικότητα πρόκειται για δημοφιλή εκδοχή της τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης.

Επιχειρώντας μια ομαλή μετάβαση από μια σχέση «αντιπαράθεσης» σε μια σχέση «συνεργασίας υπό όρων», η Άγκυρα, με όχημα τη θρησκευτική «αδελφότητα» του Γκιουλέν, επιχειρεί να προσεταιριστεί τους Κούρδους της ευρύτερης περιοχής και κυρίως τις αρχές της αυτόνομης περιοχής του βορείου Ιράκ. Την ίδια ώρα επιχειρείται φίμωση του κουρδικού κόμματος DΤP, ο ηγέτης του οποίου δέχεται πιέσεις γιατί, απευθυνόμενος στην κοινοβουλευτική ομάδα, τόλμησε να εκφωνήσει μέρος του λόγου του στην κουρδική!

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 1/3/2009


Για περισσότερα...