25/11/09

«ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΚΛΟΥΒΙ» : Οι χριστιανικές μειονότητες θύμα της διαμάχης Κεμαλιστών - Ισλαμιστών


Nέα στοιχεία ήρθαν στο φως της δημοσιότητας για τη στοχοποίηση των χριστιανικών μειονοτήτων από το παρακράτος της Τουρκίας με σκοπό να δυσφημιστεί το κυβερνών ισλαμικό κόμμα. Η εξέλιξη αυτή τεκμηριώνει την άποψη ότι ο μη μουσουλμανικός πληθυσμός της Τουρκίας εξακολουθεί να δέχεται αφόρητες πιέσεις, παρά τα «ανοίγματα» προς τις μειονότητες που ανήγγειλε εδώ και καιρό το ΑΚΡ.

Η εισαγγελική έρευνα που διεξάγεται στο πλαίσιο της δίκης Εργκενεκόν, είχε αποτέλεσμα να αποκαλυφθούν νέα στοιχεία αναφορικά με τη δράση των παρακρατικών οργανώσεων στη γείτονα. Σύμφωνα με δημοσίευμα της ημερήσιας «Ταράφ» (20/11/2009), εντοπίστηκε και αποκωδικοποιήθηκε έγγραφο σε ηλεκτρονική μορφή στα αρχεία ενός αξιωματικού του Ναυτικού, ο οποίος είχε συλληφθεί για την υπόθεση του οπλοστασίου που εντοπίστηκε στο Ποϊράζκιοϊ τον περασμένο Φεβρουάριο. Το έγγραφο τιτλοφορείται «Σχέδιο Δράσης της Επιχείρησης Κλουβί» και πρόκειται περί τρομοκρατικού σχεδίου με θύματα τις χριστιανικές μειονότητες της Τουρκίας.

Το εν λόγω κείμενο προβλέπει τέσσερα στάδια για την υλοποίηση ενός ασύλληπτου σχεδίου εκφοβισμού και τρομοκρατίας των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων της Τουρκίας, με απώτερο στόχο να κατηγορηθεί η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ. Το πρώτο στάδιο του σχεδίου δράσης έχει τίτλο «Προετοιμασία» και αφορά τον εντοπισμό και τη λεπτομερή καταγραφή των μειονοτικών στοιχείων. Το προκαταρκτικό αυτό στάδιο ακολουθείται από την «Διαμόρφωση κλίματος τρομοκρατίας», που επικεντρώνεται στον εκφοβισμό κυρίως των συνδρομητών του αρμενικού φύλλου «Αγκός», αρχισυντάκτης του οποίου ήταν ο δολοφονηθείς Χραντ Ντινκ, τη χρήση συνθημάτων προς εκφοβισμό του χριστιανικού στοιχείου σε περιοχές όπου διαμένουν μέλη της μειονότητας και τη χρήση των ΜΜΕ και του διαδικτύου. Το τρίτο στάδιο είναι η «Διαμόρφωση της κοινής γνώμης», το οποίο προβλέπει τη δημοσίευση άρθρων στον Τύπο με τα οποία θα κατηγορείται το ΑΚΡ για αδιαφορία και θα υπενθυμίζονται τα γεγονότα της 6ης - 7ης Σεπτεμβρίου 1955 κ.λπ., ενώ θα υποστηρίζονταν οι μειονοτικές θέσεις στο διαδίκτυο. Το τελευταίο στάδιο είναι το πιο ανησυχητικό απ' όλα. Το στάδιο της «Δράσης» προβλέπει την τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών σε περιοχές όπου παραθερίζουν παραδοσιακά οι μειονότητες, όπως τα Πριγκηπόννησα, τον σχεδιασμό δολοφονικών επιθέσεων σε μέλη των μειονοτήτων που έχουν αναλάβει ηγετικό ρόλο στην προάσπιση των ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων, απαγωγές επιφανών επιχειρηματιών και καλλιτεχνών, καταστροφές σε νεκροταφεία, τοποθετήσεις ύποπτων αντικειμένων σε σημεία που συχνάζουν οι μειονότητες με σκοπό τον εκφοβισμό τους κ.ά.

Εξάλλου, από το εισαγωγικό σημείωμα του σχεδίου που αποκαλύφθηκε προκύπτει ότι οι δολοφονίες του Χραντ Ντινκ, του ιερέα Σαντόρο και η σφαγή στον εκδοτικό οίκο Ζιρβέ στη Μαλάτια είχαν οργανωθεί κατά πάσα πιθανότητα από τους ίδιους παρακρατικούς κύκλους. Με την κατάλληλη κατεύθυνση της κοινής γνώμης, μολονότι αποδόθηκαν σε πρώτο χρόνο στους ισλαμιστές, με τη δίκη Εργκενεκόν το ΑΚΡ κατόρθωσε να αντιστρέψει το σε βάρος του κλίμα. Η συνήγορος της οικογένειας Ντινκ, Φετχιέ Τσετίν, καταδίκασε το σχέδιο δράσης του παρακρατικού πυρήνα και εξέφρασε την απογοήτευσή της για το πώς «οι πολίτες» της εν λόγω χώρας μπορούν να θεωρούνται «αναλώσιμα στοιχεία», τα οποία θα χρησιμοποιηθούν σε έναν «πόλεμο» που διεξάγεται μεταξύ των δύο κυρίαρχων παρατάξεων του συστήματος.

Η αποκάλυψη της «Επιχείρησης Κλουβί» μπορεί να ξαφνιάζει τους ανύποπτους αναγνώστες, ωστόσο δεν είναι παρά η αποτύπωση της στυγνής πραγματικότητας όσον αφορά τη στάση που τηρεί τόσες δεκαετίες τώρα η τουρκική ηγεσία και του τρόπου με τον οποίο έδρασαν οι πολιτικοί θεσμοί και μηχανισμοί ασφάλειας του τουρκικού κράτους έναντι των μειονοτήτων. Το εν λόγω σχέδιο οφείλει να εξεταστεί με προσοχή από τις αρμόδιες ελληνικές και ευρωπαϊκές αρχές εν όψει των κρίσιμων διαβουλεύσεων που αναμένονται να διεξαχθούν προσεχώς αναφορικά με τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας και την επίλυση του Κυπριακού. Και αυτό γιατί, απ' ό,τι προκύπτει από τα παραπάνω, δεν έχουν αλλάξει και πολλά στην προσέγγιση της γείτονος προς τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα, ώστε να μπορεί να ευελπιστεί κανείς σε ουσιαστική πρόοδο. Οι χριστιανικές μειονότητες στην Τουρκία παραμένουν εγκλωβισμένες σε μια αντιπαράθεση μεταξύ των Κεμαλιστών, από τη μια, και των Ισλαμιστών, από την άλλη, και δέχονται τα «πυρά» και των δύο, γεγονός που τις καθιστά πιο ευάλωτες από ποτέ.

Κ. Βοσπορίτης,ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 22/11/2009


Για περισσότερα...

18/11/09

Η Άγκυρα, η Ισλαμική Διάσκεψη και τα εθνικά μας ζητήματα



(Ρόϊτερς, 09 Νοεμβρίου 2009)

Τις χώρες της Ισλαμικής Διάσκεψης φιλοξένησε η Τουρκία, για να συζητήσουν θέματα οικονομικής ανάπτυξης και συνεργασίας των μουσουλμανικών χωρών. Η ώθηση που επιδιώκεται να δώσει στον εν λόγω τομέα η Άγκυρα συνδέεται άμεσα με τις επιδιώξεις της στην περιοχή μας.

Η 25η σύνοδος της Μόνιμης Επιτροπής Οικονομικής και Εμπορικής Συνεργασίας (COMCEC) συνήλθε την εβδομάδα που κύλησε στην Κωνσταντινούπολη. Οι ισλαμικές χώρες, και κυρίως οι όμορες χώρες της Τουρκίας, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον στο γεγονός, όπως προκύπτει και από τη συμμετοχή 54 χωρών. Αρκετές από τις χώρες αυτές μάλιστα εκπροσωπήθηκαν σε πολύ υψηλό επίπεδο: 11 αρχηγοί κρατών, 6 πρωθυπουργοί και 18 υπουργοί.

Στη σύνοδο συζητήθηκαν θέματα που αφορούν τη σύσφιγξη της οικονομικής συνεργασίας και την ανάπτυξη εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των χωρών του ισλαμικού κόσμου. Στο τέλος των εργασιών υιοθετήθηκε κείμενο με γενικές αρχές. Η «Διακήρυξη της Κωνσταντινούπολης», όπως αποκαλείται, παροτρύνει τα κράτη μέλη της Διάσκεψης να καταβάλουν περισσότερες προσπάθειες για τη μείωση της φτώχειας, να αναπτύξουν επιχειρηματικές συνεργασίες μεταξύ τους, να αυξήσουν το επίπεδο των συναλλαγών τους κατά 20% μετά το 2015, να βελτιώσουν την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών τους, να συνεργαστούν για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντολογικών ζητημάτων και να δημιουργήσουν κοινά προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης.

Ο ρόλος της Άγκυρας στην COMCEC ανάγεται στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν η Τουρκία, με τον τότε Πρόεδρό της Κενάν Εβρέν, είχε αναλάβει την προεδρία της Επιτροπής. Έκτοτε, ωστόσο, ο θεσμός αυτός διέγραψε μηδαμινή πρόοδο παραμένοντας σχεδόν στην αφάνεια. Το ενδιαφέρον της Άγκυρας να δραστηριοποιήσει την Επιτροπή τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν είναι τυχαίο γεγονός. Εντάσσεται στα ευρύτερα στρατηγικά της σχέδια για την ενίσχυση της πολιτικής και οικονομικής της ανεξαρτησίας. Με άλλα λόγια, η Άγκυρα βρίσκεται σε τροχιά γενικότερης απεξάρτησης από τη Δύση, σχέδιο όμως που απαιτεί αφενός την ανεύρεση τεράστιων οικονομικών πόρων, γεγονός που δυσχεραίνει το εγχείρημα, ιδίως τη στιγμή αυτήν που η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, και αφετέρου ισχυρούς φίλους στον υπόλοιπο κόσμο. Συνεπώς η νέα φιλοσοφία της πάση θυσία αναβάθμισης της διεθνούς θέσης της χώρας, την οποία προωθεί ο ιθύνων νους της τουρκικής διπλωματίας, απαιτεί σύσφιγξη των οικονομικών σχέσεων με τις ισλαμικές χώρες, κυρίως τις όμορες, όπως το Ιράν, η Συρία και το Ιράκ, ούτως ώστε τα αμοιβαία οφέλη που θα προκύψουν να εκμηδενίσουν κάθε πιθανότητα εμφάνισης πολιτικών διαφορών. Το κατάλληλο ιδεολογικό πλαίσιο εντός του οποίου θα επιδιωχθεί το εγχείρημα προσφέρεται από τον ισλαμικό θεσμό (Ισλαμική Διάσκεψη). Να γιατί η Άγκυρα δεν άφησε να περάσει ανεκμετάλλευτη η ευκαιρία, όταν παρουσιάστηκαν οι κατάλληλες συγκυρίες, να διεκδικήσει τη θέση του γενικού γραμματέα της Διάσκεψης.

Το θέμα ενδιαφέρει άμεσα τη χώρα μας, καθώς η Άγκυρα χρησιμοποιεί το βήμα της Διάσκεψης όλο και πιο συχνά και επίμονα για να προωθήσει τα συμφέροντά της στο Κυπριακό. Έτσι, η σύνοδος της COMCEC προσφέρθηκε για μία ακόμη διπλωματική εκστρατεία της Άγκυρας. Ο Πρόεδρος Γκιουλ είχε την ευκαιρία να απευθύνει έκκληση στα κράτη-μέλη της Διάσκεψης «να προσφέρουν κάθε δυνατή βοήθεια στους τουρκοκύπριους αδελφούς τους για να αρθούν οι άδικες πιέσεις και αποκλεισμοί». Τα ίδια περίπου είπε και ο τουρκοκύπριος ηγέτης Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, ο οποίος βρέθηκε παρών εκπροσωπώντας το ψευδοκράτος, που συμμετέχει στις εργασίες της Διάσκεψης με το καθεστώς του παρατηρητή. Προφανής στόχος της Άγκυρας είναι να ενθαρρυνθούν οι μουσουλμανικές χώρες να εγκαινιάσουν οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με τα κατεχόμενα, γεγονός που θα σήμαινε παγιοποίηση της κατάστασης και de facto αναγνώριση του παράνομου καθεστώτος. Το θέμα, όμως, δεν σταματά εκεί. Ο Γκιουλ επέστησε την προσοχή της Διάσκεψης στη σημασία της ένταξης, στο πλαίσιο συνεργασίας και αλληλοϋποστήριξης που επιδιώκεται να διαμορφωθεί μεταξύ των μελών της Διάσκεψης, και των μουσουλμανικών κοινοτήτων, με ρητή αναφορά σʼ εκείνες των Βαλκανίων!

Το παραπάνω θα πρέπει να εξεταστεί υπό το φως των όσων αποκαλυπτικών σημείωσε σε άρθρο του ο έγκριτος τούρκος δημοσιογράφος Σαμί Κοέν στην ημερήσια «Μιλιέτ» (11/11/2009) αναφορικά με το περιεχόμενο της επιστολής που απηύθυνε ο τούρκος πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον έλληνα ομόλογό του. Κατʼ αυτόν, τέσσερα είναι τα επίμαχα σημεία της επιστολής: το Κυπριακό, το Αιγαίο, τα μειονοτικά και η παράνομη μετανάστευση. Είναι πασιφανές πλέον ότι η Άγκυρα επιδιώκει να εξασφαλίσει στη μειονότητα της Θράκης το καθεστώς του παρατηρητή στη Διάσκεψη, δρομολογώντας έτσι μια νέα κυπριακή τραγωδία, που θα την υλοποιήσει μόλις θα της προσφερθεί η κατάλληλη ευκαιρία.

Η Ισλαμική Διάσκεψη έχει εξελιχθεί σε όχημα της Άγκυρας, μιας κατά τα άλλα «σεκουλαριστικής» και «δυτικόστροφης» χώρας, για την προώθηση των εθνικών της συμφερόντων. Ουδεμία αντίδραση έχει σημειωθεί, ωστόσο, για το σουρεαλιστικό αυτό πάρε δώσε που παρατηρείται μεταξύ της Τουρκίας και του ισλαμικού κόσμου. Να είναι, άραγε, προνόμιο μόνο της Τουρκίας και των ισλαμικών χωρών να συστήνουν, να συμμετέχουν και να ηγούνται περιφερειακών οργανισμών θρησκευτικού χαρακτήρα; Αν όχι, ίσως τελικά να μην ήταν και τόσο παράλογη ιδέα να συσταθεί κάποτε ένας ανάλογος με τη Διάσκεψη θεσμός από τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, που θα έδινε στην Αθήνα την ευκαιρία να ξαναμπεί δυναμικά στη διεθνή πολιτική σκηνή. Αυτό που χρειάζεται είναι υπεύθυνη και σοβαρή δουλειά που θα έχει διάρκεια.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 15/11/2009

Για περισσότερα...

11/11/09

Ο Ερντογάν επιμένει στο δημοκρατικό άνοιγμα


(«Το Δημοκρατικό Άνοιγμα» του Χασλέτ Σογιόζ, «Μιλιέτ» 29/9/2009)

Παρά τα δυσάρεστα αποτελέσματα που επιφύλασσε η πρώτη περίοδος, ο ισλαμιστής πρωθυπουργός της Τουρκίας φαίνεται αποφασισμένος να στηρίξει το δημοκρατικό άνοιγμα προς τους Κούρδους. Εντούτοις, η χρονική στιγμή που επέλεξε ο Ερντογάν για να προωθήσει το συγκεκριμένο σχέδιο δεν είναι άμοιρη πολιτικών υπολογισμών.

Την εβδομάδα που πέρασε η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ δέχτηκε έντονες επικρίσεις από την αντιπολίτευση για την πρόθεσή της να επιμείνει στο δημοκρατικό άνοιγμα προς τους κούρδους πολίτες της χώρας. Η εξαγγελία αυτή της κυβέρνησης προκάλεσε την αντίδραση των υπερεθνικιστών του Ντεβλέτ Μπαχτσελί (ΜΗΡ) και των Κεμαλιστών του Ντενίζ Μπαϊκάλ (CHP), καθώς είχε προηγηθεί πριν από λίγο καιρό η «ενοχλητική» υποδοχή μιας πρώτης ομάδας αγωνιστών του ΡΚΚ, οι οποίοι εξέφρασαν την επιθυμία να επωφεληθούν από τις υποσχέσεις της ισλαμικής κυβέρνησης για (υπό όρους) αμνηστία.

Η αντιπολίτευση κατηγόρησε συγκεκριμένα την κυβέρνηση για την κακή οργάνωση του όλου θέματος και για το ότι επέτρεψε να στηθεί από τον γηγενή κουρδικό πληθυσμό μια υποδοχή «ηρώων» στους «μεταμελημένους» αγωνιστές. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε προσβολή στο τουρκικό έθνος και στα θύματά του και εξόργισε το αντικυβερνητικό μέτωπο. Η οργή της αντιπολίτευσης μάλιστα μεγάλωσε ακόμα περισσότερο, όχι μόνο από την αδράνεια που επέδειξε η κυβέρνηση στην υποδοχή των αγωνιστών από το Βόρειο Ιράκ, που οδήγησε στην απόφαση προσωρινής αναστολής του δημοκρατικού ανοίγματος, αλλά και από την πρόθεση της ισλαμικής κυβέρνησης να δώσει νέα ώθηση στη διαδικασία.

Η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ είχε ορίσει αρχικά ως ημέρα διεξαγωγής των συζητήσεων για το δημοκρατικό άνοιγμα τη 10η Νοεμβρίου, δηλαδή ανήμερα της επετείου του θανάτου του ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας, Μουσταφά Κεμάλ! Η επιλογή της εν λόγω ημερομηνίας ήταν οπωσδήποτε συμβολική. Η διεξαγωγή της συζήτησης μια τέτοια μέρα στην Εθνοσυνέλευση θα μπορούσε να δώσει την εντύπωση στον τουρκικό λαό, αλλά και στη διεθνή κοινότητα, ότι το τουρκικό κράτος, «δημιούργημα» του ηγέτη του, κι αν δεν οδεύει ακόμη προς το τέλος του, σίγουρα προτίθεται να προχωρήσει σε σημαντικές παραχωρήσεις προς τους Ισλαμιστές.

Έπειτα από πολύωρη συνάντηση μέρους του Υπουργικού Συμβουλίου -κυρίως όσων συμμετέχουν στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας- και γραφειοκρατών, αλλά και την κατ' ιδίαν συνάντηση που είχε ο Ερντογάν με τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, Ιλκέρ Μπασμπούγ, η συζήτηση στην Εθνοσυνέλευση μεταφέρθηκε για τη 12η Νοεμβρίου.
Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας φαίνεται διατεθειμένος να εμπλακεί προσωπικά στην προώθηση του δημοκρατικού ανοίγματος, που το είχε αναθέσει στον υπουργό Εσωτερικών Μπεσίρ Αταλάι. Η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης, ωστόσο, μπορεί να συνεπάγεται και κινδύνους, καθώς, όπως αναφέρει μερίδα του τουρκικού Τύπου, ο ισλαμιστής Ερντογάν δεν έχει ανακοινώσει το ακριβές περιεχόμενο της διαδικασίας του δημοκρατικού ανοίγματος. Ωστόσο, απ' όσα έχουν ήδη διαρρεύσει προς τα έξω τίποτα δεν προμηνύει δραματικές αλλαγές στη στάση του τουρκικού κράτους έναντι των Κούρδων.

Οι αυτονόητες παραχωρήσεις σχεδιάζεται να γίνουν υπό την κηδεμονία του κράτους ή υπό την αυστηρή επιτήρησή του, αν πρόκειται για ανάληψη ρόλου από τον ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο, τώρα που έχει σημειωθεί ήδη μία κυβερνητική «επιτυχία» και η ιδέα της κατάθεσης των όπλων και της επιστροφής στην πατρική οικία φαίνεται να βασανίζει τους αγωνιστές του ΡΚΚ, η κυβέρνηση, υπό τις πιέσεις της αντιπολίτευσης και των ενόπλων δυνάμεων, σχεδιάζει αυστηρότερες ρυθμίσεις για την επιστροφή των μεταμελημένων. Αντί να υιοθετήσει, φερ' ειπείν, τις διαδικασίες που προβλέπονται από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, οι οποίες είναι χρονοβόρες και συνεπώς δεν τη συμφέρουν, προσανατολίζεται σε μια ιδιότυπη ρύθμιση του θέματος, κατόπιν διμερούς συνεννόησης με την Αυτόνομη Κουρδική Περιοχή του Βορείου Ιράκ: Η Άγκυρα θα «υποδέχεται» τους κούρδους αγωνιστές στην επικράτεια της Αυτόνομης Κουρδικής Περιοχής, αποτρέποντας έτσι άλλες αυθόρμητες εκδηλώσεις του γηγενούς πληθυσμού.

Εξάλλου, η Άγκυρα άναψε το πράσινο φως και για την επιστροφή των πρώην ή εν ενεργεία αγωνιστών από το εξωτερικό, κυρίως από τη Δυτική Ευρώπη. Δεν αποκλείεται μάλιστα η επίσκεψη που πραγματοποίησε ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Α. Νταβούτογλου, στο Αρμπίλ την περασμένη εβδομάδα και η μετάβαση τις προάλλες του Νετσιρβάν Μπαρζανί, πρώην πρωθυπουργού της Αυτόνομης Κουρδικής Περιοχής και μέλους της κουρδικής ηγεσίας, στην Κωνσταντινούπολη να συνδέονται με τα σχέδια αυτά. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο Ερντογάν προτίθεται να επισπεύσει τις διαδικασίες για να ισχυροποιήσει τη θέση του ενώπιον της συνάντησής του με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, που είναι προγραμματισμένη για τις αρχές Δεκεμβρίου.

Όπως όλα δείχνουν, το πολυδιαφημισμένο δημοκρατικό άνοιγμα προς τους Κούρδους που εξήγγειλε η κυβέρνηση ΑΚΡ θα είναι περιορισμένης εμβέλειας υπό την πίεση του κατεστημένου. Ωστόσο, η ισλαμική κυβέρνηση δεν μοιάζει να χάνει τις ευκαιρίες που της προσφέρονται για την πολιτική εκμετάλλευση του σχεδίου της είτε στο εσωτερικό είτε στη διεθνή σκηνή.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 8/11/2009

Για περισσότερα...

3/11/09

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΣΤΗΝ ΤΕΧΕΡΑΝΗ


(Ρόϊτερς, 27 Οκτωβρίου 2009)

Σύσφιγξη των τουρκοϊρανικών στρατηγικών σχέσεων

Νέα πρόοδο σημείωσαν οι τουρκοϊρανικές σχέσεις μετά την πρόσφατη επίσκεψη του Ερντογάν στην Τεχεράνη. Η επιδιωκόμενη προσέγγιση μεταξύ Τουρκίας και Ιράν επιβεβαιώνει τις ηγεμονικές διαθέσεις της Άγκυρας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.

Η τουρκική ηγεσία εξακολουθεί να ασκεί μια δραστήρια εξωτερική πολιτική στην περιοχή, επιδιώκοντας την προώθηση των εθνικών της συμφερόντων. Λίγα μόλις εικοσιτετράωρα μετά την επίσημη επίσκεψη του τούρκου Προέδρου Αμπντουλάχ Γκιουλ στο Πακιστάν, ο ισλαμιστής πρωθυπουργός της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στο Ιράν.

Κατά την πρώτη του επίσκεψη στην Τεχεράνη, μετά από τρία ολόκληρα χρόνια, ο Ερντογάν είχε μια σειρά από συναντήσεις με τους ιρανούς αξιωματούχους. Συνομίλησε με τον ιρανό Πρόεδρο Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, τον αντιπρόεδρο Μουχαμάντ Ριζά Ραχίμι, τον υπουργό Εξωτερικών Μανουτσέχρ Μουτακί και τον πρώην Πρόεδρο και θρησκευτικό ηγέτη του
Ιράν Αγιατολάχ Αλί Χαμανεΐ. Οι συναντήσεις διεξήχθησαν σε καλό κλίμα και τα δύο μέρη δεν ήταν καθόλου φειδωλά στις φιλοφρονήσεις τους. Ο τούρκος πρωθυπουργός αποκάλεσε το Ιράν «φίλη και αδελφή χώρα», ενώ ο Αγιατολάχ, απευθυνόμενος στον Ερντογάν, τόνισε ότι «πρέπει να θεωρεί ότι βρίσκεται μεταξύ αδελφών».

Η επίσημη επίσκεψη του Ερντογάν στο Ιράν έχει ενδιαφέρον από πολλές απόψεις, καθώς πραγματοποιήθηκε σε μια κρίσιμη χρονική στιγμή. Η Τεχεράνη εξακολουθεί να βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα όσον αφορά τα πυρηνικά προγράμματα που διεξάγει, ενώ η Άγκυρα επιδιώκει να αποκτήσει άμεσα πυρηνικούς αντιδραστήρες. Το γεγονός αυτό ευνοεί την ανάπτυξη ιδιαίτερων σχέσεων φιλίας μεταξύ Άγκυρας και Τεχεράνης, κι αυτό γιατί, απ' ό,τι φαίνεται, η Τουρκία, όπως και στην περίπτωση του Πακιστάν, επιδιώκει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο όχι μόνο την τεχνογνωσία αυτών των χωρών, αλλά και τη διεθνή πολιτική συγκυρία που έχει προκύψει. Η δήλωση του Ερντογάν αναφορικά με την πυρηνική ενέργεια είναι ενδεικτική από αυτήν την άποψη. Ο ισλαμιστής πρωθυπουργός της Τουρκίας, κατά τη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε, παρείχε απόλυτη στήριξη στο Ιράν, δηλώνοντας ότι η κατοχή και η χρήση πυρηνικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς είναι θεμιτή και ότι θα πρέπει να επιτρέπεται για όλες τις χώρες, συγκαταλέγοντας προφανώς σε αυτές και τη δικιά του. Αλλά εκείνο που προκάλεσε εντύπωση είναι κυρίως η δήλωσή του με την οποία καταφέρεται εναντίον των μεγάλων δυνάμεων. Προσπαθώντας να αντικρούσει την επικριτική στάση της διεθνούς κοινότητας που θέτει στο στόχαστρο την Τεχεράνη, ο Ερντογάν δήλωσε ανοιχτά ότι εάν πρόκειται να απαγορευτεί η χρήση της πυρηνικής ενέργειας, «η απαγόρευση θα πρέπει να ισχύσει πρώτα απ' όλα για τις χώρες του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών», εννοώντας τα μόνιμα μέλη και κυρίαρχα κράτη του διεθνούς παιχνιδιού.

Είναι έκδηλη, δηλαδή, η πρόθεση της ισλαμικής κυβέρνησης ΑΚΡ να πάρει θέση στο εν λόγω ζήτημα υπέρ του Ιράν και εναντίον των δυτικών της «συμμάχων». Η κίνηση αυτή, πέρα από την εξόφθαλμη προσπάθεια εκ μέρους της Άγκυρας να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία που προσφέρει μια σημαντική δικαιολογία για την κατοχή πυρηνικής ενέργειας προσεχώς, εμπεριέχει και το στοιχείο του περιφερειακού ανταγωνισμού. Στηρίζοντας η Τουρκία το Ιράν, ουσιαστικά στηρίζει τον εαυτό της, μια και επιδιώκοντας ενεργά το εθνικό της συμφέρον στο ζήτημα των πυρηνικών επιχειρεί να αναρριχηθεί στην περιφερειακή ιεραρχία, κατέχοντας θέση, γιατί όχι, δίπλα στις κατέχουσες πυρηνική ενέργεια χώρες.

Η συνεργασία στον τομέα της ενέργειας ήταν άλλο ένα θέμα που επικράτησε στην ημερήσια διάταξη κατά την επίσκεψη του τούρκου πρωθυπουργού στην Τεχεράνη. Υπό την παρουσία του Ερντογάν οι αρμόδιοι υπουργοί Ενέργειας υπέγραψαν Μνημόνιο Κατανόησης που προβλέπει: α) Νέες ρυθμίσεις αναφορικά με την εκμετάλλευση κοιτασμάτων φυσικού αερίου από τον ΤΡΑΟ (Κρατική Εταιρεία Πετρελαίων Τουρκίας) στο Ιράν, β) Τη μεταφορά ιρανικού φυσικού αερίου μέσω της Τουρκίας στην Ευρώπη και γ) Την παράταση του Μνημονίου μεταφοράς φυσικού αερίου από το Τουρκμενιστάν στην Τουρκία. Εξάλλου, τούρκοι και ιρανοί επιχειρηματίες συμφώνησαν στην κατασκευή έξι σταθμών ηλεκτρικής ενέργειας στην τουρκοϊρανική μεθόριο. Τα δύο μέρη διεξήγαγαν ακόμη συνομιλίες για περιφερειακά σχέδια δημιουργίας χερσαίων και θαλασσίων δικτύων μεταφοράς, βιομηχανικών ζωνών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Τέλος, δεν λησμόνησαν να αναφερθούν στα θέματα περιφερειακής ασφάλειας και καταπολέμησης της τρομοκρατίας, ζήτημα που απασχολεί ιδιαιτέρως αυτό το διάστημα την Τουρκία, μια και η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ ανακοίνωσε ότι προτίθεται να αναστείλει το «δημοκρατικό άνοιγμα» προς την κουρδική μειονότητα.

Η επίσκεψη του Ερντογάν στην Τεχεράνη προσέλκυσε το ενδιαφέρον όλου του κόσμου και πρόσφερε, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, μια καλή ευκαιρία στην Τουρκία να αναπτύξει τις στρατηγικές της σχέσεις με το Ιράν. Η περαιτέρω βελτίωση των σχέσεων με τη χώρα αυτή, σε συνδυασμό με τη ρήξη που σημειώθηκε στις σχέσεις με το Ισραήλ, δίνει το στίγμα της πολιτικής που επιδιώκει να ακολουθήσει η Άγκυρα, πέρα από οποιαδήποτε ιδεολογική συγγένεια του κυβερνώντος κόμματος (ΑΚΡ) με το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν, στη Μέση Ανατολή.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 1/11/2009


Για περισσότερα...