15/2/11

Έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τις θρησκευτικές και ρατσιστικές διακρίσεις στην Τουρκία


Την ανησυχία της για τις συνεχιζόμενες διακρίσεις σε βάρος μη τουρκικών και μη μουσουλμανικών μειονοτήτων στην Τουρκία εξέφρασε με έκθεσή της ανεξάρτητη επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης (CoE). Η εν λόγω έκθεση επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά την ανάγκη για ριζική μεταρρύθμιση της τουρκικής νομοθεσίας.

Την έκθεσή της για τη στάση που τηρεί το τουρκικό κράτος σε βάρος των αλλόθρησκων και αλλοεθνών πολιτών και μεταναστών, ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα η Επιτροπή κατά των Βασανιστηρίων και των Διακρίσεων (ECRI) του Συμβουλίου της Ευρώπης. Σε πολυσέλιδη έκθεσή της η επιτροπή επισήμανε τους τομείς στους οποίους σημειώθηκε πρόοδος, εντόπισε τα κακώς κείμενα και προέβη σε κάποιες συστάσεις. Η έρευνα της επιτροπής διεξήχθη μεταξύ Οκτωβρίου 2009 και Απριλίου 2010.

Η έκθεση σημειώνει τα θετικά βήματα που πραγματοποιήθηκαν από τη μεριά της τουρκικής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση του προβλήματος των ρατσιστικών διακρίσεων, τα οποία παρατηρούνται στους κόλπους της τουρκικής γραφειοκρατίας, δικαιοσύνης κ.λπ. Ως τέτοιου είδους προσπάθειες αναφέρονται η υιοθέτηση ορισμένων διατάξεων στα πλαίσια του νέου ποινικού κώδικα πριν από λίγα χρόνια, η ενημέρωση και εκπαίδευση του δικαστικού σώματος όσον αφορά τις υποχρεώσεις της χώρας που απορρέουν από τις ευρωπαϊκές συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι κυβερνητικές προθέσεις για το πολυσυζητημένο και εν πωλείς αποτυχημένο «άνοιγμα» προς τις μειονότητες κ.λπ. Ωστόσο, η έκθεση δεν λησμονεί να σημειώσει ότι η κυβέρνηση οφείλει να επιληφθεί ακόμη πολλών θεμάτων. Ως τέτοια αναφέρονται η ανάγκη υπογραφής του Πρωτοκόλλου 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο ορισμός της έννοιας της ρατσιστικής διάκρισης και η ψήφιση μιας νομοθεσίας ενάντια στις διακρίσεις, η άρση των διατάξεων που ευνοούν τις διακρίσεις από ορισμένους νόμους, όπως εκείνος περί πολιτικών κομμάτων κ.λπ. Η έκθεση υπογραμμίζει ακόμη ότι ορισμένες διατάξεις του Ποινικού κώδικα έχουν χρησιμοποιηθεί επανειλημμένος, όπως το αρθ. 301, για να τιμωρηθούν μέλη των μειονοτήτων που εκφράζουν τις απόψεις τους με ειρηνικό τρόπο. Η έκθεση καταγράφει επίσης στα εμπόδια που αντιμετωπίζουν τόσο οι αναγνωρισμένες από τη Συνθήκη της Λωζάννης μειονότητες όσο και οι υπόλοιπες. Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν η Αρμενική και η Ελληνική μειονότητα στον τομέα της εκπαίδευσης και της θρησκείας, η κουρδική μειονότητα στον τομέα της κοινωνικής ένταξης, της εργασίας κ.λπ., και οι Ρομά σε μια πλειάδα τομέων με κυριότερους την εκπαίδευση, εργασία, υγεία και πρόσβαση στους δημόσιους χώρους. Η έκθεση επισημαίνει ακόμη ότι η Τουρκία οφείλει να ψηφίσει ένα περιεκτικό νόμο περί ασύλου. Τέλος, η έκθεση προβαίνει και σε ορισμένες συστάσεις προς την Τουρκία. Συγκεκριμένα ζητά από την Άγκυρα να υπογράψει το ταχύτερο δυνατό το Πρωτόκολλο 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, να ενισχύσει τις διατάξεις του συντάγματος, του ποινικού κώδικα κ.λπ. ενάντια στο ρατσισμό και κάθε είδους διάκρισης, να προωθήσει την εκπαίδευση των μειονοτήτων στη μητρική τους γλώσσα και να άρει τα οικονομικά και νομικά εμπόδια για εκείνους που αιτούνται άσυλο.

Ας υπενθυμίσουμε ότι η εν λόγω επιτροπή έχει συσταθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης και αποτελεί ένα ανεξάρτητο παρατηρητήριο σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ειδικότερα τον ρατσισμό και την ξενοφοβία. Απαρτίζεται από ανεξάρτητα μέλη, τα οποία έχουν διοριστεί μεταξύ προσωπικοτήτων με αποδεδειγμένο κύρος στα θέματα του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και της ανοχής. Η επιτροπή κάθε χρόνο διεξάγει έρευνες σε περίπου 10 χώρες-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η προηγούμενη έκθεση για την Τουρκία, φερ’ ειπείν, είχε δημοσιευθεί το 2005.

Η εν λόγω έκθεση, η οποία συντάχθηκε από ανεξάρτητους επιστήμονες με ειδικές γνώσεις στο επίμαχο θέμα, έρχεται να επιβεβαιώσει το χάσμα που χωρίζει την Τουρκία από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες σε θέματα σεβασμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ειδικότερα ρατσιστικών διακρίσεων εις βάρος των μειονοτήτων. Υπ’ αυτές τις συνθήκες η Ευρώπη όφειλε να πιέσει την Άγκυρα για εις βάθος εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας της και απάλειψή της από κάθε είδους διακρίσεις έτσι ώστε ένα πέρασμα από τη θεωρία στην πράξη με ζητούμενο την αλλαγή νοοτροπίας να καταστεί κάποτε εφικτό.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος


Για περισσότερα...

7/2/11

Οι λαϊκές εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο, τα κατεχόμενα και η ερντογανική διπροσωπία


Υπέρ της λαϊκής εξέγερσης στην Αίγυπτο τάχθηκε τελικά ο ισλαμιστής πρωθυπουργός της Τουρκίας, επιδιώκοντας να αυξήσει το κύρος του στον αραβικό κόσμο. Ωστόσο, την ίδια στιγμή στα κατεχόμενα πραγματοποιούνταν αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που στρέφονταν προς την Άγκυρα.

Οι αντικαθεστωτικές εξεγέρσεις που λαμβάνουν χώρα στις αραβικές χώρες από τις αρχές του νέου έτους, δεν θα μπορούσαν να αφήσουν αδιάφορες τις υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής Μεσογείου. Μια τέτοια χώρα είναι και η Τουρκία, η οποία επιδιώκει να παίξει ρυθμιστικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή. Ωστόσο, η ισλαμική κυβέρνηση της Τουρκίας αντέδρασε με αρκετή καθυστέρηση τόσο στην εξέγερση που έλαβε χώρα στην Τυνησία όσο και σ’ εκείνη της Αιγύπτου. Έχοντας τηρήσει μια στάση αναμονής για αρκετό χρονικό διάστημα, ο ισλαμιστής πρωθυπουργός της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έλυσε τελικά τη σιωπή του την εβδομάδα που πέρασε. Απευθυνόμενος στον αιγύπτιο ηγέτη, Χόσνι Μομπάρακ, τον ζήτησε να δώσει βάσει στα αιτήματα του Αιγυπτιακού λαού, προτρέποντας του σε άμεση αποχώρηση από την εξουσία. Από την άλλη, απηύθυνε έκκληση και στον αιγυπτιακό λαό, από τον οποίο ζήτησε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, αποφεύγοντας την προσφυγή στη βία.

Η διστακτικότητα της ισλαμικής κυβέρνησης ΑΚΡ στο να τοποθετηθεί δημόσια στα γεγονότα που διαδραματίζονταν στον αραβικό κόσμο, δεν μπορεί παρά να αποδοθεί στην περιορισμένη επιρροή που ασκεί η Τουρκία στην περιοχή. Όπως σχολίαζε ο έμπειρος αναλυτής Τζενγκίζ Τσαντάρ, η απαθής στάση της Άγκυρας τόσο στην περίπτωση της Τυνησίας όσο και στην περίπτωση της Αιγύπτου είναι απόδειξη της αδυναμίας της να παίξει ηγετικό ρόλο όχι μόνο σε επίπεδο διεθνούς συστήματος, όπως φαίνεται να επιθυμεί η ίδια, αλλά σε επίπεδο ακόμη και περιφερειακού υποσυστήματος (Ραντικάλ, 1/2/2011). Εξάλλου, ας υπενθυμίσουμε στους αναγνώστες μας ότι η τουρκική ηγεσία επέδειξε τις αδυναμίες της πρόσφατα στην περίπτωση της κρίσης του Λιβάνου, η οποία ξέσπασε στα μέσα του Ιανουαρίου. Η Άγκυρα, σε συνεργασία με το Κατάρ, είχε επιχειρήσει να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ σουνιτών και σιιτών στον Λίβανο, προσπάθεια η οποία δεν καρποφόρησε άμεσα, δημιουργώντας έτσι εύλογα ερωτήματα για τις πραγματικές ικανότητες της χώρας στη διεθνή σκηνή. Ας σημειωθεί ακόμη ότι άλλος γνωστός δημοσιογράφος, ο Μεχμέτ Αλί Μπιράντ, υπογράμμιζε στη στήλη του ότι η οικονομική πρόοδος που σημείωσε η χώρα το τελευταίο διάστημα, δεν αρκεί από μόνη της να την καθιερώσει ως μια σημαντική δύναμη στη διεθνή σκηνή. Για δικούς του λόγους προέτρεπε την κυβέρνηση να «συμφιλιωθεί» με το στράτευμα ούτως ώστε η χώρα σύντομα να αποκτήσει και στρατιωτική ισχύ! (Πόστα, 2/2/2011) Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία, σημείωνε σε μεταγενέστερο άρθρο του ο Μπιράντ, δεν μπορεί να καλύψει το κενό που ενδεχομένως να δημιουργηθεί στην περιοχή – και ειδικότερα στον αραβικό κόσμο - εξαιτίας των ανατρεπτικών αλλαγών που παρατηρούνται στην Αίγυπτο (Πόστα, 4/2/2011).

Η καθυστέρηση με την οποία τοποθετήθηκε η ισλαμική κυβέρνηση στις κοσμογονικές αλλαγές που συντελούνται στον αραβικό κόσμο, πέραν από τους λόγους τακτικής που θα μπορούσαν να υπαγορεύουν μια τέτοια στάση, δεν θα ήταν αδόκιμο να συνδεθεί και με τις αδυναμίες της στο κυπριακό. Οι αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις που έλαβαν χώρα στα κατεχόμενα στις 28 Ιανουαρίου και στις 3 Φεβρουαρίου, είναι μια τέτοια περίπτωση. Οι διαδηλώσεις που οργανώθηκαν από τουρκοκυπριακές οργανώσεις, και καταφέρονταν εναντίον του τούρκου δυνάστη, προφανώς ήταν κάτι που η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ θα ήθελε να αποφύγει πάση θυσία.

Τα όσα διαδραματίστηκαν στα κατεχόμενα, προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του ισλαμιστή πρωθυπουργού. Από το Κιργιστάν όπου βρισκόταν σε επίσημη επίσκεψη, ο Ερντογάν, κατηγόρησε τους διαδηλωτές λέγοντας ότι είναι αδιανόητο «άνθρωποι οι οποίοι τρέφονται από εμάς» να καταφέρονται εναντίον μας. «Τους παρέχουμε», τόνισε ο Ερντογάν, «υποστήριξη», αναρωτώμενος «δεν θα πρέπει να υπάρχει και μια ανταπόκριση [εκ μέρος τους];». Για να συνεχίσει λέγοντας ότι οι εν λόγω διαδηλώσεις είναι «προβοκατόρικες» και ότι σε αυτές συμμετέχει και η Κυπριακή Δημοκρατία. Ο Ερντογάν δήλωσε ακόμη, ότι οι τουρκοκύπριοι «δεν έχουν δικαίωμα να διαμαρτύρονται εναντίον της Τουρκίας!». Γιατί ακόμη και «ο πιο χαμηλόμισθος υπάλληλός τους εισπράττει 10.000 ΝΤΛ (περίπου 5.000)». «Παίρνει τα λεφτά, και μάλιστα 13 μισθούς, και σαν δε ντρέπεται οργανώνει και διαδήλωση» σημείωσε έξαλλος ο Ερντογάν, προσθέτοντας ότι «ζητάνε από την Τουρκία να φύγει. Ποιος είσαι εσύ βρε άνθρωπε [που θα τολμήσεις να ξεστομίσεις τέτοια κουβέντα]; Δώσαμε μάρτυρες [στον πόλεμο κατά των απίστων], έχουμε γαζίδες (άτομα που τραυματίστηκαν κατά τη διεξαγωγή του ιερού πολέμου), μας ενδιαφέρει η στρατηγική θέση [του νησιού]. Ότι συμφέρον έχει η Ελλάδα στην Κύπρο το ίδιο έχει και η Τουρκία. […] Θα καλέσουμε τους υπαίτιους και θα λογοδοτήσουν. Είναι αδιανόητο να προλειαίνουν το έδαφος για διαδηλώσεις εναντίον της Τουρκίας» (Μιλιέτ, 4/2/2011).

Οι αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις στα κατεχόμενα δεν είναι πρωτόγνωρα γεγονότα. Έχουν συμβεί και στο παρελθόν. Η ιδιαιτερότητα, όμως, των εν λόγω διαδηλώσεων έγκειται στις ειδικές περιστάσεις που επικρατούν στην περιοχή αυτή την περίοδο. Ο Ερντογάν, λοιπόν, έχει κάθε λόγο να φοβάται μήπως και το κύμα των λαϊκών εξεγέρσεων στον αραβικό κόσμο κατακλύσει και τα κατεχόμενα! Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα έφερνε στην επιφάνεια το έγκλημα που συντελείται για δεκαετίες τώρα στην μαρτυρική Κύπρο και το οποίο η διεθνής κοινότητα προτιμά να παραβλέπει. Σε κάθε περίπτωση οι διαδηλώσεις στα κατεχόμενα αποδεικνύουν για μια ακόμη φορά την τακτική δύο μέτρων και δύο σταθμών που ακολουθεί η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ στο κυπριακό, και ιδιαίτερα την διπροσωπία του Ερντογάν.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος




Για περισσότερα...