29/12/08

Ισχυροποίηση των σχέσεων με Σκόπια και Τίρανα επιδιώκει η Άγκυρα!

Το τελευταίο διάστημα, η Τουρκία απασχολεί τη διεθνή κοινή γνώμη με τις «διαμεσολαβητικές προσπάθειές» της στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, η Άγκυρα δεν λησμονεί να καλλιεργήσει πλέγμα στενών σχέσεων με χώρες-κλειδιά για την περιφερειακή σταθερότητα και ασφάλεια στη Βαλκανική, όπως η Αλβανία και η ΠΓΔΜ.

Την εβδομάδα που πέρασε, ο ισλαμιστής Πρόεδρος της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, Κιοκσάλ Τοπτάν, πραγματοποίησε πενθήμερη περιοδεία στη Βαλκανική που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Συγκεκριμένα, πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην πΓΔΜ, με την οποία υπογράφηκε προσφάτως το Έγγραφο Στρατηγικής (Συνεργασίας) που στοχεύει στην πολιτική, την οικονομική και την πολιτισμική αναβάθμιση των σχέσεών τους, και στην Αλβανία ως προσκεκλημένος των ομολόγων του Τράικο Βελγιανόσκι και Ζοζεφίνα Τοπάλι, αντίστοιχα. Πρώτος σταθμός του Κιοκσάλ υπήρξαν τα Σκόπια, όπου πραγματοποίησε συναντήσεις με τον ομόλογό του, με τον Πρόεδρο Μπράνκο Τσερβενκόφσκι, και με τον πρωθυπουργό Νικόλα Γκρουέφσκι. Εκεί είχε την ευκαιρία να απευθύνει χαιρετισμό στο Κοινοβούλιο της πΓΔΜ και να υπογραμμίσει τους δεσμούς φιλίας που ενώνουν τους δύο λαούς. Ζήτησε δε, βάσει της Συμφωνίας της Οχρίδας, τη «δίκαιη» αντιπροσώπευση όλων των εθνοτήτων, εκφράζοντας την ανησυχία του για την τύχη κυρίως της τουρκικής μειονότητας στον κρατικό μηχανισμό - από το Δημόσιο έως τα Σώματα Ασφαλείας. Ακόμη, περιόδευσε σε πόλεις της χώρας για να συναντηθεί με ομοεθνείς του και να συμμετέχει στις εκδηλώσεις τους, όπως στη δεύτερη «Εορτή της τουρκικής εκπαίδευσης». Ο Κιοκσάλ έφτασε στον δεύτερο σταθμό της περιοδείας του στα Τίρανα στις 23 Δεκεμβρίου. Στη συνάντηση με την ομόλογό του επιβεβαιώθηκε η τουρκοαλβανική φιλία και συνεργασία στα θέματα διεθνούς πολιτικής και ασφάλειας. Ο Κιοκσάλ εν συνεχεία επισκέφθηκε τον Πρόεδρο, Μπαμίρ Τόπι και τον πρωθυπουργό Σαλί Μπερίσα. Κατά την εκεί παραμονή είχε ακόμη συναντήσεις με τούρκους επιχειρηματίες, εκπαιδευτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες που εδρεύουν στη χώρα αυτή.

Τέτοιου είδους, φαινομενικά εθιμοτυπικές, συναντήσεις στον βαλκανικό χώρο, ως επί το πλείστον ενισχύουν τις οικονομικές και πολιτισμικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο Κιοκσάλ είχε, λοιπόν, την ευκαιρία να παρευρεθεί στις συναντήσεις των οικονομικών παραγόντων, που διοργάνωσαν τα εμπορικά επιμελητήρια των δύο χωρών. Η πολιτισμική όμως διάσταση των συναντήσεών του στην πραγματικότητα δεν παίζει παρά έναν καταλυτικό ρόλο στη σύσφιξη των σχέσεων της μητρόπολης με την εθνική μειονότητα. Και αυτό γιατί στην πΓΔΜ υπάρχει μικρή τουρκική κοινότητα, που αριθμεί μερικές δεκάδες χιλιάδες άτομα αλλά είναι πολιτικά δραστήρια και οργανωμένη. Η περιοδεία του Κιοκσάλ εντός της πΓΔΜ και η επίσκεψή του στους χώρους μνημεία-σύμβολα που συνδέονται είτε με το οθωμανικό παρελθόν είτε με τον ιδρυτή του τουρκικού κράτους Κεμάλ Ατατούρκ, όπως η στρατιωτική σχολή στο Μοναστήρι, έδωσε την ευκαιρία στην Άγκυρα να προσεγγίσει αυτό το ανθρώπινο στοιχείο και να του «μιλήσει στην καρδιά».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τέτοιου είδους επισκέψεις στις οποίες υπεισέρχεται το συναισθηματικό στοιχείο, αποπροσανατολίζουν σοβαρά τις εθνικές κοινότητες και ενίοτε, όταν προέρχονται από χώρες με αμφιλεγόμενες προθέσεις, όπως η Τουρκία (θυμηθείτε τη στάση της σε Αντιόχεια, Κύπρο, Θράκη, Βοσνία κ.ά.), παρεμποδίζουν την προσήλωσή τους στις αρχές διακυβέρνησης και τις πολιτικές ζυμώσεις της χώρας τους.

Όλα συνηγορούν στο γεγονός ότι η Άγκυρα προσπαθεί να δέσει στο άρμα της αυτήν την κοινότητα που θα αποτελέσει τον πυρήνα των επιχειρήσεών της. Απτό παράδειγμα είναι η στάση του τουρκικής καταγωγής σκοπιανού υπουργού Επικρατείας, Χαντί Νεζίρ, που έσπευσε να βεβαιώσει ότι δεν νιώθουν μόνοι στη χώρα τους, μιας και χαίρουν της υποστήριξης των εβδομήντα εκατομμυρίων της Ανατολίας! Μέσα στο ίδιο πνεύμα κινείται ασφαλώς και η εγκαινίαση των γραφείων της τοπικής οργάνωσης του τουρκικού Δημοκρατικού Κόμματος στα Σκόπια από τον Κιοκσάλ!

Όπου, όμως, το μειονοτικό στοιχείο απουσιάζει, η διείσδυση μέσω των πολιτισμικών σχέσεων προσλαμβάνει άλλες διαστάσεις. Η τουρκική παρουσία στο σκοπιανό και αλβανικό εκπαιδευτικό σύστημα διασφαλίζει την απευθείας προσέλκυση του σκοπιανού και αλβανικού στοιχείου. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω των λυκείων, που ανήκουν στις φιλεκπαιδευτικές εταιρείες της κοινότητας του Φετχουλάχ Γκιουλέν, που διαθέτει εκατοντάδες εκπαιδευτήρια στην Ευρασία. Στόχος τους είναι να παρέχουν πρότυπα ισλαμο-τουρκικής κουλτούρας και υψηλής στάθμης αγγλόφωνη και τουρκόφωνη εκπαίδευση σε στενή ομάδα παιδιών, τα οποία προορίζονται να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας τους. Έτσι, αναπαράγοντας τη συγκεκριμένη σχολή σκέψης, στοχεύουν να εξασφαλίσουν άμεσα την ευνοϊκή στάση των νέων γενεών προς τον τουρκικό κόσμο. Ο Κιοκσάλ επισκέφθηκε τα λύκεια της κοινότητας Γκιουλέν στα Στρούγκα (πΓΔΜ), αφιερωμένο στη μνήμη του ποιητή Γιαχιά Κεμάλ από τα Σκόπια, και στα Τίρανα, αφιερωμένο στη μνήμη του Τουργκούτ Οζάλ, για να εξάρει το έργο και τη σημασία τους για την Τουρκία. Δεν παρέλειψε, ακόμη, να επισκεφθεί και το Διεθνές Βαλκανικό Πανεπιστήμιο, που είναι επίσης προϊόν φετχουλαχικής εμπνεύσεως και που εδρεύει στα Σκόπια.

Η Τουρκία αποδίδει εξέχουσα σημασία σε αυτές τις δύο χώρες, καθώς κατέχουν κρίσιμη γεωστρατηγική θέση στα ηγεμονικά σχέδια που τρέφει η Άγκυρα στην περιοχή. Αιχμή του δόρατος στην πολιτική που ακολουθεί έναντι αυτών των κρατών είναι η πλεονεκτική θέση της στο πλαίσιο της Δυτικής Συμμαχίας, αλλά και το πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο εξάρτησης, κληρονομιά του οθωμανικού παρελθόντος. Σε αυτήν τη σχέση κέντρου προς περιφέρεια, που διέπεται από κάθετες δομές εξουσίας, η μικρή Αλβανία και η ανίσχυρη πΓΔΜ αποτελούν, με τις απαραίτητες ευλογίες της διεθνούς κοινότητας, πολύτιμοι κρίκοι στα μεγαλόπνοα τουρκικά σχέδια. Οι διευκολύνσεις που παρέχουν τα Τίρανα και τα Σκόπια στην Άγκυρα, βέβαια, δεν είναι άμοιρα ανταλλαγμάτων.

Η Τουρκία έχει το φιλόδοξο σχέδιο να διατηρήσει και να ισχυροποιήσει τη «ζώνη επιρροής» της ως μεγάλη ηγεμονική δύναμη στον χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, ενώ αυτές ελπίζουν στη στήριξη της Άγκυρας για την προώθηση των θέσεών τους στη διεθνή και περιφερειακή σκακιέρα, όπως την ένταξη τους στην ΕΕ ή το ΝΑΤΟ, κάτι που στην ουσία ενισχύει τον «τουρκικό συνασπισμό» στο σύνολό του.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 28 Δεκεμβρίου 2008

Για περισσότερα...

22/12/08

Ισλαμιστές και Κεμαλικοί διασταύρωσαν τα ξίφη τους στις πρυτανικές εκλογές του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης

Η επέλαση του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία συνεχίζεται με αμείωτη ένταση σε όλο το φάσμα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της γείτονος χώρας. Αυτό γίνεται ολοένα και πιο αισθητό στις τάξεις της τουρκικής πανεπιστημιακής κοινότητας, όπου οι Κεμαλιστές, ύστερα από κάθε αναμέτρηση, νιώθουν να στενεύει απειλητικά ο κλοιός γύρω τους.

Την εβδομάδα που κύλησε πραγματοποιήθηκαν οι πρυτανικές εκλογές στο Πανεπιστήμιο Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο, η διαδικασία ανάδειξης του πρύτανη είναι περίπλοκη και αντιβαίνει τους κανόνες της Δημοκρατίας. Ο πρύτανης δεν εκλέγεται, όπως θα ανέμενε κανείς από την παράταξη που θα εξασφάλιζε τις περισσότερους ψήφους. Σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία, οι έξι πρώτοι σε ψήφους υποψήφιοι θα γνωστοποιηθούν στο Συμβούλιο Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΥΟΚ), που αποτελεί κατάλοιπο του αντιδημοκρατικού Συντάγματος του 1982. Το τουρκικό Σύνταγμα προβλέπει ότι το ΥΟΚ, προφανώς μετά την ολοκλήρωση των απαραίτητων ερευνών για τη διαπίστωση του «κοινωνικού φρονήματος» των υποψηφίων, θα σχηματίσει λίστα με τα ονόματα των τριών καταλληλότερων και θα την υποβάλλει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Βάσει της λίστας αυτής, ο Πρόεδρος θα εγκρίνει το καταλληλότερο πρόσωπο για τη θέση του πρύτανη.

Τα αποτελέσματα των εκλογών για ορισμένους ήταν αναμενόμενα. Εμπνέουν, όμως, δικαιολογημένα και ανησυχία. Και αυτό γιατί, μολονότι οι Κεμαλιστές δεν απώλεσαν τα πρωτεία τους, οι υποψήφιοι των Ισλαμιστών αύξησαν επικίνδυνα τη δύναμή τους. Το εκλεκτορικό σώμα, που αποτελείτο από περίπου 2.500 καθηγητές, ψήφισε για 13 υποψηφίους, αρκετοί εκ των οποίων, όπως θέλει η παράδοση, είναι της Ιατρικής Σχολής. Πρώτος, λοιπόν, σε ψήφους αναδείχτηκε ο καθηγητής Αλί Άκγιουζ με 483 ψήφους. Ο δε συνυποψήφιός του για το χρίσμα καθηγητής Γιουνούς Σοϊλέτ συγκέντρωσε 467 και βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής. Η ιδιαιτερότητα του Σοϊλέτ έγκειται στο γεγονός, ότι είναι ο προσωπικός γιατρός του Ισλαμιστή πρωθυπουργού, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, και έως πρότινος μέλος του ΥΟΚ, από το οποίο παραιτήθηκε για να θέσει υποψηφιότητα στις πρυτανικές εκλογές. Οι υπόλοιποι καθηγητές που μπήκαν στην εξάδα είναι ο Μελίχ Μποϊντάκ (365), ο τέως υπουργός Επικρατείας με το Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας (ΑΝΑΡ) Αχάτ Άντιτζαν (328), ο Φαρούκ Έρζενγκιν (250) και ο Ερχούν Εγιούπογλου (181).

Το Πανεπιστήμιο της Πόλης παραμένει ένα από τα αδιαμφισβήτητα σύμβολα του Κεμαλισμού που εποφθαλμιούν εδώ και καιρό οι πολιτικοί τους αντίπαλοι. Η ιστορία του Πανεπιστημίου είναι συνυφασμένη, ως έναν βαθμό, με την εγκαθίδρυση του κεμαλικού καθεστώτος. Έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις προσπάθειες εκσυγχρονισμού της τουρκικής Πολιτείας κυρίως από τη δεκαετία του 1930 και εφεξής. Πολλοί το θεωρούσαν μάλιστα ισάξιο ενός υπουργείου. Έγινε, όμως, γνωστό ως το σύμβολο των δημοκρατικών αγώνων το 1960, όταν το φοιτητικό κίνημα, αντιτασσόμενο στο αυταρχικό καθεστώς του Αντνάν Μεντερές, προκάλεσε, λίγο μετά, την ανατροπή του από το στράτευμα. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, ο χώρος αυτός της διανόησης έγινε κοιτίδα νοοτροπίας δημοκρατικών διεκδικήσεων, καθώς και στόχος ακραίων ιδεολογιών. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι στους κόλπους του κυοφορεί, εδώ και δεκαετίες τώρα, το έμψυχο δυναμικό που τροφοδοτεί το κεμαλικό καθεστώς.

Συνεπώς, δεν είναι καθόλου δύσκολο να αντιληφθεί κανείς την αξία που αποδίδουν στο Πανεπιστήμιο και οι δύο παρατάξεις. Οι μεν κεμαλιστές εντείνουν την προσπάθειά τους ώστε να αποφύγουν την έξωση τους από τη διοίκηση που τους προσφέρει προνομιούχα θέση στην πανεπιστημιακή κοινότητα και όχι μόνον. Οι δε Ισλαμιστές βλέπουν το Πανεπιστήμιο ως ένα φρούριο της κεμαλικής διανόησης προς «εκπόρθηση». Τα ερωτήματα βέβαια που παραμένουν είναι πολλά. Το ΥΟΚ θα δώσει το «πράσινο φως» για τον υποψήφιο των Ισλαμιστών; Εάν, ναι, τότε για πόσο ακόμη θα συνεχίσει ο Πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιουλ να παριστάνει τον δημοκράτη; Θα μπορέσει άραγε να αντισταθεί στον πειρασμό να δώσει τέλος στον άφατο καημό των Ισλαμιστών, επιλέγοντας τον υποψήφιο τους για πρύτανη του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης;

Κ. Βοσπορίτης, ο νεότερος

Το Παρόν της Κυριακής - 21.12.2008

Για περισσότερα...

15/12/08

Η Τουρκία επιδιώκει αναβάθμισή της σε περιφερειακή υπερδύναμη

Η τουρκική διπλωματία διατηρεί αμείωτη την επιθυμία της να διαδραματίσει έναν διεθνή ρόλο ισάξιο μιας περιφερειακής υπερδύναμης. Προς την επίτευξη αυτής της αναβάθμισης, η Άγκυρα έχει επιδοθεί σε «διαμεσολαβητικό» ρόλο επίλυσης φλεγόντων ζητημάτων στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή, στον Καύκασο και στη Νοτιοδυτική Ασία. Μια τέτοια προσπάθεια σημειώθηκε προσφάτως στην Κωνσταντινούπολη, όπου φιλοξενήθηκε η Β΄ Σύνοδος Κορυφής των Προέδρων του Αφγανιστάν, του Πακιστάν και της Τουρκίας.

Πέρα από τις αντιξοότητες που μπορεί να επιφυλάσσει μια αρνητική εικόνα που, σχεδόν μονίμως, φέρει μαζί της στη διεθνή και ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, η Τουρκία καλείται να ανταποκριθεί στις ανάγκες αύξησης της ισχύς της στο διεθνές σύστημα. Απώτερος στόχος αυτού του εγχειρήματος είναι η αναβάθμισή της τουλάχιστον σε περιφερειακή υπερδύναμη που θα της δώσει το προνόμιο να διατηρεί εξαιρετικές σχέσεις με δυνάμεις παγκόσμιου βεληνεκούς. Εξάλλου, αναπάντεχα γεγονότα όπως, η εξασφάλιση της εκλογής της ως μη μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, η συμμετοχή της στη Σύνοδο των είκοσι ισχυρότερων βιομηχανικών και αναπτυσσόμενων χωρών του κόσμου (G-20) κ.λπ., έχουν δώσει στην Άγκυρα την απαραίτητη αυτοπεποίθηση να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι ανήμπορες χώρες που την περιβάλλουν και οι οποίες μαστίζονται από πολιτική και οικονομική αστάθεια ή βία, προσφέρονται για την εφαρμογή μιας πρωτόγνωρης επίθεσης «φιλίας», από την οποία η Τουρκία ευελπιστεί να έχει πολλαπλά οφέλη σε αντάλλαγμα των «καλών υπηρεσιών» που θα τις παρέχει χωρίς φειδώ. Η Άγκυρα είναι, δηλαδή, πρόθυμη να προσφέρει ένα είδους «προστασίας» στις ανίσχυρες χώρες της «ζώνης επιρροής» της έναντι των ισοδύναμων ή και ισχυρότερων αντιπάλων τους. Οι ασταθείς διεθνείς συγκυρίες συνήθως συνιστούν τον πολυτιμότερο αρωγό στις προσπάθειες της Τουρκίας, καθώς την επιτρέπουν να παριστάνει τον επιδιαιτητή υπό ευνοϊκές συνθήκες. Η τουρκική διπλωματία έχει προσφέρει διαμεσολάβηση στις εξής περιπτώσεις: Ραμάλα – Τελ-Αβίβ, Δαμασκός – Τελ-Αβίβ, Μπακού – Ερεβάν, Ισλαμαμπάντ – Νέου Δελχί, Καμπούλ – Ισλαμαμπάντ, Τιφλίδας – Μόσχας και Τεχεράνης – Ουάσιγκτον!

Υπό την σκιά των τρομοκρατικών επιθέσεων της Βομβάης, την περασμένη εβδομάδα, έφθασαν στην Τουρκία οι πρόεδροι του Αφγανιστάν Χαμίντ Καρζάϊ και του Πακιστάν Ασίφ Αλί Ζαρντάρι για να παρευρεθούν στη Β΄ Τριμερή Σύνοδο Κορυφής. Η πρωτοβουλία αυτή της Άγκυρας, βέβαια, δεν είναι νέα. Ξεκινάει τουλάχιστον πριν από δύο χρόνια με αφορμή τις διαφορές που προέκυψαν ανάμεσα στις δύο ασιατικές χώρες κατά την αντιμετώπιση της ισλαμικής τρομοκρατίας. Άλλωστε, η Τουρκία διατηρεί, παραδοσιακά, καλές σχέσεις και με τις δύο μουσουλμανικές χώρες. Ιδιαίτερα οι σχέσεις της με το Πακιστάν ξεπέρασαν κάθε προσδοκία κατά την προεδρία του Μουσάραφ, όταν δόθηκε ώθηση στη συνεργασία τους στον τομέα των πυρηνικών.

Οι τρείς πρόεδροι και ο τούρκος πρωθυπουργός Ρ. Τ. Έρντογαν, λοιπόν, διεξήγαγαν συζητήσεις στην Κωνσταντινούπολη για τα διεθνή και περιφερειακά θέματα και επικεντρώθηκαν στην διαδικασία τριμερούς συνεργασίας που εγκαινιάστηκε τον Απρίλιο 2007 στην Άγκυρα. Στην κοινή ανακοίνωση που εξέδωσαν τα μέρη κατέληξαν στην υιοθέτηση των προτάσεων της κοινής ομάδας εργασίας της 4ης Δεκεμβρίου 2008. Το πλαίσιο συνεργασίας προβλέπει την επιδίωξη ενός στενού διαλόγου βάσει επιτροπών που θα επιφορτιστούν με την συνεργασία στα εξής θέματα: α) Στην τριμερή στρατιωτική συνεργασία και εκπαίδευση, β) Στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του εμπορίου ναρκωτικών, γ) Στην Ενέργεια, δ) Στην εγκαινίαση διαύλων μεταφορών, ε) Στην ίδρυση βιομηχανικών ζωνών στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν, και στ) Στα προγράμματα εκπαίδευσης, υγείας και επαγγελματικής κατάρτισης.

Πίσω από μια φαινομενικά ασήμαντη συμφωνία συνεργασίας διακρίνεται, βέβαια, μια καλοσχεδιασμένη προσπάθεια προβολής της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή σε τρεις τομείς. Ο πρώτος έχει να κάνει με την καθαρά πολιτική πτυχή του πράγματος. Δόθηκε η εικόνα μιας χώρας ειρηνοποιού, πράγμα που αυξάνει το γόητρο της σε Ανατολή και Δύση. Συγκεκριμένα συμβάλλει στην αύξηση της επιρροής της Άγκυρας στις τριτοκοσμικές χώρες κυρίως της Ασίας και της Αφρικής, που μεταφράζεται σε ψήφους στον ΟΗΕ. Η «προσφορά» της, άλλωστε, επικροτήθηκε και από τον απερχόμενο «πλανητάρχη» που έσπευσε να συγχαρεί τον ισλαμιστή πρόεδρο Αμπ. Γκιούλ για τη συμβολή του στην αφγανοπακιστανική συνεργασία. Ο δεύτερος τομέας σχετίζεται με τα θέματα της Άμυνας και της Στρατηγικής. Η Άγκυρα εισέπραξε ακόμη μια αναγνώριση στον τομέα της στρατιωτικής συνεργασίας και αντιτρομοκρατίας, πράγμα που τη χρίζει πιο σημαντική στα μάτια των συμμάχων της. Αυτό έμμεσα ενισχύει τη θέση της στην επιχείρηση καταστολής του κουρδικού αγώνα. Τέλος, εξασφάλισε ευνοϊκούς όρους για την περαιτέρω διείσδυση τούρκων επιχειρηματιών στις πολυπληθείς αγορές της Νοτιοδυτικής Ασίας.

Τι ειρωνεία της τύχης να λάχει στην Τουρκία ο ρόλος του «διαμεσολαβητή» στις διευθετήσεις περιφερειακών συγκρούσεων, τη στιγμή που η ίδια καταπατά κατάφορα το Διεθνές Δίκαιο, διατηρώντας στρατό κατοχής στην Κύπρο, παραβιάζοντας καθημερινά το Αιγαίο και επεμβαίνοντας προκλητικά στη Δυτική Θράκη και στο Βόρειο Ιράκ!

Κ. Βοσπορίτης, ο νεότερος

Το Παρόν της Κυριακής - 14 Δεκεμβρίου 2008

Για περισσότερα...

7/12/08

Εργκένεκον και καταγγελίες περί «δημοσιογράφων-πρακτόρων» της ΜΙΤ

Με αφορμή τα στοιχεία που έφερε προσφάτως στο φως της δημοσιότητας ο ημερήσιος τουρκικός Τύπος για την ταυτότητα του Τουντζάϊ Γκιουνέϊ, ένα από τα πρόσωπα κλειδιά στην αποκάλυψη της παρακρατικής οργάνωσης Εργκένεκον, εγκαινιάστηκε ένας κύκλος καταγγελιών στη γείτονα για τις διασυνδέσεις του «βαθύ κράτους» με τον τουρκικό Τύπο. Οι αποκαλύψεις αυτές επιβεβαιώνουν την διείσδυση των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών (ΜΙΤ) στα δημοσιογραφικά συγκροτήματα της χώρας.

Την εβδομάδα που πέρασε, η Σαμπάχ αποκάλυψε ντοκουμέντα που εμφανίζουν τον Τουντζάϊ Γκιουνέϊ ως πράκτορα της ΜΙΤ. Από το έγγραφο προκύπτει ότι ο Γκιουνέϊ έφερε το κωδικό όνομα «Υπέκ» και απασχολούνταν στην υποδιεύθυνση Ιράν το 1997. Η ιστορία του Γκιουνέϊ είναι περίπλοκη και εν πολλοίς ανεξακρίβωτη. Από τα τέλη του 1980 έως το 1998, ο Γκιουνέϊ δημοσιογραφούσε σε ημερήσια φύλλα, όπως η Σαμπάχ, η Μιλιέτ, η Τερτζουμάν και η Ακσάμ, και σε τηλεοπτικά κανάλια, όπως το STV και το HBB. Η στρατολόγησή του από την ΜΙΤ υπολογίζεται ότι έγινε στις αρχές της δεκαετίας 1990. Με την ιδιότητα του δημοσιογράφου, ο Γκιουνέϊ έφερε σε πέρας αποστολές στη Μέση Ανατολή για λογαριασμό της ΜΙΤ. Κατόπιν εντολής, παρεισέφρησε στα άδυτα της παρακρατικής οργάνωσης Στρατηγείο Πληροφόρησης και Αντιτρομοκρατικού Αγώνα (JITEM), που ευθύνεται για χιλιάδες δολοφονίες στην Νοτιοανατολική Τουρκία. Η ένταξή του εξασφαλίστηκε, όπως όλα δείχνουν, από τον ιδρυτή της οργάνωσης Υποστράτηγο ε.α. Βελή Κιουτσούκ. Στις τάξεις του JITEM, ο Γκιουνέϊ διενεργούσε κατασκοπεία υπέρ της ΜΙΤ, όταν αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο «Σούρουρλουκ», στο οποίο οι πληροφορίες τον θέλουν να έχει προωθήσει, με την ιδιότητα του δημοσιογράφου, πλαστές φωτογραφίες πολιτικών προσώπων με κακοποιούς. Ο Γκιουνέϊ συλλαμβάνεται για παράνομη εμπορεία οχημάτων στις αρχές της νέας χιλιετηρίδας, οπότε και αποκαλύπτεται η ταυτότητά του. Από την κατάθεσή του προκύπτουν πολύτιμες πληροφορίες που σχετίζονται με την υπόθεση «Ουμράνιε» (εξάρθρωση παράνομου οπλοστασίου), που θα γίνει αιτία να αποκαλυφθεί η οργάνωση Εργκένεκον. Φοβούμενος ότι θα ακολουθήσουν αποκαλύψεις εις βάρος του JITEM, ο Κιουτσούκ φυγαδεύει τον Γκιουνέϊ στην Βόρεια Αμερική.

Το πέπλο μυστηρίου που καλύπτει τη δράση του Γκιουνέϊ μέλλει, βεβαίως, να αποκαλυφθεί εξολοκλήρου και να εξακριβωθεί. Ωστόσο, μετά την επίσημη ανακοίνωση της ΜΙΤ, ένα σημαντικό μέρος της ιστορίας φαίνεται ότι κυμαίνεται εντός των ορίων της πραγματικότητας. Σε Δελτίο Τύπου (26.11.2008) που εξέδωσε η ΜΙΤ, προς απάντηση στο δημοσίευμα της Σαμπάχ, δέχτηκε ότι πράγματι ανήκει σε αυτήν το εν λόγω έγγραφο! Διευκρινίζει δε ότι η Διεύθυνση Αντιτρομοκρατίας της ΜΙΤ έχει περιέλθει στα πλαίσια άλλου φορέα το 1997. Αρνείται, όμως, την σχέση της με τον Γκιουνέϊ, όπως ήταν αναμενόμενο.

Το γεγονός ότι ο Γκιουνέϊ στρατολογήθηκε από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, ενόσω ασκούσε το επάγγελμα του δημοσιογράφου, αποδεικνύει ακριβώς την προσπάθεια χαλιναγώγησης και άμεσου ελέγχου της «τέταρτης εξουσίας» με προοπτική να παίξει, όποτε παραστεί ανάγκη, τον ρόλο του Ιδεολογικού Μηχανισμού του Κράτους. Πρόκειται ουσιαστικά για την ανάγκη διατήρησης των καταπιεστικών και αυταρχικών δομών του σύγχρονου τουρκικού κράτους επί της εξελισσόμενης τουρκικής κοινωνίας, πράγμα που εξασφαλίζεται με την προσφυγή, υπό το κάλυμμα της «εθνικής ασφάλειας», σε υποχθόνιες μεθόδους που υπονομεύουν και ενίοτε αναστέλλουν την ανάπτυξη και ευόδωση ενός δημοκρατικού συστήματος διακυβέρνησης, που είναι και το επιθυμητό.

Οι αποκαλύψεις σχετικά με την διπλή ιδιότητα του Γκιουνέϊ είχαν ως συνέπεια να γίνουν και άλλες παρόμοιες αποκαλύψεις. Αξίζει να σημειωθεί η διαμάχη που ξέσπασε ανάμεσα στους ομίλους Ντογάν και Ζαμάν, εξαιτίας δημοσιεύματος στην Μιλιέτ που ήθελε τον Γκιουνέϊ να εμπλέκει τον ισλαμιστή Φετχουλάχ Γκιουλέν, που ζει αυτοεξόριστος στις ΗΠΑ, στην υπόθεση Εργκένεκον. Αλλά το κυριότερο είναι ότι επανήλθε στο προσκήνιο λίστα δημοσιογράφων-πρακτόρων της ΜΙΤ, που η ύπαρξή της ανέρχεται τουλάχιστον στην πρωθυπουργία του Μεσούτ Γιλμάζ στα τέλη της δεκαετίας 1990. Σε δημοσίευμα του στη Γιενί Σαφάκ (29.11.2008), ο Ταχά Κιβάντς (Φεχμί Κορού), υπενθυμίζει τις αποκαλύψεις που είχαν γίνει – εκτός των άλλων και από πρώην υψηλόβαθμα στελέχη της ΜΙΤ – επί του ίδιου θέματος το 2000 και σκιαγραφεί, δίχως όμως να τους κατονομάσει, τουλάχιστον δυο «συναδέλφους» του που υπηρετούν στη ΜΙΤ. Τελικά, η αποκάλυψη ήρθε λίγες μέρες αργότερα από τον Αλί Ατίφ Μπιρ της Μπούγκιουν (2.12.2008). Σε άρθρο του που κυκλοφόρησε με τίτλο ‘Η Εθνοσυνέλευση πρέπει να βάλει ένα τέλος στη ντροπή του «δημοσιογράφου-πράκτορα της ΜΙΤ»’, ο Μπιρ αποκάλυψε ότι οι δύο πράκτορες της ΜΙΤ είναι οι Φατίχ Αλταϊλί και Τουντζάϊ Οζκάν. Και πρόσθεσε ότι «Στις δημοκρατικές κοινωνίες είναι απαράδεκτο ένας πράκτορας να παριστάνει τον δημοσιογράφο. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να απαγορευθεί δια νόμου η χρησιμοποίηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος ως εργαλείο συλλογής πληροφοριών από την ΜΙΤ. Η Εθνοσυνέλευση πρέπει να διεξάγει προανάκριση για να αποκαλυφθούν όλοι οι δημοσιογράφοι που είναι στην υπηρεσία της ΜΙΤ. Και με τους νόμους που θα θεσπίσει να χρήσει την Τουρκία μια δημοκρατικότερη χώρα…».

Συνεπώς, μετά από τις αποκαλύψεις αυτές, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πολύ σοβαρότερα ο ρόλος των «διπλοθεσιτών πρακτόρων» στις τάξεις του τουρκικού Τύπου. Αφενός, γιατί παρεμβαίνουν στον πολιτικό βίο της χώρας, κατευθύνοντας την κοινή γνώμη και επηρεάζοντας την δημοκρατική πορεία της χώρας που προβλέπεται ούτως ή άλλως δυσοίωνοι (πρόσφατη έκθεση του αμερικανικού Εθνικού Συμβουλίου Πληροφοριών προέβλεψε την πλήρη επικράτηση των υπερεθνικιστών και των ισλαμιστών στην πολιτική σκηνή έως το 2025). Και αφετέρου, επειδή αποτελούν τα μοιραία όργανα που εκτελούν τις «ψυχολογικές επιχειρήσεις» κατά τις κρίσεις εσωτερικής πολιτικής που ενίοτε εξωτερικεύονται, πράγμα που έχει, πολύ συχνά, αρνητικές επιπτώσεις στα ζωτικά μας συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεότερος

Για περισσότερα...

1/12/08

Τουρκική διανόηση και χριστιανικές μειονότητες

Οι υποτιμητικές δηλώσεις που έκανε ο υπουργός Άμυνας, Βετζντί Γκιονούλ, προ δεκαπενθημέρου από τις Βρυξέλλες σχετικά με τις χριστιανικές μειονότητες της Τουρκίας και την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, έχουν τροφοδοτήσει μια γόνιμη συζήτηση στις τάξεις της τουρκικής διανόησης. Ωστόσο, προκαλεί ανησυχία η στάση των ισλαμιστών διανοουμένων που συνεχίζουν να υποστηρίζουν ορισμένες παραδοσιακές θέσεις του κεμαλικού κατεστημένου.
Η τουρκική πραγματικότητα βρίσκεται σε μία, κρίσιμης σημασίας, καμπή για τη δύσβατη πορεία εκδημοκρατισμού της χώρας. Προσπαθεί, αφενός, να εξοικειωθεί με το ισλαμικό παρόν, και αφετέρου, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της διεθνούς πραγματικότητας. Στην προσπάθειά της να βρει την ταυτότητα της και να ισορροπήσει έρχεται αντιμέτωπη ολοένα και περισσότερο με το παρελθόν της. Οι Νεοτουρκικές ρίζες του κεμαλικού κινήματος που έθεσε τα θεμέλια του σύγχρονου κράτους-έθνους, βρίσκονται αναπόφευκτα στο επίκεντρο αυτής της συζήτησης. Με αφορμή, λοιπόν, τις δηλώσεις του υπουργού, εγκαινιάστηκε, όπως όλα δείχνουν -επιτέλους- μια αξιόλογη, για τα τουρκικά δεδομένα, συζήτηση στον Τύπο για την τύχη των μη μουσουλμανικών και μη τουρκικών μειονοτήτων της Τουρκίας.

Στη συζήτηση αυτή συμμετείχε σχεδόν όλο το φάσμα της τουρκικής διανόησης. Την αρχή την έκαναν πρόσωπα όπως ο Μπασκίν Οράν και ο Ντογού Εργκίλ, αμφότεροι καθηγητές Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας, κατακρίνοντας τις δηλώσεις του Γκιονούλ. Ο Οράν υπογράμμισε ότι η ανταλλαγή του 1923 ήταν εθνική και θρησκευτική κάθαρση και ότι, ως απόρροια όσων μεσολάβησαν, το τουρκικό έθνος δεν ανέχεται πια κανέναν άλλον πέραν των μουσουλμάνων τούρκων (Βατάν 11.11.2008 και Μπιρ Γκιουν 12.11.2008). Ενώ ο Εργκίλ επέστησε την προσοχή στον κίνδυνο που παραμονεύει από τις συνέπειες αυτού του μεροληπτικού πνεύματος που ωθεί τα μέλη της κοινωνίας σε σύγκρουση, που υποστηρίζει την εθνική κάθαρση και προβάλλει την εθνική ομοιογένεια (Βατάν 11.11.2008). Ακολούθησαν άλλοι συνάδελφοί τους, όπως ο Ονούρ Γιλντιρίμ, καθηγητής Οικονομολογίας στο Πολυτεχνείο Μέσης Ανατολής. Με συνέντευξή του στην ημερήσια «Σαμπάχ» (17.11.2008), ο Γιλντιρίμ, αφού τόνισε, πρώτα απ' όλα, ότι στο Διεθνές Δίκαιο η ανταλλαγή πληθυσμών θεωρείται εθνοκάθαρση, έκανε μια εκτενή αναφορά στις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η ανταλλαγή των χριστιανικών πληθυσμών της δυτικής Μικράς Ασίας. Δεν δίστασε να αναφέρει, φερ' ειπείν, ότι στο κλίμα τρομοκρατίας, που προϋπήρχε ήδη από τον καιρό των Νεοτούρκων, τουλάχιστον ένας στους τέσσερις Έλληνες απεβίωσε στα «στρατόπεδα συγκέντρωσης» (sic) που είχαν στηθεί στην Προποντίδα κατά την ανταλλαγή. Και συνέχισε καταλήγοντας, ως πιο ειδικός, στο ότι η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας καθυστέρησε τουλάχιστον για μία πεντηκονταετία εξαιτίας της αποκλήρωσης του χριστιανικού στοιχείου που αποτελούσε τη μεσαία επιχειρηματική τάξη της χώρας. Από τη μεριά του, ο Χαλίλ Μπερκτάι, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Σαμπαντζί, με άρθρο του στην «Ταράφ» (20.11.2008) καυτηρίασε τη στρατηγική οικοδόμησης του τουρκικού έθνους πάνω στον φόβο και το μίσος του εθνικού και θρησκευτικού «άλλου». Στη συζήτηση συμμετείχαν και έγκριτοι δημοσιογράφοι, όπως οι Αλί Μπαϊράμογλου και Κιουρσάτ Μπουμίν, που με άρθρα τους στη «Γιενί Σαφάκ» (12.11.2008) έσπευσαν να κατακρίνουν αμέσως τη στάση της κυβέρνησης στα μειονοτικά θέματα.

Από την άλλη, σε ένα τόσο λεπτό ζήτημα που αγγίζει πανανθρώπινες αξίες, δεν έλειψαν και οι παραφωνίες. Σε μια υποψήφια χώρα για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως η Τουρκία, υπάρχουν διανοούμενοι - και δεν είναι λίγοι - που προσπάθησαν να δικαιολογήσουν στην ουσία τα σφάλματα του παρελθόντος. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του ισλαμιστή ιδεολόγου Αλί Μπουλάτς, που αρθρογραφεί στη «Ζαμάν» του Φετχουλάχ Γκιουλέν και που η άποψή του έχει βαρύνουσα σημασία, καθώς επηρεάζει έως ενός σημείου τους κυβερνώντες σήμερα. Σε μια σειρά από άρθρα («Η χώρα των διωκτών», 15.11.2008 - «Η ανταλλαγή α΄», 17.11.2008 - «Η ανταλλαγή β΄», 19.11.2008 - «Το αντίτιμο της ανταλλαγής», 22.11.2008), ο Μπουλάτς προσεγγίζει το ζήτημα της ανταλλαγής και της επικρατούσας νοοτροπίας που όρισε την τύχη των μειονοτήτων στην Τουρκία από μια πρωτάκουστη σκοπιά στην οποία αξίζει να αναφερθούμε. Κατακρίνει τη βία που ασκήθηκε και ασκείται ακόμη στις χριστιανικές μειονότητες. Δέχεται επίσης ότι η Τουρκία είναι η πιο αφιλόξενη χώρα (πλην της Σ. Αραβίας) στον ισλαμικό κόσμο για τις χριστιανικές μειονότητες, καθώς θεωρείται, όσο μικρές κι αν είναι, πως την απειλούν! Διακατέχεται, όμως, από μια αντιπολιτευτική διάθεση προς την κεμαλική ιδεολογία, που δημιούργησε το κράτος-έθνος. Έτσι, υποστηρίζει, όχι μόνο την αθωότητα του Γκιονούλ, αλλά και την ισλαμική ιδεολογία που πρεσβεύει η κυβέρνηση. Συγκλίνει ακόμη στην άποψη ότι οι χριστιανικές μειονότητες ήταν τα θύματα μιας προσπάθειας για τη δημιουργία εθνικής οικονομίας. Θεωρεί, λοιπόν, υπεύθυνη πρωτίστως τη διαδικασία οικοδόμησης κράτους - έθνους για τα δεινά που υπέστησαν οι χριστιανικές μειονότητες και απορρίπτει την περίπτωση στρατιωτικών ή άλλων λόγων. Έτσι, προωθεί την ιδέα ότι το Ισλάμ δεν φέρει καμιά ευθύνη στα όσα δραματικά συνέβησαν! Διακρίνουμε, όμως, μια αντίφαση σε όσα ο ίδιος λέει, καθώς η επιρροή του κλασικού συστήματος των θρησκευτικών εθνοτήτων (μιλέτ) την εποχή εκείνη εξακολουθούσε να είναι μεγάλη και σίγουρα ίσχυε - κυρίως στις διακοινοτικές σχέσεις - πολύ περισσότερο για τους μουσουλμάνους απ' ό,τι για τους χριστιανούς! Οι Τούρκοι, δηλαδή, στην συντριπτική πλειοψηφία δεν είχαν απολέσει ακόμη την κοινοτική (μουσουλμανική) τους δομή και ταυτότητα. Άλλωστε, η ανταλλαγή συνιστά, όπως υποστηρίζει και ο ίδιος, κύρια πράξη οικοδόμησης του εκκολαπτόμενου εκείνη τη στιγμή κράτους-έθνους. Κινούμενος προς αυτήν την κατεύθυνση, αρνείται την πράξη της γενοκτονίας, θεωρώντας ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις όταν τα δύο μέρη είναι, όπως υποστηρίζει, σε εμπόλεμη κατάσταση! Παρέχει, λοιπόν, άλλοθι, χωρίς όμως να το ομολογήσει, για τη διεξαγωγή «δίκαιου πολέμου» που κατά το μουσουλμανικό σιγιάρ (δίκαιο πολέμου) σημαίνει αγώνας κατά των απίστων. Σε ένα βήμα παραπέρα, δεν διστάζει να υποστηρίξει ότι προηγήθηκε πρόκληση εκ μέρους των χριστιανών, καθώς η προϊστορία ήταν εις βάρος των μουσουλμάνων που εκδιώχθηκαν από τα Βαλκάνια (μουχατζίρ) κατά την υποχώρηση των Οθωμανών! Υποστηρίζει δε ότι η ιδέα της ανταλλαγής ήταν σχέδιο της διεθνούς κοινότητας! Συνεχίζει καταγγέλλοντας το σχέδιο εκτουρκισμού των μουσουλμανικών πληθυσμών της Ανατολίας διά του διωγμού και της ανταλλαγής του χριστιανικού στοιχείου, καθώς θεωρεί ότι μόνον οι μουσουλμάνοι θα μπορούσαν να εκτουρκιστούν! Τέλος, εκφράζει την άποψη - ευχολόγιο ότι στην περίπτωση που είχαν παραμείνει οι μη-μουσουλμάνοι στη Μικρά Ασία - προφανώς υπό καθεστώς ομηρίας - τότε θα είχε διατηρηθεί ακμαίο το μουσουλμανικό φρόνημα των λαών της Ανατολίας, διασφαλίζοντας έτσι ένα ιδανικό μοντέλο συνύπαρξης στη σύγχρονη εποχή! Είναι εξόφθαλμο ότι οι ισλαμιστές κι όταν ακόμη βάλλουν κατά της επίσημης ιστορικής θεώρησης των πραγμάτων, δεν παύουν να μεροληπτούν και να προωθούν απόψεις που υποστηρίζουν τα δικά τους κοινωνικό-πολιτικά σχέδια.

Απόψεις, που υποστηρίζουν το πνεύμα που υπαγόρευσε στον Γκιονούλ να κάνει τις γνωστές δηλώσεις εκφράστηκαν και από άλλους, όπως ο Ταχά Ακγιόλ («Μιλιέτ» 25.11.2008), ο οποίος χρησιμοποιεί το επιχείρημα «οι άλλοι ξεκίνησαν πρώτα» και ότι αυτοί φέρουν την ευθύνη! Στην προσπάθειά του αυτή δεν λησμονεί να παραπέμψει στις θέσεις που εξέφρασαν στα βιβλία τους «οι ημέτεροι» Χερκούλ Μιλάς και Χρίστος Χριστοδούλου. Ένας άλλος που κινείται στο ίδιο μήκος κύματος είναι ο ερευνητής Ριφάτ Μπαλί («Χουριέτ» 23.11.2008). Αυτός προσπαθεί να αποσυνδέσει όσα υπέστησαν οι χριστιανοί επί των Νεοτούρκων και του μονοκομματισμού από εκείνα της μετα-Κεμάλ εποχής (Φόρος Περιουσίας, Πογκρόμ 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955, Απελάσεις, κ.λπ.), τα οποία τα αποδίδει στα αμυντικά αντανακλαστικά του κράτους!

Από τα παραπάνω, διαπιστώνει, λοιπόν, κανείς τουλάχιστον δύο πράγματα. Πρώτον, ότι οι χριστιανικές μειονότητες της Μικράς Ασίας συντελούν, εν τη απουσία τους, στον εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος της Τουρκίας έως τις μέρες μας. Και δεύτερον, ότι κατά παράδοξο τρόπο, ένα θέμα που μας αφορά άμεσα, καθώς σχετίζεται με τις δραματικές εκείνες στιγμές του ξεριζωμού του Ελληνισμού από τις πατρογονικές του εστίες στη Μικρά Ασία και της συρρίκνωσής του στον ελλαδικό χώρο, συζητείται με αξιοπρόσεκτη ένταση στην Τουρκία, όπου ο αριθμός των υπέρμαχων της ιστορικής αλήθειας και των αυτονόητων δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητος. Ε, λοιπόν, και στα δικά μας!

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

To Παρόν της Κυριακής - 30 Νοεμβρίου 2008

Για περισσότερα...

24/11/08

Ανύπαρκτο κράτος Δικαίου στην Τουρκία και στροφή ΑΚΡ στον εθνικισμό

Βάσει του αναθεωρημένου άρθρου 301 αποφασίστηκε η εκδίκαση 47 υποθέσεων από τα Ποινικά Δικαστήρια

Η απομάκρυνση της Τουρκίας από τους ευρωπαϊκούς της στόχους συνεχίζεται ολοταχώς. Με απόφασή του, ο υπουργός Δικαιοσύνης Μεχμέτ Αλί Σαχίν ενέκρινε την παραπομπή προς εκδίκαση από τα Ποινικά Δικαστήρια 47 υποθέσεων βάσει του άρθρου 301 του τουρκικού ποινικού κώδικα.

Το άρθρο 301 συνιστά πραγματική τροχοπέδη στον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, καθώς αποτελεί πολύτιμο εργαλείο στα χέρια του καθεστώτος, που το χρησιμοποιεί για να αποστομώσει κάθε δημοκρατική φωνή. Η κατάργηση του συγκεκριμένου άρθρου αποτελεί μόνιμη απαίτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως προκύπτει από τις ετήσιες εκθέσεις προόδου για την Τουρκία.

Η απριλιανή τροποποίηση του άρθρου 301, που καθορίζει τις περιπτώσεις εξύβρισης του «τουρκικού έθνους, της Τουρκικής Δημοκρατίας και των θεσμών και οργάνων του κράτους», προβλέπει υπουργική απόφαση για την εκδίκαση μιας υπόθεσης από τη Δικαιοσύνη.
Η «ρύθμιση» αυτή, την οποία προέκρινε η κυβέρνηση, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να περιπλέκει έτι περισσότερο τα πράγματα, καθώς παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Νομιμοποιείται, δηλαδή, η παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στη δικαστική, πράγμα που αποδυναμώνει περαιτέρω την ήδη κρίσιμη κατάσταση της τουρκικής Δικαιοσύνης.

Πριν συμπληρωθεί, λοιπόν, μία εβδομάδα από τις δηλώσεις του υπουργού Β. Γκιονούλ, που προκάλεσαν αγανάκτηση ακόμη και σε μέρος της τουρκικής διανόησης, τη σκυτάλη πήρε αυτήν τη φορά ο υπουργός Μ. Α. Σαχίν, που τήρησε μια μεροληπτική στάση στην εξέταση της περίπτωσης του τούρκου συγγραφέα Γιασάρ Ντεμίρερ. Ο Ντεμίρερ κατηγορείται για τις δηλώσεις που είχε κάνει μετά τη δολοφονία του Χραντ Ντινκ και έχουν ως εξής:

«Έχει γίνει μια γενοκτονία στην ιστορία μας, η γενοκτονία των Αρμενίων. Ο Χραντ μας διηγήθηκε αυτή την αλήθεια με κόστος τη ζωή του. Παρανομώ και καλώ τους πάντες να παρανομήσουν. Εκείνοι που δεν παρανομούν έναντι του δολοφόνου κράτους είναι συνυπεύθυνοι στη δολοφονία του Χραντ. Πρέπει να παρανομήσουμε για να μην επαναληφθούν σήμερα στους κούρδους αδερφούς μας όσα συνέβησαν εχτές στους αρμένιους αδερφούς μας».(«Σαμπάχ» 17/11/2008)

Με τη δήλωση του αυτή, ο Ντεμίρερ ουσιαστικά έβαλε κατά των θεμελίων του τουρκικού εθνικισμού.

Κατόπιν εξέτασης 263 υποθέσεων (από τις 381), ο Σαχίν αποφάσισε ότι οι 47, μία εκ των οποίων ήταν αυτή του Ντεμίρερ, εμπίπτουν στην περίπτωση του άρθρου 301 και διέταξε την εκδίκασή τους από τη Δικαιοσύνη. Σχολιάζοντας δε τους επικριτές του, ο Σαχίν, δίχως καμία συστολή, υπεραμύνθηκε της απόφασής του, λέγοντας ότι «δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να κατηγορήσει το κράτος μου ως δολοφόνο» και ότι τα όσα είπε ο Ντεμίρερ δεν εμπίπτουν στο δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, καθότι εξυβρίζουν το κράτος.

Πάντως οι υπέρμαχοι των δημοκρατικών θεσμών στην Τουρκία δεν έχασαν την ευκαιρία να κατηγορήσουν τον υπουργό ότι, με τις δηλώσεις του αυτές, παραβίασε κατάφωρα τα άρθρα 277 και 288 του τουρκικού ποινικού κώδικα περί της άσκησης επιρροής και παρέμβασης στο έργο της Δικαιοσύνης.

Ο Ντεμίρερ δεν είναι παρά ένας από τους χιλιάδες συγγραφείς, δημοσιογράφους, καλλιτέχνες κ.λπ. της Τουρκίας που διώκονται βάσει του άρθρου 301 με την κατηγορία της εξύβρισης του τουρκικού κράτους-έθνους. Μία από τις περιπτώσεις αυτές είναι και εκείνη του Τανέρ Ακτσάμ. Πρόκειται για την περίπτωση γνωστού τούρκου καθηγητή που καταδικάστηκε βάσει του άρθρου 301 για τις μελέτες του στο Αρμενικό. Αναγκάστηκε να προσφύγει στο ΕΔΑΔ, το οποίο προσφάτως ζήτησε από το τουρκικό κράτος διευκρινίσεις περί των εννοιών του «τουρκισμού» και του «τουρκικού έθνους».

Υπάρχουν όμως και άλλοι, όπως ο Μεχμέτ Παμάκ και ο Γιουσούφ Τανρίβερντι, συνδικαλιστές του τομέα της εκπαίδευσης, που στάθηκαν πιο τυχεροί, καθώς φαίνεται ότι οι ανακοινώσεις τους με θέμα «Επίσημη ιδεολογία, εκπαιδευτικό σύστημα και θρησκευτική εκπαίδευση» έπαψαν να θεωρούνται, χάρη στην κρίση του υπουργού, υβριστικές της Τουρκικής Δημοκρατίας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση του ΑΚΡ έχει κάνει στροφή προς τον εθνικισμό. Η γενικότερη αλλαγή στρατηγικής των ισλαμιστών, όμως, έδωσε αφορμή σε παράλληλες τραγελαφικές καταστάσεις, καθώς ο υπερεθνικιστής Ντεβλέτ Μπαχτσελή, με τη δήλωσή του απευθυνόμενος στις μειονότητες τις κάλεσε να μείνουν στην Τουρκία «κι αν ακόμα δεν τους αρέσει», διαχωρίζοντας έτσι τη θέση του από εκείνη του πρωθυπουργού Ερντογάν, που τις είχε καλέσει να εγκαταλείψουν τη χώρα αν αυτή δεν τους αρέσει! Έτσι έχουμε το οξύμωρο σχήμα ο Μπαχτσελή να αυτοπροβάλλεται ως υπερασπιστής των μειονοτικών δικαιωμάτων και της δημοκρατίας!

Ανεξάρτητα από το αν η απομάκρυνση της Άγκυρας από την ΕΕ θεωρείται πρόσκαιρη και οφείλεται μάλλον σε πολιτικές σκοπιμότητες, όπως είναι οι δημοτικές εκλογές της προσεχούς άνοιξης (και στην Τουρκία η ψηφοθηρία γίνεται με όξυνση κατά την προεκλογική περίοδο της εθνικιστικής υστερίας), η περίπλοκη διεθνής συγκυρία επιβάλλει στους ευρωπαίους εταίρους, αλλά και στην ίδια τη Δυτική Συμμαχία περισσότερο σκεπτικισμό στην αντιμετώπιση της Τουρκίας, παραμερίζοντας τα ειδικότερα συμφέροντά τους μπροστά στην ασύστολη και προπετή καταπάτηση των ευρωπαϊκών και πανανθρώπινων αξιών.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 23 Νοεμβρίου 2008

Για περισσότερα...

17/11/08

Η μη ευρωπαϊκή όψη της τουρκικής πραγματικότητας

Αλεβίδες και χριστιανικές μειονότητες αντιμέτωποι με το κράτος-έθνος

Όλες οι ενδείξεις συνηγορούν στο ότι η Τουρκία αλλάζει όψη και απομακρύνεται με σταθερούς ρυθμούς από την ευρωπαϊκή της πορεία. Δύο γεγονότα που διαδραματίστηκαν την περασμένη εβδομάδα, το συλλαλητήριο των Αλεβίδων στην Άγκυρα και οι ακραίες δηλώσεις του Βετζντί Γκιονούλ, ενισχύουν αυτήν την άποψη. Η εντύπωση που αποκομίζει κανείς από τα εν λόγω συμβάντα είναι ότι το τουρκικό πολιτικό σύστημα επιστρέφει ολοταχώς στις ιδεολογικοπολιτικές του ρίζες, από τις οποίες και «αναδύθηκε». Εάν η διαπίστωση ευσταθεί, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η ουσία της τουρκικής πολιτικής ανέκαθεν ήταν αυτή που είναι και τώρα, βάσιμες είναι τότε οι φοβίες ότι οι όψεις τις οποίες περιβάλλεται η εξουσία δεν μπορούν να είναι παρά φενάκη.

Η εβδομάδα που κύλησε ήταν μια καλή ευκαιρία για τους παρατηρητές να διαπιστώσουν την άλλη όψη της Τουρκίας. Μια όψη που απέχει κατά πολύ από την καλοστημένη βιτρίνα που μπορεί να θαυμάσει κανείς στον Βόσπορο. Το άλλο πρόσωπο της Τουρκίας, βέβαια, μας είναι καθ' όλα γνωστό. Χαράχτηκε στις μνήμες μας κυρίως κατά το σχέδιο κατασκευής του τουρκικού έθνους. Μια προσπάθεια «οικοδόμησης» του τουρκικού κράτους-έθνους σύμφωνα με την οποία η δημιουργία της ταυτότητας είχε σχεδιαστεί έναντι του γηγενούς μη-τουρκικού και μη-μουσουλμανικού «άλλου», με αποτέλεσμα την αποκλήρωση του μειονοτικού στοιχείου. Η νοοτροπία αυτή παρατηρείται όλο και πιο έντονα στις μέρες μας με την αποστροφή του κράτους προς τις εθνικές και θρησκευτικές του μειονότητες. Το σήμα το έδωσε μάλιστα ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατά την περιοδεία του στις νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας, στις αρχές Νοεμβρίου, με αφορμή τις αναταραχές που σημειώθηκαν στις τάξεις του κουρδικού στοιχείου. Με δήλωσή του, λοιπόν, καλούσε όσους αντιτίθενται στην ιδέα «ενός έθνους, μίας σημαίας, μίας πατρίδας, μίας χώρας», να εγκαταλείψουν την Τουρκία γιατί «δεν έχουν θέση» σ' αυτήν!

Μετά τους Κούρδους, που διαμαρτυρήθηκαν έντονα για τις πιέσεις που τους ασκούνται, αυτήν τη φορά ήρθε η σειρά των Αλεβίδων. Την περασμένη Κυριακή, σε συλλαλητήριο που πραγματοποιήθηκε στην Άγκυρα, περίπου 50.000 άτομα διεκδίκησαν τα θρησκευτικά τους δικαιώματα. Στο επίκεντρο των αιτημάτων τους βρέθηκε η Προεδρία Θρησκευτικών Υποθέσεων (Ντιανέτ), που ακολουθεί μια πολιτική αφομοίωσής τους. Ως γνωστόν, οι Αλεβίδες δεν ανήκουν στο σουνιτικό Ισλάμ και στη νομική σχολή Χανεφί, στην οποία ανήκουν οι Τούρκοι, αλλά ούτε ακριβώς και στο σιιτικό Ισλάμ, με το οποίο έχουν αρκετά κοινά στοιχεία. Διεκδίκησαν λοιπόν από το κράτος να απαλλαγούν από τα δεσμά του Ντιανέτ, που αρνείται να διευθετήσει τις εκκρεμότητες των κοινοτήτων τους. Ζήτησαν συγκεκριμένα να αναγνωριστεί στα Τζεμ Εβί (χώρους λατρείας) το καθεστώς οίκου λατρείας, να καταργηθεί η υποχρεωτική διδασκαλία των Θρησκευτικών, να σταματήσουν να κτίζονται τζαμιά και να διορίζονται ιμάμηδες στα χωριά τους, να γίνει μουσείο το ξενοδοχείο Μάντιμακ όπου είχαν δολοφονηθεί Αλεβίδες διανοούμενοι το 1993 κ.λπ. Στα αιτήματα αυτά απάντησε εκ μέρους της κυβέρνησης ο Μουσταφά Γιαζιτζίογλου, υπουργός Επικρατείας, υπεύθυνος για θέματα τουρκικού κόσμου και Ντιανέτ, χαρακτηρίζοντάς τα ακραία. Ο υπουργός, που διετέλεσε και πρόεδρος του Ντιανέτ, στην επιχειρηματολογία του πήγε ακόμη παραπέρα, σημειώνοντας -ουσιαστικά ομολόγησε- ότι το Ντιανέτ, για το οποίο τόσο γίνεται λόγος, δεν είναι παρά η συνέχεια του θεσμού του Σεϊχουλισλάμη επί οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αποτελεί, δηλαδή, αναπόσπαστο κομμάτι των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους.

Στον ίδιο περίπου τόνο ήταν και οι δηλώσεις του Βετζντί Γκιονούλ, υπουργού Άμυνας, που σε εκδήλωση στην τουρκική πρεσβεία των Βρυξελλών όπου βρισκόταν, υπερθεμάτισε όσον αφορά την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας χαρακτηρίζοντάς την κορυφαία πράξη στον δρόμο προς την ίδρυση του τουρκικού έθνους. Αναρωτήθηκε συγκεκριμένα για την τύχη των Τούρκων εάν δεν είχαν εκδιωχθεί οι Έλληνες και οι Αρμένιοι από τη Μικρά Ασία. Έφτασε δε στο σημείο να κατηγορήσει τους Αρμένιους και τους Έλληνες ότι έχουν ενεργό ανάμιξη στα γεγονότα που διαδραματίζονται στη νοτιοανατολική Τουρκία σήμερα!

Ευελπιστούμε ότι τέτοιου είδους δηλώσεις που εκφράζονται από τα πλέον επίσημα χείλη της γείτονος (ένας μάλιστα εκ των επισήμων αυτών φιλοξενήθηκε πρόσφατα στη χώρα μας) θα δώσουν μια ιδέα στους ανυποψίαστους περί την πολιτική «ισοπολιτεία» -σημαντικό κριτήριο για την ένταξη στην ΕΕ- που εφαρμόζει η Τουρκία στους πολίτες της. Ας πάρει λοιπόν θέση ο τούρκος πρωθυπουργός, που τήρησε σιγήν ιχθύος, εάν θέλει να αποδείξει το αντίθετο, και να αντικαταστήσει αμέσως τον Β. Γκιονούλ με αρμένιο ή έλληνα πολίτη της Τουρκίας, έστω και για μία μέρα, εις ένδειξη καλής πίστης.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος
kbocporitis.jr(at)gmail.com

Το Παρόν της Κυριακής - 16 Νοεμβρίου 2008

Για περισσότερα...

10/11/08

Τουρκία και νέο φόρουμ συνεργασίας «Ένωση για τη Μεσόγειο»

Η Άγκυρα διεκδικεί θέση αναπληρωτή γενικού γραμματέα

Στην πρόσφατη Σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών της «Διαδικασίας της Βαρκελώνης - Ένωση για τη Μεσόγειο», η Άγκυρα επιδίωξε με συνέπεια τη διαφύλαξη των εθνικών της συμφερόντων. Διατύπωσε αξιώσεις τέτοιες ώστε να στερεώσει τη θέση της στον υπό σύσταση θεσμό που θα διασφάλιζαν τα συμφέροντά της και θα προστάτευαν την πορεία της προς την ευρωπαϊκή ένταξη.

Το νέο φόρουμ «Ένωση για τη Μεσόγειο», στο οποίο θα συμμετάσχουν κράτη της Μεσογείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας που ξεκινά από τον γαλλογερμανικό συμβιβασμό που επιτεύχθηκε τον περασμένο Μάρτιο. Σύμφωνα με αυτόν τον συμβιβασμό, το γαλλικής εμπνεύσεως σχέδιο για τη σύσταση μιας Μεσογειακής Ένωσης εντάχθηκε στα κοινοτικά προγράμματα για να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγκρουση με τα υφιστάμενα πλαίσια ευρωμεσογειακής συνεργασίας (Διαδικασία της Βαρκελώνης, Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας κ.λπ.).

Η Τουρκία τήρησε εξαρχής μια εξαιρετικά διστακτική στάση έναντι του σχεδίου της Μεσογειακής Ένωσης, η πατρότητα του οποίου ανήκει στον γάλλο Πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί, καθώς αυτό είχε παρουσιαστεί ως εναλλακτική λύση για την ενταξιακή της πορεία στην ΕΕ. Στα μάτια της Άγκυρας η γαλλική πρόταση ισοδυναμούσε μ' ένα απαξιωτικό σχέδιο που προσέβαλε την τουρκική διπλωματία και το κυριότερο έθετε σε κίνδυνο την κεμαλική ιδεολογία, χάρη στην οποία η χώρα διεκδικεί διακαώς μια θέση στη Δύση.

Η Σύνοδος Υπουργών που συνήλθε στη Μασσαλία (3-4 Νοεμβρίου) στόχευε να σημειώσει ακόμη ένα βήμα προόδου στην ευρωμεσογειακή συνεργασία και να θέσει τις βάσεις ενός νέου Θεσμού, όπως προβλεπόταν από τη Σύνοδο Κορυφής των Αρχηγών Κρατών των Ευρωπαϊκών και Μεσογειακών Χωρών που έλαβε χώρα στο Παρίσι τον Ιούλιο του 2008. Ορισμένα από τα σημαντικά ζητήματα για τα οποία είχαν κληθεί να αποφανθούν οι υπουργοί ήταν η συμμετοχή του Αραβικού Συνδέσμου στις εργασίες ως παρατηρητή, η επιλογή της πόλης που θα φιλοξενήσει τη γραμματεία του νέου θεσμού, ο ορισμός του γενικού γραμματέα και των αναπληρωτών του, καθώς και ο καθορισμός των τομέων συνεργασίας. Από τις διαβουλεύσεις επί του θέματος του Αραβικού Συνδέσμου προέκυψαν πέντε αναπληρωτές γενικοί γραμματείς με τριετή θητεία. Για την πρώτη θητεία οι αναπληρωτές θα προέρχονται από την Ιταλία, τη Μάλτα, την Ελλάδα, την Παλαιστινιακή Αρχή και το Ισραήλ, ως αντάλλαγμα για την υποχώρησή του.

Η Τουρκία, εμφανώς επηρεασμένη από την πρόσφατη εκλογή της στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (2009-2011), έθεσε μια σειρά από ζητήματα. Μια από τις απαιτήσεις της ήταν να αυξηθούν οι θέσεις των αναπληρωτών από πέντε σε έξι, την οποία και διεκδικεί.

Στην περίπτωση που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί το αίτημά της, ζητά τον ορισμό ενός και μοναδικού αναπληρωτή. Ο Μπερνάρ Κουσνέρ υποσχέθηκε στην Άγκυρα ότι θα εξετάσει την πρότασή της. Το σκεπτικό που κρύβεται πίσω από την τουρκική πρόταση είναι, καθώς φαίνεται, η φοβία της Τουρκίας να μένει εκτός των πολιτικών σχημάτων στα οποία συμμετέχουν ενεργά η Ελλάδα και η Κύπρος. Έτσι, η Άγκυρα πιέζει να καταργηθούν οι επιπλέον θέσεις αναπληρωτών, εφόσον δεν θα έχει και η ίδια μία για να υπερασπίζεται τα συμφέροντά της. Αυτό το συλλογιστικό το συναντάμε και στις θέσεις που ανέπτυξε η τουρκική αντιπροσωπεία για τον χαρακτήρα των σχεδίων συνεργασίας.

Η Τουρκία, πράγματι, διεκδίκησε να έχουν τα σχέδια συνεργασίας έναν πολυμερή χαρακτήρα, καθώς και το δικαίωμα αρνησικυρίας, ούτως ώστε να μπορέσει να υπερασπιστεί τα εθνικά της συμφέροντα κυρίως σε σχέση με το Κυπριακό. Η τελευταία της διεκδίκηση, που δεν είναι διόλου άσχετη με τα παραπάνω, ήταν η συμμετοχή της Ισλαμικής Διάσκεψης (ο γενικός γραμματέας της οποίας είναι Τούρκος) στην Ένωση ως παρατηρητή.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η ελληνική παρουσία στην ευρωμεσογειακή συνεργασία αποτελεί ερέθισμα για την υπεράσπιση των συμφερόντων της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή αλλά και έναυσμα για την προώθηση των θέσεών της αναφορικά με το Κυπριακό. Επιδεικνύοντας, λοιπόν, συνέπεια στην επίτευξη των εθνικών της στόχων, η τουρκική διπλωματία εκμεταλλεύτηκε καταλλήλως τις συγκυρίες για να απαλλαγεί οριστικά από τη μειονεκτική θέση που διέβλεπε γι' αυτήν το σχέδιο Σαρκοζί, εμπόδιο για την ένταξή της στην ΕΕ.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος
kbocporitis.jr(at)gmail.com

Το Παρόν της Κυριακής - 09/11/2008

Για περισσότερα...

2/11/08

Το ντοκιμαντέρ «Μουσταφά» προκαλεί πολιτικές αντιδράσεις στην Τουρκία

Αποκαλύψεις και για τα θετά παιδιά του Κεμάλ

Το τουρκικής παραγωγής ντοκιμαντέρ «Μουσταφά», που έχει θέμα τον βίο του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις στις τάξεις του πολιτικού κόσμου στη γείτονα.


Η πρώτη προβολή του ντοκιμαντέρ, που ξεκίνησε την 85η επέτειο της ίδρυσης της Τουρκικής Δημοκρατίας (29 Οκτωβρίου), συμπίπτει με μια περίοδο κατά την οποία η ευρύτερη κεμαλική παράταξη, με αποκορύφωμα την υπόθεση Εργκενεκόν, δέχεται αφόρητες πιέσεις. Θα περίμενε λοιπόν κανείς, υπό τέτοιες περιστάσεις, ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τον βίο του ιδρυτή του κοσμικού κράτους της Τουρκίας να τονίζει τα κεμαλικά σύμβολα και να τονώνει γενικότερα τις θέσεις της κεμαλικής παράταξης εναντίον των ισλαμιστών. Αντ' αυτού, ο παραγωγός Τζεμ Ντουντάρ, γνωστός δημοσιογράφος -αρθρογραφεί στη «Μιλιέτ» του συγκροτήματος Ντογάν- και παραγωγός με στενές διασυνδέσεις με το καθεστώς, επέλεξε μια διαφορετική προσέγγιση του ηγέτη-συμβόλου. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες επιτυχίες του που είχαν επίκεντρο τον ηγέτη, όπως το ντοκιμαντέρ «Σαρί Ζεΐμπέκ» (1993) με θέμα τις τελευταίες 300 ημέρες του Κεμάλ, ο Ντουντάρ επέλεξε τούτη τη φορά να ερευνήσει τον ιδιωτικό του βίο.

Σε μια ταινία διάρκειας 110 λεπτών, ο παραγωγός, μετά από μακρόχρονη έρευνα στα κρατικά αρχεία του εσωτερικού και του εξωτερικού, φέρνει στο φως της δημοσιότητας πληροφορίες που έως τώρα παρέμεναν άγνωστες στο ευρύ κοινό. Ο Ντουντάρ, με αφετηρία τις πληροφορίες που συνέλεξε από τα προσωπικά ημερολόγια και την αλληλογραφία του Κεμάλ, που αποτελούν την πρωτογενή πηγή της έρευνάς του, πλάθει ένα διαφορετικό πορτρέτο πολιτικού ανδρός από εκείνο που μας είχε μάθει η επίσημη ιδεολογία.

Το ντοκιμαντέρ αυτό δεν θα μπορούσε να μη βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του πολιτικού κόσμου στη γείτονα, μια και, πέραν από ιδεολογικά και πολιτικά θέματα, αγγίζει και ζητήματα «ταμπού». Η αντίδραση του Ντενίζ Μπαϊκάλ, προέδρου του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), ήταν πράγματι άμεση. Ενοχλημένος από την προσέγγιση που επιφύλαξε ο Ντουντάρ στον ηγέτη-σύμβολο της κεμαλικής Τουρκίας, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του κυρίως για τη σημειολογία του τηλεοπτικού υλικού που χρησιμοποιήθηκε. Ο Μπαϊκάλ θεώρησε προσβλητικές τις σκηνές εκείνες που προβάλλουν τις αδυναμίες του Κεμάλ, όπως την τάση του για την καλή ζωή, καθώς και εκείνες που αναφέρονται στην απομάκρυνση των άλλοτε στενών συνεργατών του από την εξουσία. Η αντίδρασή του δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς μια «απομυθοποίηση» του ηγέτη Κεμάλ θα έχει, αναμφίβολα, σοβαρές συνέπειες και σε πολιτικό επίπεδο. Η προβολή του ντοκιμαντέρ ουσιαστικά ισοδυναμεί, αφενός, με την υπονόμευση της ιδεολογίας που ενσαρκώνει το ίδιο του το κόμμα, και, αφετέρου, με την ενίσχυση των αντι-κεμαλικών και φυγόκεντρων δυνάμεων που επιθυμούν να σταθεροποιήσουν τη θέση τους στην πολιτική σκηνή της γείτονας.

Ωστόσο, το ντοκιμαντέρ θίγει και θέματα πολύ πιο ενοχλητικά για το καθεστώς, αλλά και για την ίδια την Τουρκία. Ο Ντουντάρ αφιερώνει περίπου 10 δευτερόλεπτα σε μια σχεδόν άγνωστη πτυχή της ζωής του Κεμάλ: στον Αμπντουραχίμ Τουντζάκ, το ψυχοπαίδι του Κεμάλ που το είχε υιοθετήσει το 1916, όταν υπηρετούσε στις ανατολικές επαρχίες τις Αυτοκρατορίας. Ο Ντουντάρ φέρνει στο φως της δημοσιότητας εικόνες του Κεμάλ με το οχτάχρονο παιδί να φορά τις τοπικές ενδυμασίες του Βαν. Ο δημοσιογράφος είχε προλάβει να πάρει συνέντευξη από τον Τουντζάκ λίγο πριν αποβιώσει το 1999. Τότε, σε ερώτησή του για το εάν είναι γόνος του Κεμάλ, ο Τουντζάκ απήντησε ζητώντας το δικαίωμα να πάρει μαζί του στον τάφο τα μυστικά που είχε. Ας υπενθυμίσουμε πως ο Κεμάλ είχε αρκετά θετά παιδιά. Τα περισσότερα είχαν ορφανέψει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και ίσως να μην είχαν τουρκικές ρίζες, όπως φημολογείται για τη Σαμπιχά Γκιοκτσέν, πρώτη γυναίκα αεροπόρο στην Τουρκία, ότι ήταν αρμενικής καταγωγής. Να ήταν άραγε θύμα της γενοκτόνου πράξης των Νεοτούρκων (1915) και ο Αμπντουραχίμ; Εάν θα μπορούσε να αποδειχτεί αυτή η υπόθεση, το τουρκικό κράτος θα είχε δεχτεί ακόμα ένα πλήγμα, καθώς η πράξη της υιοθεσίας στην προκειμένη περίπτωση εμπίπτει, πέρα από κάθε αγαθό σκοπό, στον ορισμό της γενοκτονίας.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος
kbocporitis.jr(at)gmail.com

Το Παρόν της Κυριακής - 02/11/2008

Για περισσότερα...

26/10/08

Σε δραστικά μέτρα στο Κουρδικό προβαίνει η Άγκυρα

Νέοι μηχανισμοί ασφαλείας και συμφωνίες συνεργασίας με τους Ιρακινούς

Στον απόηχο των δραματικών γεγονότων που εκτυλίχτηκαν στο φυλάκιο Άκτουτουν στην τουρκοϊρακινή μεθόριο πριν από δύο περίπου εβδομάδες, η Τουρκία βάλθηκε να λάβει δραστικά μέτρα ασφαλείας κατά των ανταρτών του ΡΚΚ τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.

Τις ημέρες που πέρασαν σημειώθηκαν αναταραχές στα αστικά κέντρα της νοτιοανατολικής Τουρκίας, όπου το κουρδικό στοιχείο πλειοψηφεί. Πρόδηλη ήταν η ανησυχία των κατοίκων της περιοχής για τα όσα συμβαίνουν, σύμφωνα με τις φήμες, στις φυλακές του Ιμραλί, όπου εκτίει την ποινή του ο ηγέτης των Κούρδων της Τουρκίας Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Εκρηκτική ήταν η κατάσταση κυρίως στο Ντιγιαρμπακίρ, όπου βρέθηκε ο τούρκος πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Έρντογαν για την τελετή έναρξης της νέας ακαδημαϊκής χρονιάς του Πανεπιστημίου Ντίτζλε. Οι δηλώσεις του Έρντογαν για την ανασφάλεια στην περιοχή, αλλά κυρίως τα ατυχή του σχόλια περί της καθαριότητας στην πόλη, δυσχέραναν περεταίρω την ήδη εκρηκτική ατμόσφαιρα. Σύμφωνα με τον Έρντογαν, η ανατροπή του κλίματος ασφάλειας και οικονομικής σταθερότητας στην περιοχή, που επιδιώκει η κυβέρνησή του, οφείλεται καθ' ολοκληρίαν στη δράση του ΡΚΚ.

Η απάντηση στα όσα είπε ο τούρκος πρωθυπουργός ήρθε από το Κόμμα της Δημοκρατικής Κοινωνίας (DTP), που ως γνωστόν εκπροσωπεί το κουρδικό στοιχείο στην περιοχή. Ο πρόεδρος του κόμματος, Αχμέτ Τουρκ, με αφορμή την πραγματοποίηση της συνεδρίασης της κοινοβουλευτικής ομάδας του DTP στο Ντιγιαρμπακίρ αντί της Άγκυρας, όπως ήταν σχεδιασμένο αρχικά, βρήκε την ευκαιρία να εκφράσει την πικρία των κούρδων πολιτών για την αντιμετώπιση που έτυχαν από το κράτος τις τελευταίες δεκαετίες. Ο Τουρκ αναφέρθηκε στις συνέπειες του πραξικοπήματος του 1980, που ήταν ανάλογες μιας πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής γενοκτονίας για τον κουρδικό και τουρκικό λαό, και υποστήριξε ότι το ΡΚΚ ανδρώθηκε μέσα σε αυτό το πολιτικό κλίμα. Καταδίκασε ακόμη την πολιτική βίας που ασκεί το κράτος στην περιοχή και τη στρατηγική εξευτελισμού του Ότσαλαν, που κατ' αυτόν δεν στοχεύει παρά στην προσβολή του Κουρδικού στοιχείου στη χώρα («Μιλιέτ» 21/10/08).

Πέραν απ' όσα αφήνει να βγουν προς τα έξω ο τουρκικός Τύπος επί του θέματος, η στάση των κούρδων της νοτιοανατολικής Τουρκίας δεν θα μπορούσε να μην επηρεαστεί από τη διεθνή συγκυρία. Οι εξελίξεις που σημειώθηκαν κυρίως σε περιφερειακό επίπεδο είναι σημαντικές και θα μπορούσαν να σημαδέψουν την πορεία του πιο πολυπληθούς τμήματος του κουρδικού λαού, αυτού που βρίσκεται στην τουρκική επικράτεια. Η διαφαινόμενη επιτυχία της Άγκυρας να παρασύρει κυρίως τον ηγέτη του Κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος (KDP) Μασούτ Μπαρζανί σε μια συμφωνία κατά του ΡΚΚ είναι αυτό που βάζει σε σκέψεις τους Κούρδους της Τουρκίας. Πριν από μία εβδομάδα, ο τούρκος επιτετραμμένος για τα θέματα του Ιράκ, Μουράτ Όζτσελικ, βρέθηκε στη Βαγδάτη, όπου είχε συναντήσεις με τις ιρακινές αρχές αλλά και με τους κούρδους ηγέτες. Το αποτέλεσμα των συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν ικανοποιεί πλήρως την Τουρκία. Εκτός του ότι αποκαταστάθηκε ο διάλογος με το KDP, συζητήθηκε, κατόπιν πρότασης του κουρδικής καταγωγής ιρακινού προέδρου Τζελάλ Ταλαμπανί, και το ενδεχόμενο εγκαθίδρυσης μηχανισμού συνεργασίας κατά του ΡΚΚ ανάμεσα στο Ιράκ, την Τουρκία και τις ΗΠΑ.

Θα πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι κατά την πρόσφατη συνεδρίαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας δρομολογήθηκε η ίδρυση νέων μηχανισμών που θα επικεντρωθούν στην αντιμετώπιση του ΡΚΚ τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Οι εν λόγω μηχανισμοί, που σύμφωνα με το νομοσχέδιο που διέρρευσε στον Τύπο, είναι το Ανώτερο Συμβούλιο Εσωτερικής Ασφάλειας και η Γενική Γραμματεία Εσωτερικής Ασφάλειας, θα υπάγονται στο Υπουργείο Εσωτερικών και θα είναι επιφορτισμένα με τον στρατηγικό σχεδιασμό κατά του ΡΚΚ και την πληροφόρηση των σωμάτων ασφαλείας.

Από τα παραπάνω μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι το μέλλον για τους Κούρδους της Τουρκίας φαντάζει δυσοίωνο, καθώς η Άγκυρα, βάσει της τακτικής του «διαίρει και βασίλευε» που ακολουθεί έναντι των λαών της περιοχής και των γειτόνων της, φαίνεται να πετυχαίνει τον στόχο της αποξένωσης και περιθωριοποίησης των Κούρδων της Τουρκίας από τους ομοεθνείς τους στο Ιράκ.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος
kbocporitis(at)gmail.com

Το Παρόν της Κυριακής - 26/10/2008

Για περισσότερα...

19/10/08

Επιλεκτική λειτουργία της τουρκικής δικαιοσύνης

Καταδίκασε τον Καπλάν, ενώ κωλυσιεργεί στην υπόθεση Ντινκ

Η τουρκική δικαιοσύνη πρόσφατα αποφάνθηκε για μια πολύκροτη υπόθεση ενός τούρκου ισλαμιστή ηγέτη εκ Γερμανίας, η δράση του οποίου θεωρήθηκε ενοχλητική και ίσως επικίνδυνη για την ευημερία του κοσμικού καθεστώτος στη γείτονα χώρα.

Ωστόσο, παρατηρεί κανείς ότι η ευαισθησία της τουρκικής δικαιοσύνης είναι μεροληπτική και λειτουργεί επιλεκτικά, καθώς σημαντικές υποθέσεις που αφορούν τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της χώρας, όπως για παράδειγμα η δολοφονία του αρμένιου δημοσιογράφου και ακτιβιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Ντινκ, έχουν παραπεμφθεί στις… τουρκικές καλένδες.

Την εβδομάδα που πέρασε, η τουρκική δικαιοσύνη αποφάνθηκε για την καταδίκη του τούρκου ισλαμιστή ηγέτη Μετίν Καπλάν σε ισόβια κάθειρξη. Σύμφωνα με την απόφαση του εφετείου, υπάρχουν επαρκή ενοχοποιητικά στοιχεία που αποδεικνύουν τη δράση του Καπλάν υπέρ της κατάλυσης του συνταγματικού καθεστώτος και την αντικατάστασή του με ένα ισλαμικό όπου θα δέσποζε η Σαρία.

Ο Μετίν Καπλάν είναι απόγονος του Τζεμαλετίν Καπλάν, πρώην μουφτή των Αδάνων και επί σειρά ετών αντιπροέδρου της Προεδρίας Θρησκευτικών Υποθέσεων (Ντιγιανέτ). Ο Τζεμαλετίν, αφότου εγκατέλειψε την Τουρκία μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κολωνία της Γερμανίας. Εκεί επιδόθηκε στην ίδρυση της οργάνωσης Ένωση της Ισλαμικής Κοινότητας και Σωματείων (ICCB), που μετονομάστηκε αργότερα σε Ομοσπονδιακό Ισλαμικό Κράτος της Ανατολής (AIFD) και είχε σημαντική απήχηση στις τάξεις των τούρκων οικονομικών μεταναστών. Ο Τζεμαλετίν στηρίχτηκε στις οικονομικές συνεισφορές και ενισχύσεις των μεταναστών για να αποκτήσει κύρος και ισχύ ούτως ώστε να θέσει σε εφαρμογή τα αντικαθεστωτικά σχέδιά του εναντίον της Άγκυρας. Σε αυτήν τη δράση του οφείλεται και το παρωνύμιο «Σκοτεινή Φωνή», ευρέως διαδεδομένο στους κεμαλικούς κύκλους. Μετά τον θάνατο του, το 1995, αναλαμβάνει την ηγεσία της οργάνωσης ο υιός του Μετίν. Κατά τη διεκδίκηση της αρχηγίας όμως ο Μετίν φαίνεται να προσέφυγε σε ανορθόδοξους μεθόδους, όπως στη φυσική εξόντωση ενός εκ των σημαντικότερων υποψηφίων για το χρίσμα. Το έτος 1999 αποτελεί το κομβικό σημείο για την καταδίωξη του Μετίν Καπλάν στην Ευρώπη. Οι τουρκικές τελωνειακές αρχές ανακάλυψαν στα σύνορα προπαγανδιστικό υλικό του AIFD που προοριζόταν για την ενδοχώρα. Στο υλικό αυτό περιλαμβανόταν οπτικοακουστικό υλικό που έβαλε κατά του κεμαλικού καθεστώτος. Από εκείνη τη στιγμή και μετά εντάθηκαν οι πιέσεις της Τουρκίας στη Γερμανία για την έκδοση του Μετίν στην Άγκυρα. Η γερμανική δικαιοσύνη αποφάνθηκε υπέρ της έκδοσης του τελικά το 2004.

Από τη στιγμή της παράδοσης του στις τουρκικές αρχές ο Καπλάν είχε να αντιμετωπίσει ένα κατηγορητήριο που συντάχθηκε βάσει 13 υποθέσεων που εκκρεμούσαν εις βάρος του στα καταργηθέντα Κρατικά Δικαστήρια Ασφάλειας (DGM). Η καταδίκη του Μετίν αρχικά το 2005 σε ισόβια κάθειρξη φαίνεται ότι ήταν απαίτηση των σκληροπυρηνικών κεμαλικών κύκλων που τον εκλάμβαναν ως σοβαρή απειλή για το καθεστώς. Εντούτοις, στην καταδίκη του φαίνεται να συγκατάθεσε και η ισλαμική κυβέρνηση Έρντογαν, που ίσως να προσπάθησε με αυτό τον τρόπο να εξιλεωθεί στα μάτια των κεμαλικών.

Ενώ όμως η τουρκική δικαιοσύνη έφερε άμεσα εις πέρας την υπόθεση Καπλάν που έβαλε εναντίον του λαϊκού καθεστώτος, παρατηρεί κανείς ότι δεν έχει επιδείξει τη δέουσα προσοχή για άλλες σημαντικές υποθέσεις. Τέτοιες είναι για παράδειγμα οι υποθέσεις του Χραντ Ντινκ, του καθολικού ιερέα Σαντόρο, καθώς και των εκδοτών που δολοφονήθηκαν στη Μαλάτια από φανατικούς. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η διαλεύκανση αυτών των υποθέσεων από την τουρκική δικαιοσύνη θα προωθήσει τις δημοκρατικές αρχές στην Τουρκία, αλλά και την αίσθηση δικαίου και ισονομίας μεταξύ των πολιτών της. Αντ' αυτού η τουρκική ηγεσία ακολουθώντας την πατροπαράδοτη τακτική της καλύπτει τους πνευματικούς αυτουργούς των εγκλημάτων. Έως αυτήν τη στιγμή οι νομαρχίες της Κωνσταντινούπολης και της Τραπεζούντας δεν έχουν εκδώσει τα απαραίτητα έγραφα για την ανάκριση των αστυνομικών οι οποίοι φέρεται να εμπλέκονται στην υπόθεση!

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος
kbocporitis.jr(at)gmail.com

Το Παρόν της Κυριακής - 19/10/2008

Για περισσότερα...

17/9/08

Το σκάνδαλο «Φάρος» και ο Έρντογαν

Η Γερμανική δικαιοσύνη ξεσκέπασε το ισλαμικό ΑΚΡ

Μια περίπλοκη υπόθεση που έγινε ευρύτερα γνωστή με την ονομασία «Φάρος» (Deniz Feneri), ήρθε προσφάτως στο φως της δημοσιότητας στην Φρανκφούρτη του γερμανικού κρατιδίου της Έσσης. Η υπόθεση δεν είναι καθόλου απλή καθώς αφορά, αφενός, χρηματικές προσφορές και δωρεές που προέρχονται από τούρκους μετανάστες, και, αφετέρου, γιατί εμπλέκεται άμεσα το κυβερνών ισλαμικό κόμμα της Τουρκίας (ΑΚΡ).

Η Γερμανική δικαιοσύνη κατόπιν καταγγελιών κλήθηκε να εξιχνιάσει μια υπόθεση οικονομικού εγκλήματος όπου δωρεές υπέρ των θυμάτων που επλήγησαν από τα καταστροφικά παλιρροιακά κύματα (τσουνάμι) στην Νοτιοανατολική Ασία το 2004, είχαν εξαφανιστεί από τα ταμεία του κοινωφελούς συνδέσμου «Φάρος». Η υπόθεση απέκτησε περισσό ενδιαφέρον όταν οι κατηγορούμενοι κατά την ακροαματική διαδικασία απεκάλυψαν ότι μέρος του ποσού που είχε συγκεντρωθεί για τους πληγέντες είχε κατευθυνθεί στον πρωθυπουργό της Τουρκίας, ο οποίος είχε επιφορτιστεί με την απόδοσή του στους θεσμούς και τα όργανα των δικαιούχων.

Η τουρκική αντιπολίτευση, με επικεφαλής το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, δεν άφησε, όπως ήταν αναμενόμενο, να περάσει ανεκμετάλλευτη η ευκαιρία και κατηγόρησε το ΑΚΡ για ανάμιξη σε οικονομικό σκάνδαλο. Μέσα σε ένα πολιτικό κλίμα ιδιαίτερα βεβαρυμμένο, κυρίως εξαιτίας των κατηγοριών που εκσφενδονίστηκαν κατά των κεμαλικών κύκλων στα πλαίσια της υπόθεσης «Εργκενεκόν», η εκδίκαση της οποίας συνεχίζεται στην Τουρκία, η πολιτική αυτή πράξη της αντιπολίτευσης έδωσε την εντύπωση πως είναι η πρώτη πράξη της μεγάλης «αντεπίθεσης». Έτσι, η καταγγελία του ΡΛΚ που συνέπεσε χρονικά και με το ξεκαθάρισμα λογαριασμών του πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Έρντογαν με μεγιστάνες των τουρκικών ΜΜΕ, όπως ο «κεμαλικών» προσανατολισμών όμιλος Ντογάν, εκλήφθηκε από ένα μεγάλο μέρος του τουρκικού αλλά ιδιαίτερα του ξένου Τύπου ως κλιμάκωση της αντιπαράθεσης μεταξύ των δυο ιδεολογικών, κοινωνικών και οικονομικών συνασπισμών στη γείτονα.

Είναι αλήθεια, ότι η ισλαμική παράταξη έχει μια ειδική σχέση με τους επιχειρηματικούς κύκλους που ανταγωνίζονται το παραδοσιακό (κεμαλικό) κεφάλαιο. Πράγματι, το κυβερνών ΑΚΡ είχε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για την τύχη των πληγέντων από το τσουνάμι του 2004. Ο πρωθυπουργός Ρετζέπ Έρντογαν μάλιστα είχε πραγματοποιήσει πενθήμερο ταξίδι στις πληγείσες περιοχές (Ινδονησία, Μαλαισία, Σρι Λάνκα, Ταϋλάνδη και Μαλδίβες) ως ένδειξη συμπαράστασης του τουρκικού λαού. Φαίνεται όμως ότι ο τούρκος πρωθυπουργός είχε και άλλα σχέδια πέρα από την ένδειξη συμπαράστασης στους ομοθρήσκους μουσουλμάνους που συνιστούν την πλειοψηφία των πληγεισών λαών. Σε κατ’ ιδίαν συνάντηση που είχε με τον Πρόεδρο της Ινδονησίας, δεν είχε διστάσει ακόμη και να τον προειδοποιήσει – τι ειρωνεία! – για την δράση τυχοδιωκτών που θα σπεύσουν να εκμεταλλευθούν την αδυναμία των κρατικών μηχανισμών. Έτσι, έχοντας προλειαίνει το έδαφος έκλεισε συμφωνίες ανοικοδόμησης οικισμών, σχολείων, νοσοκομείων και δημόσιων κτηρίων με τα κράτη αυτά.

Είναι επίσης αλήθεια ότι οι ισλαμικοί κύκλοι στην Τουρκία έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με τους όπου γης τούρκους οικονομικούς μετανάστες. Αυτοί, οι μετανάστες κυρίως της Γερμανίας, είναι ουσιαστικά η κύρια πηγή χρηματοδότησης των πολιτικών δραστηριοτήτων της ισλαμικής παράταξης. Με διάφορες προφάσεις ενδεδυμένες έντεχνα σε περιβολές ισλαμικών αρχών και ηθικής, οι κύκλοι αυτοί, από την δεκαετία κιόλας του 1970, εξασφαλίζουν σημαντικούς πόρους οι οποίοι σχεδόν ποτέ δεν φτάνουν στον δηλωμένο προορισμό τους.

Το σκάνδαλο του «Φάρου», δεν είναι δηλαδή πρωτόγνωρο φαινόμενο. Την ίδια πρακτική είχε εφαρμόσει και το Κόμμα Ευημερίας του Νετζμεττίν Έρμπακαν στα μέσα της δεκαετίας 1990 όταν εκπρόσωποι του κόμματός του είχαν συγκεντρώσει τον οβολό των τούρκων μεταναστών κυρίως της Γερμανίας για να απαλύνουν δήθεν τον πόνο των «αδελφών» μουσουλμάνων της Βοσνίας. Τα λεφτά αυτά είχαν κατευθυνθεί στα ταμεία του κόμματος γα τις ανάγκες των προεκλογικών εκστρατειών.

Εν κατακλείδι, το σκάνδαλο που ξεσκέπασε η Γερμανική δικαιοσύνη αποδεικνύει τις σκοτεινές μεθόδους χρηματοδότησης και λειτουργίας του ισλαμικού κόμματος στην Τουρκία και την αστοχία των παρατηρητών που έσπευσαν να το αποδώσουν σε αντίποινα κεμαλιστών.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεότερος
kbocporitis.jr(at)gmail.com

17/9/2008

Για περισσότερα...

10/9/08

Η «Νύχτα των Κρυστάλλων» στην Κωνσταντινούπολη (6-7.9.1955)

Η στάση του τουρκικού Τύπου σήμερα

Πενήντα οκτώ χρόνια πέρασαν κιόλας από τα γεγονότα της 6ης – 7ης Σεπτεμβρίου 1955 που άλλαξε δραματικά την τύχη της ελληνικής κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη, η οποία κατά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης το 1923 απαριθμούσε περί τα 200.000 άτομα. Σήμερα, μισό και πλέον αιώνα μετά, η τουρκική θέση - πλην λαμπρών και ελπιδοφόρων εξαιρέσεων - συνεχίζει να παραμένει υπό την επιρροή των εθνικών στερεοτύπων.

Οι εκδηλώσεις μνήμης και ενημέρωσης γύρο από το θέμα των Σεπτεμβριανών συνεχίστηκαν και φέτος στην Τουρκία. Γνωστοί τούρκοι διανοούμενοι, όπως ο Ζαράκολου, αλλά και αρκετοί μειονοτικοί, φρόντισαν να κρατήσουν ζωντανή τη συζήτηση περί το «τις πταίει;» για τον αφανισμό της ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία την «Νύχτα των Κρυστάλλων». Η παραπομπή στη «Νύχτα των Κρυστάλλων» δεν είναι καθόλου άστοχη, καθώς τα αποτελέσματα των γεγονότων που διαδραματίστηκαν τη νύχτα εκείνη του Σεπτέμβρη με στόχο το ελληνικό στοιχείο της Κωνσταντινούπολης φέρουν καθόλα ομοιότητες με εκείνα της 9ης – 10ης Νοεμβρίου 1938, όταν το ναζιστικό παρακράτος έφερε το πρώτο μεγάλο πλήγμα στην εβραϊκή κοινότητα της Γερμανίας. Δεν είναι λίγα τα στοιχεία εκείνα που μας οδηγούν να σκεφθούμε πως η ομοιότητα στις απάνθρωπες αυτές πράξεις έλκει τις ρίζες της από την ιδεολογική συγγένεια των δυο καθεστώτων. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι η ναζιστική Γερμανία λίγο αργότερα δανείστηκε και «επεξεργάστηκε» μεθόδους που πρώτοι εφάρμοσαν οι Νεότουρκοι πάνω στο αρμενικό και ελληνικό στοιχείο (1915-1922)!

Εκείνη την αποφράδα νύχτα του 1955, στην Κωνσταντινούπολη καταστράφηκαν χιλιάδες ελληνικές οικίες, εργοστάσια, βιοτεχνίες, μαγαζιά, εκκλησιές, ευαγή ιδρύματα, σχολεία και σύλλογοι από το φανατισμένο πλήθος. Ενώ από τις επιθέσεις δε γλύτωσαν ούτε ζωντανοί (δολοφονίες, κακοποιήσεις και βιασμοί), ούτε νεκροί! Η ευθύνη του Δημοκρατικού Κόμματος (ΔΚ) στην οργάνωση αυτής της άνανδρης επίθεσης αποκαλύφθηκε με το πραξικόπημα του 1960 και οι ηγέτες του απολογήθηκαν και γι’ αυτές τις κατηγορίες. Στόχος του ΔΚ, ως εκπρόσωπος της μεγάλης ιδιοκτησίας και των εμπορικών συμφερόντων της Ανατολής, ήταν ο αποκλεισμός των μειονοτικών από την θέση κλειδί που κατείχαν στην αγορά, προς όφελος της εκκολαπτόμενης τουρκικής αστικής τάξης.

Με το συγκεκριμένο θέμα ασχολήθηκε, βέβαια, και μερίδα του τουρκικού τύπου. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν κυρίως τα ισλαμικά φύλλα που προσεγγίζουν το θέμα από την σκοπιά της θρησκευτικής ηθικής. Ενδεικτικά, στο δημοσίευμα της Ζαμάν (8.9.2008), η συντάκτρια καταβάλλει μια αξιέπαινη προσπάθεια καυτηριασμού της παθολογικής αυτής συμπεριφοράς και ταπείνωσης που υπέστη η ρωμαΐκη κοινότητα. Το ολίσθημά της όμως είναι σοβαρό καθώς αδυνατεί να απαλλαγεί από την επικρατούσα ιστορική θεώρηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Προσεγγίζει δηλαδή το θέμα της μέσα από τον ίδιο φακό που έχουν σχεδιάσει οι υφιστάμενοι τουρκικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί. Για όσα συνέβησαν, λέει, φταίει το Κυπριακό! Το μήνυμα που περνάει, δηλαδή, είναι σαφής. Την ευθύνη την φέρουν οι ελληνοκύπριοι και κατ’ επέκταση η Ελλάδα! Σε ένα επόμενο στάδιο διαπιστώνουμε ακόμη, ότι έχοντας επικεντρώσει την προσοχή της σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, της διαφεύγει, καθώς προφανώς το θεωρεί αυτονόητο, να εξετάσει την διπλωματική και πολιτική πρακτική που ακολούθησε η Άγκυρα έναντι της ίδιας της κοινότητας αλλά και της Ελλάδας από το 1923 έως σήμερα. Και έτσι έρχεται σε αντίθεση με όσα λέει η ίδια, καθώς μας υπενθυμίζει, πολύ ορθά, την ομολογία τούρκου στρατηγού για τον ρόλο της Ειδικής Διεύθυνσης Πολέμου στο πογκρόμ της 6ης – 7ης Σεπτεμβρίου αλλά και στην Κύπρο αργότερα. Αλήθεια, σε τι συμπεράσματα άραγε θα κατέληγε εάν είχε υπολογίσει την μη εφαρμογή του αυτόνομου καθεστώτος της Ίμβρου και της Τενέδου, τις συνέπειες της «ανισσόροπης» ανταλλαγής πληθυσμών και την μεθοδευμένη ματαίωση της αποζημίωσής τους, τον ληστρικό φόρο περιουσίας του 1941, τις απελάσεις των ελλήνων υπηκόων της Κωνσταντινούπολης το 1964, τον Αττίλα Α΄ και Β΄ και τους νέους διωγμούς στην Κωνσταντινούπολη, τις βλέψεις στο Αιγαίο και στην Θράκη;

Κ. Βοσπορίτης, ο νεότερος
kbocporitis.jr(at)gmail.com

10/9/2008

Για περισσότερα...

7/9/08

Οπορτουνιστική τακτική από την Άγκυρα με στόχο την αναγνώριση του Ψευδοκράτους

Στην πρόσφατη κρίση του Καυκάσου, η Τουρκία, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν άμεσα εμπλεκόμενη χώρα στη σύρραξη, υπήρξε μια από τις χώρες που δέχτηκαν τις πιέσεις της Μόσχας και της Ουάσινγκτον. Ωστόσο, όχι μόνο δεν ενέδωσε αμέσως στις πιέσεις των μεγάλων, αλλά, χάρη στο πλεονέκτημα που της δίνει η γεωγραφική της θέση, είχε το θάρρος να αξιώσει και σημαντικά, από ό,τι φαίνεται, ανταλλάγματα.

Η στρατηγικής σημασίας θέση που κατέχει η Τουρκία, πάνω στο πέρασμα από Ανατολή προς Δύση, λειτούργησε για μια ακόμη φορά ως πλεονέκτημα υπέρ της Άγκυρας που οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κεμαλικού κράτους (ΙΜΚ) εκμεταλλεύθηκαν κατάλληλα για να προωθήσουν και να προστατεύσουν τα εθνικά συμφέροντα της χώρας. Άλλωστε, μελετώντας κανείς τη διπλωματική ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας εντοπίζει παρόμοιες καταστάσεις με τις σημερινές. Ενδεικτικά θα υπενθυμίσουμε εκείνη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Άγκυρα τήρησε μια εφεκτική στάση έναντι άλλοτε του ενός και άλλοτε του άλλου συνασπισμού, ανάλογα με τις εξελίξεις στη σκηνή των επιχειρήσεων και τις προσταγές της ασφάλειάς της.

Ο τουρκικός Τύπος, λόγω της θέσης που κατέχει στο σύστημα, αλλά και των ιδιαίτερων συνθηκών που επικράτησαν τελικά στο τουρκικό πολιτικό σύστημα, υπήρξε ένας από τους κινητήριους μοχλούς των ΙΜΚ. Οι τουρκικοί ΙΜΚ, βέβαια, πέρα από τις σχέσεις της χώρας με τις μεγάλες δυνάμεις, ιστορικά έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε πολύ μεγαλύτερο μάλιστα βαθμό στην πολιτική που ακολούθησε το τουρκικό κράτος έναντι των γειτονικών του χωρών. Εξάλλου, ο τουρκικός Τύπος υπήρξε ανέκαθεν πρωτεργάτης στη διεκπεραίωση σχεδίων που όχι μόνο αντιβαίνουν κάθε κανόνα καλής γειτονίας, αλλά και των Διεθνών Συνθηκών - προβοκατόρικη είναι η δράση του φερʼ ειπείν στα γεγονότα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 με τραγικές συνέπειες για τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης που υποτίθεται ότι έχαιρε κάποιας «προστασίας» βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης.

Από ό,τι μπορεί να συμπεράνει κανείς από τα πρόσφατα δημοσιεύματα στον τουρκικό Τύπο, ακόμη και όταν η τουρκική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία βρέθηκε υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες, οι ΙΜΚ, διά μέσου των ΜΜΕ, για να αποφύγουν ακριβώς την ασφυκτική πίεση του διεθνούς παράγοντα, επέλεξαν να υπερτονίσουν τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα στα κατεχόμενα, στο Β. Ιράκ, στον ενεργειακό χάρτη του Καυκάσου, στα Στενά κ.λπ. Χάρη σε αυτήν την κίνηση τακτικής -επιτυχημένη πατροπαράδοτη «συνταγή»- το καθεστώς αποσκοπούσε στην πραγματικότητα, αφενός, να κατευθύνει την εσωτερική κοινή γνώμη και, αφετέρου, να αποπροσανατολίσει τη διεθνή κοινή γνώμη για τις προθέσεις του. Έτσι, η Άγκυρα θα εξακολουθήσει να στοχεύει στην εξασφάλιση υπερβολικών και ασύμμετρων ωφελημάτων ως αντάλλαγμα για την υποτιθέμενη «συνεργασία» της με τις μεγάλες δυνάμεις.

Στην πρώτη φάση της κρίσης, η Τουρκία, από την μια, τήρησε μια θέση εφεκτική έναντι της Ρωσίας και, από την άλλη, φάνηκε να μην έχει διάθεση να τηρήσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις έναντι της Ατλαντικής Συμμαχίας και των ΗΠΑ - καθυστέρησε τη διέλευση των αμερικανικών πλοίων από τα Στενά με προορισμό τη Μαύρη Θάλασσα. Παρόμοια οπορτουνιστική στάση είχε τηρήσει η Τουρκία και τον Μάρτιο 2003, λίγο πριν από την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ, προβάλλοντας εξωπραγματικές οικονομικές απαιτήσεις από την Ουάσινγκτον. Οι νέες απαιτήσεις της Άγκυρας προς την Ουάσινγκτον δεν έγιναν φυσικά γνωστές μια και επήλθε συμφωνία. Οι τούρκοι διανοούμενοι πάντως από τις στήλες τους στα τουρκικά φύλλα -αλλά και η πολιτική ηγεσία- έσπευσαν να ζητήσουν από τη Μόσχα την αναγνώριση του ψευδοκράτους! Αξίζει να σημειωθεί ότι η τουρκική απαίτηση διατυπώθηκε τη στιγμή που η Ρωσία είχε ήδη κλείσει τα σύνορά της στα χιλιάδες τουρκικά φορτηγά.

Όσο πιο τεταμένες είναι, λοιπόν, οι σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, τόσο περισσότερο η Άγκυρα νομίζει ότι αυτές την έχουν απολύτως ανάγκη, προσπερνά το γεγονός ότι τα Στενά δεν είναι παρά ένα μόνο μέρος του ενιαίου γεωστρατηγικού χώρου που εκτείνεται από το Αιγαίο στη Μαύρη Θάλασσα και διατυπώνει ολοένα και πιο εξωπραγματικές απαιτήσεις, ελπίζοντας ότι η ιστορία θα επαναληφθεί και θα ευνοηθεί από τις συγκυρίες.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος
kbocporitis(at)gmail.com

Το Παρόν της Κυριακής - 07/09/2008

Για περισσότερα...

31/8/08

Τους μουσουλμάνους σε Κω - Ρόδο «ανακάλυψαν» οι Τούρκοι

Οι εφημερίδες ζητάνε από την Άγκυρα να διεκδικήσει τα δικαιώματά τους

Λίγες ημέρες πριν την επέτειο του «Αττίλα Β΄» προβλήθηκε από τα τουρκικά φύλλα το αίτημα της διεκδίκησης των μειονοτικών δικαιωμάτων των μουσουλμάνων της Δωδεκανήσου (Ρόδος και Κως).

Η αναμόχλευση και επάνοδος στο ουσιαστικά ανύπαρκτο αυτό ζήτημα εκ μέρους της Άγκυρας δεν πρέπει να κρίνεται εντελώς τυχαίο ή αυθόρμητο γεγονός βάσει των όσων μας διδάσκει η προϊστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Με αφορμή αυτό το περιστατικό, μας προβληματίζει η στάση ελλήνων επιστημόνων μπροστά στις τουρκικές προκλήσεις.

Υπενθυμίζουμε ότι στα μέσα του Ιουνίου είχε δημοσιευθεί η έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης που περιέγραφε την αποκαρδιωτική κατάσταση των ελάχιστων πια Ελλήνων της Ίμβρου και της Τενέδου και που καλούσε την Τουρκία να «επανορθώσει αμέσως». Η έκθεση αυτή αναγνώρισε ουσιαστικά τις κατάφωρες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου εκ μέρους της Τουρκίας εις βάρος της εκεί ελληνικής μειονότητας, η οποία, ας σημειωθεί, όχι μόνο δεν συνέστησε ποτέ απειλή για το καθεστώς, αλλά αντιθέτως εισέπραξε ασύμμετρη βία και κακομεταχείριση.

Αναμενόμενο λοιπόν είναι το καθεστώς αυτό, το οποίο δεν ευνοείται από τις συγκυρίες και μάλιστα δέχεται τις διεθνείς και τις εσωτερικές πιέσεις για ουσιαστικό εκδημοκρατισμό του πολιτικού του συστήματος, να σπεύσει είτε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις είτε να αποπροσανατολίσει τη διεθνή κοινή γνώμη. Ο τουρκικός Τύπος, γνωστός για τις στενές σχέσεις του με το «βαθύ κράτος», δραστηριοποιήθηκε για να ανατρέψει το εις βάρος της Άγκυρας κλίμα που δημιουργήθηκε στη διεθνή σκηνή μετά τη δημοσίευση της εν λόγω έκθεσης. Εκπρόσωποι του τουρκικού Τύπου, λοιπόν, και μάλιστα φύλλα όπως η ισλαμική ημερήσια «Ζαμάν» του γνωστού συγκροτήματος που πρόσκειται στον Φετχουλάχ Γκιουλέν και που διαθέτει και αγγλική έκδοση, ανέλαβαν έργο για να διεκπεραιώσουν την αποστολή τους: Την ανάδειξη του ζητήματος των μουσουλμάνων της Ρόδου και της Κω.

Η κίνηση της «Ζαμάν» να επωμιστεί τον ρόλο αλλοτινών προβοκατόρικων ημερήσιων τουρκικών φύλλων, όπως η «Τζουμχουριέτ» και αργότερα η «Χουριέτ», δεν είναι καθόλου δύσκολο να γίνει κατανοητή εν όψει μάλιστα και της σύνταξης σχετικής έκθεσης από τους ίδιους θεσμούς (Συμβούλιο της Ευρώπης) για τη μουσουλμανική μειονότητα της δυτικής Θράκης. Ο σκοπός είναι εξόφθαλμος. Στοχεύεται να εξαναγκαστούν οι συντάκτες της έκθεσης να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα που διακυβεύονται στη δυτική Θράκη, αλλά και στη Ρόδο και στην Κω. Διότι, ως γνωστόν, οι λιγοστοί μουσουλμάνοι έλληνες πολίτες της Δωδεκανήσου, η οποία καταχωρήθηκε στην ελληνική επικράτεια το 1947 για την προσφορά της Ελλάδας στην αντίσταση κατά του φασισμού, δεν καλύπτονται από τις διατάξεις περί αμοιβαιότητας που προβλέπει η Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 μεταξύ της μουσουλμανικής μειονότητας της δυτικής Θράκης και του ελληνορθόδοξου στοιχείου της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου.

Προβληματισμό προκαλεί η αρθρογραφία που έλαβε χώρα στην ισλαμική «Ζαμάν», καθώς μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι ο συντάκτης ανατρέχει και σε φωνές ημετέρων για να στηρίξει το θεωρητικό του κατασκεύασμα. Με μεγάλη λύπη, λοιπόν, ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι ελληνικής καταγωγής συνεργάτες της εφημερίδας, όπως φερ' ειπείν ο Χερκούλ Μιλλάς, επικροτούν την προσπάθεια της Άγκυρας. Ο κ. Μιλλάς, καταθέτοντας την άποψη του στη «ΖΑΜΑΝ» της 8ης Αυγούστου 2008 σε άρθρο με τίτλο «Τα προβλήματα των Τούρκων της Ρόδου μεταφέρονται στην Ευρώπη», δεν διστάζει να αναγάγει κιόλας το ζήτημα σε πολιτικό «πρόβλημα» και να μιλήσει για έλλειψη «πολιτικής βούλησης» εκ μέρους της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας για την «επίλυσή του».

Κ. Βοσπορίτης, ο νεότερος
kbocporitis.jr(at)gmail.com

Το Παρόν της Κυριακής - 31/08/2008

Για περισσότερα...