22/12/09

Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα και η Τουρκία


Τουρκικοί επιχειρηματικοί κύκλοι έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους στη χώρα μας, με αφορμή την οικονομική κρίση. Οι αρμόδιοι τουρκικοί φορείς ενθαρρύνουν τις επενδύσεις στην Ελλάδα και κατ' επέκταση στα Βαλκάνια, ελπίζοντας να «ανταποδώσουν» την ελληνική «διείσδυση» στην Τουρκία στις αρχές του 2000.

Το έντονο επιχειρηματικό ενδιαφέρον των αρμόδιων φορέων και του ιδιωτικού κεφαλαίου της Τουρκίας φαίνεται να έχει προκληθεί από τη δυσμενή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η οικονομία της χώρας μας. Παρά τις κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις που σημειώθηκαν πρόσφατα στη γείτονα, το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα δεν διέφυγε την προσοχή του τουρκικού Τύπου.

Διάφοροι τούρκοι αρθρογράφοι ασχολήθηκαν με τα αρνητικά οικονομικά στοιχεία που παρουσιάζει η Αθήνα και προέβησαν σε συγκρίσεις μ' εκείνα της τουρκικής οικονομίας. Ο Γκιουνγκιόρ Ουράς, φέρ' ειπείν, τονίζει στο άρθρο του («Μιλιέτ», 17/12/2009) τα οικονομικά ωφελήματα που δέχεται για χρόνια η Αθήνα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και προβλέπει ότι οι ευρωπαίοι εταίροι θα φανούν αλληλέγγυοι και θα στηρίξουν την ελληνική οικονομία και στο μέλλον. Αναφέρθηκε στα οικονομικά στοιχεία της Τουρκίας, η οποία αντιμετωπίζει επίσης τις αρνητικές συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αλλά φαίνεται να συγκρατεί, προς το παρόν τουλάχιστον, το δημόσιο έλλειμμα και το χρέος σε χαμηλότερα επίπεδα από τα δικά μας.

Η παρουσίαση αυτή των οικονομικών στοιχείων των δύο χωρών πρόσφερε στον Ουράς την ευκαιρία να τονώσει το ηθικό της τουρκικής κοινής γνώμης και της αγοράς όσον αφορά την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας. Ωστόσο, το σημαντικότερο είναι ότι καλλιεργεί αφενός το αίσθημα της «αδικίας», ανασκαλεύοντας τα εθνικά στερεότυπα, και αφετέρου την αισιοδοξία για την «ένταξη» που θα εξασφαλίσει ανάλογα οικονομικά ωφελήματα στην Άγκυρα. Άλλο κομμάτι του τουρκικού Τύπου ασχολήθηκε με τις επιχειρηματικές ευκαιρίες που παρουσιάζει η οικονομική κατάπτωση της χώρας μας για τους τούρκους επενδυτές. Στα δημοσιεύματα των εφημερίδων που διατηρούν στενές σχέσεις με το κατεστημένο, η περίοδος που διανύει η ελληνική οικονομία παρουσιάζεται ως μια χρυσή ευκαιρία για επενδύσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον φαίνεται ότι υπάρχει για τους τομείς της χρηματοπιστωτικής αγοράς, του τουρισμού και της πληροφορικής. Ο πρόεδρος της τουρκικής Επιτροπής Ρύθμισης και Εποπτείας του Τραπεζικού Συστήματος (BDDK) Τεβφίκ Μπιλγκίν ανακοίνωσε ότι οι τουρκικές τράπεζες βρίσκονται επί ποδός για να αξιοποιήσουν τις επενδυτικές ευκαιρίες που θα εμφανιστούν στην ελληνική αγορά. Ο Μπιλγκίν σημείωσε ακόμη ότι η Επιτροπή στηρίζει τις προσπάθειες που θα γίνουν από τις τουρκικές τράπεζες για την κατάκτηση της βαλκανικής αγοράς! Συγκεκριμένα δήλωσε ότι «η οικονομική κρίση στην Ελλάδα αναμένεται να οδηγήσει σε κενά στον χρηματοπιστωτικό τομέα των βαλκανικών χωρών. Η κάλυψη του εν λόγω κενού από τις τουρκικές τράπεζες αποτελεί το πιο φυσικό δικαίωμά τους!» («Σταρ», 18/12/2009).
Οι τουρκικές εφημερίδες έδωσαν δημοσιότητα και στις δηλώσεις του προέδρου του Ελληνοτουρκικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, Παναγιώτη Κουτσίκου, που θεωρεί ότι η οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ευκαιρία για επενδύσεις στη χώρα εκ μέρους των τούρκων επιχειρηματιών. Ο κ. Κουτσίκος φαίνεται να έχει δηλώσει ακόμη ότι «η οικονομική κρίση θα επηρεάσει (αρνητικά) τις εξαγωγές μας προς την Τουρκία. Αντιθέτως, θα αυξηθούν οι ποιοτικές και φθηνές εξαγωγές της Τουρκίας (προς την Ελλάδα). Είναι μια καλή ευκαιρία για τους τούρκους επιχειρηματίες που ασχολούνται με τις εξαγωγές» («Χουριέτ», 18/12/2009).

Ωστόσο, εντύπωση προκαλεί η τοποθέτησή του όσον αφορά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι έλληνες επιχειρηματίες: «Υπάρχει πρόβλημα ρευστότητας στην αγορά. Οι τράπεζες μείωσαν κατά πολύ τις πιστώσεις στους επιχειρηματίες, και φαίνεται ότι η κατάσταση αυτή θα εξακολουθήσει για πολύ καιρό ακόμα», λέει ο κ. Κουτσίκος και προσθέτει: «Είναι πια καιρός να μειωθούν και οι δικές μας εξοπλιστικές δαπάνες και της Τουρκίας».
Η αναφορά του κ. Κουτσίκου στην ανάγκη μείωσης των εξοπλιστικών δαπανών σε μια συζήτηση γύρω από τις οικονομικές δραστηριότητες των δύο χωρών αναμφίβολα ξαφνιάζει τους αναγνώστες. Ωστόσο, η προβολή από τους Τούρκους του αιτήματος αυτού δεν είναι άμοιρη λεπτών στρατηγικών υπολογισμών. Την εβδομάδα που κύλησε, εμφανίστηκαν στην Τουρκία δημοσιεύματα που αναφέρονταν στην προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να μειώσει τις εξοπλιστικές δαπάνες, στο πλαίσιο εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας. Ο Σουλεϊμάν Γιασάρ, φερ' ειπείν, στο άρθρο του με τίτλο «Η Ελλάδα ''πτώχευσε'' εξαιτίας των εξοπλιστικών δαπανών», παρουσιάζει τις εξοπλιστικές δαπάνες ως σημαντικό λόγο της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα («Ταράφ», 17/12/2009).Το σημαντικότερο, όμως, είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει: «Οι δύο χώρες στο εξής θα πρέπει να σκεφτούν (από κοινού) σοβαρά την περικοπή των εξοπλιστικών δαπανών. Διαφορετικά δεν θα αποφύγουν να περιέλθουν διαδοχικά σε οικονομικό αδιέξοδο».

Η παραπάνω άποψη περί μείωσης των εξοπλιστικών δαπανών αγνοεί παντελώς, από τη μια, την αιτία του κακού, δηλαδή τις επεκτατικές και ηγεμονικές διαθέσεις που ακολουθεί η Τουρκία έναντι της Ελλάδας εδώ και δεκαετίες, και από την άλλη παραβλέπει τις πραγματικές προθέσεις που κρύβονται πίσω από παρόμοιες προτάσεις: τον εξαναγκασμό της ελληνικής ηγεσίας σε εφ' όλης της ύλης διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα. Γίνεται, συνεπώς, αντιληπτό κι από τον πλέον ανυποψίαστο αναγνώστη ότι η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να ανακοινώσει μείωση των εξοπλιστικών δαπανών ήταν ένα «μήνυμα» που έγινε αντιληπτό από την άλλη πλευρά ως «αλλαγή» στις προτεραιότητες της χώρας: Πρώτα έρχεται πλέον -και επισήμως- η οικονομική ευημερία και μετά η ασφάλεια της χώρας. Επόμενο είναι, λοιπόν, να αυξηθούν οι πιέσεις της Άγκυρας στο άμεσο μέλλον.

Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ότι η κακή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας αποτελεί ερέθισμα αφενός για τη βελτίωση της τουρκικής οικονομίας, και αφετέρου για την αύξηση γενικά της επιχειρηματικότητας στην περιοχή μας και ειδικότερα των πιέσεων προς εμάς. Πέρα από τη δέουσα προσοχή που οφείλει να δώσει ο πολιτικός και επιχειρηματικός κόσμος στις προτάσεις «συνεργασίας» με τους επιχειρηματικούς κύκλους της γείτονος (καλό παράδειγμα αποτελεί η δυσμένεια στην οποία έχει περιέλθει το Τελ Αβίβ, παρόλο που πρόσφερε σημαντική πολιτική στήριξη στην Άγκυρα), που δεν δρουν κατ' ανάγκη ανεξέλεγκτα και χωρίς σχέδιο με μόνο στόχο το κέρδος όπως άλλοι λαοί, είναι επιβεβλημένο να επιδείξει και μια αξιόλογη και συντονισμένη προσπάθεια επιχειρηματικότητας στις αγορές της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 20/12/2009


Για περισσότερα...

15/12/09

Το κουρδικό κόμμα της Τουρκίας στο «εδώλιο του κατηγορουμένου»


Εξετάσεις δημοκρατίας δίνει η Τουρκία αυτές τις μέρες που εκδικάζεται η υπόθεση του κουρδικού κόμματος της Δημοκρατικής Κοινωνίας μέσα σε κλίμα έντασης. Η ετυμηγορία του Συνταγματικού Δικαστηρίου θα καθορίσει και τα όρια της «δημοκρατίας» στην οποία στοχεύει η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ στην Τουρκία.

Μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα βίας και έντασης των δύο στοιχείων, Τούρκων και Κούρδων, στη Νοτιοανατολική Μικρά Ασία, ξεκίνησε η δίκη του Κόμματος της Δημοκρατικής Κοινωνίας (DTP) στην Τουρκία. Τα πνεύματα οξύνθηκαν ιδιαίτερα μετά την πολύνεκρη επίθεση που δέχτηκαν στην κωμόπολη Ρεσάντιε του Ευξείνου Πόντου οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, η οποία αποδόθηκε σε κούρδους αγωνιστές.

Την εβδομάδα που κύλησε η τουρκική δικαιοσύνη προχώρησε στην εξέταση των στοιχείων εκείνων που βαρύνουν το κουρδικό κόμμα της Τουρκίας, το οποίο είχε κατηγορηθεί τον Νοέμβριο του 2007 ότι «μετατράπηκε σε κέντρο ενεργειών που βάλλουν κατά της αδιαίρετης ενότητας του κράτους με τη χώρα και το έθνος του». Η εισαγγελία συγκεκριμένα ζητεί την οριστική παύση λειτουργίας του κόμματος με το αιτιολογικό ότι έχει παραβιαστεί το άρθ. 68.4 του Συντάγματος και τα άρθρα 78, 80, 81, 82 και 90 του Νόμου περί Πολιτικών Κομμάτων, που αφορούν την προστασία του εθνικού κράτους και απαγορεύουν τη σύσταση εθνικών, θρησκευτικών, ταξικών και περιφερειακών κομμάτων. Το κατηγορητήριο ζητεί ακόμη την οριστική αναστολή της πολιτικής δράσης της ηγεσίας του κόμματος της Δημοκρατικής Κοινωνίας, αλλά και ενός πολύ μεγάλου αριθμού στελεχών του. Ας σημειωθεί ότι για την οριστική απαγόρευση της λειτουργίας του κόμματος απαιτείται η ψήφος τουλάχιστον επτά εκ των ένδεκα δικαστών. Σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης, ανοίγει ο δρόμος για την προσφυγή των Κούρδων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Η συγκυρία μέσα στην οποία ξεκίνησε η εξέταση της υπόθεσης του Κόμματος της Δημοκρατικής Κοινωνίας από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τουρκίας προκαλεί υποψίες για τις προθέσεις της ισλαμικής κυβέρνησης ΑΚΡ τόσο για το πολυδιαφημισμένο «δημοκρατικό άνοιγμα» όσο και για τη στάση της απέναντι στη Δύση. Οι εμπρηστικές δηλώσεις μερίδας βουλευτών του ΑΚΡ για τα πρόσφατα γεγονότα στον Εύξεινο Πόντο ενισχύουν την εκδοχή ότι οι ισλαμιστές έχουν στόχο να ενοχοποιήσουν το κουρδικό κόμμα και ακολουθώντας την πάγια τακτική των κυρίαρχων τουρκικών κομμάτων να ταυτίσουν τα (φιλο)κουρδικά κόμματα της γείτονος με τον ένοπλο αγώνα που διεξάγουν οι αγωνιστές του ΡΚΚ. Σε κάθε περίπτωση, το βέβαιο είναι ότι η πολιτική δράση και ο πολιτικός λόγος του κουρδικού κόμματος ενοχλεί το κυβερνών κόμμα, που το θεωρεί ως τον μόνο αντίπαλό του στη Νοτιοανατολική Μικρά Ασία. Παρά τις συναινετικές δηλώσεις και πρόσκληση προς τους αρχηγούς των κομμάτων για σύνοδο κορυφής των πολιτικών αρχηγών που απηύθυνε ο Πρόεδρος της Τουρκίας Αμπντουλάχ Γκιουλ από τα Τίρανα όπου βρίσκεται, είναι γεγονός ότι εφαρμόζεται μια ασύστολη πολιτική εκφοβισμού της ηγεσίας του κουρδικού κόμματος. Και αυτό οφείλεται στις ανησυχίες του ΑΚΡ ότι το κουρδικό κόμμα θα επιδιώξει να καρπωθεί τα πολιτικά οφέλη από την ενδεχόμενη «ειρήνευση» στην περιοχή και θα εκμεταλλευτεί την κατάσταση για περαιτέρω προώθηση των δικαιωμάτων της κουρδικής μειονότητας στη χώρα αυτή.

Η δίκη του κουρδικού κόμματος διεξάγεται επίσης σε μια χρονική στιγμή που η Άγκυρα μόλις πέρασε αλώβητη τις ευρωπαϊκές «συμπληγάδες» κατορθώνοντας να αναβάλει για την επόμενη χρονιά τις διεθνείς υποχρεώσεις της, συγκεκριμένα την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και το άνοιγμα των λιμανιών και των αεροδρομίων της στα πλοία και αεροσκάφη της Λευκωσίας. Η δίκη χρονικά συνέπεσε επίσης με την επίσκεψη του ισλαμιστή πρωθυπουργού της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στις ΗΠΑ. Είναι γνωστές οι απαιτήσεις της Ουάσινγκτον από την Άγκυρα όσον αφορά τη συνδρομή σε στρατιώτες στο Αφγανιστάν, το ισχυρό χαρτί στο χέρι της Τουρκίας, και θεωρητικά τουλάχιστον την εξασφάλιση ευνοϊκότερων συνθηκών για τις εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες σε αυτήν τη χώρα. Η σημασία, όμως, που δίνει η Ουάσινγκτον στους Κούρδους, προκύπτει από το γεγονός ότι από τις αρχές του νέου έτους το κουρδικό κόμμα εξασφάλισε άδεια λειτουργίας της αντιπροσωπείας του μετά τις Βρυξέλλες και στην αμερικανική πρωτεύουσα. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η Άγκυρα επιδιώκει να εκμεταλλευτεί το πλαίσιο συνεργασίας στον τομέα της πληροφόρησης με τις ΗΠΑ για να πετύχει ισχυρότερα χτυπήματα στους κούρδους αγωνιστές.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Κόμμα της Δημοκρατικής Κοινωνίας παίζει ως αυτήν τη στιγμή ηγετικό ρόλο στον εκδημοκρατισμό της χώρας αυτής, μονοπώλιο που ίσως να ήθελε να κατέχει το ισλαμικό κόμμα. Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου για το μέλλον του κουρδικού κόμματος, που αναμένεται από στιγμή σε στιγμή, θα αποτελέσει το σημαντικότερο τεκμήριο για τις προθέσεις της ισλαμικής κυβέρνησης -και ως έναν βαθμό του κεμαλικού κατεστημένου που έχει σημαντικό λόγο στα θέματα ασφάλειας- όσον αφορά τη «διεύρυνση» της δημοκρατίας στη γείτονα.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 13/12/2009


Για περισσότερα...

8/12/09

Το δημοψήφισμα, η ισλαμική κυβέρνηση της Τουρκίας και τα ανθρώπινα δικαιώματα


Τις έντονες αντιδράσεις της τουρκικής ηγεσίας προκάλεσε το δημοψήφισμα για την απαγόρευση ή όχι των μιναρέδων στην Ελβετία. Η στάση που υιοθέτησε η τουρκική κυβέρνηση ΑΚΡ στο θέμα αυτό είναι ενδεικτική του ρόλου που επιδιώκει να παίξει στον ισλαμικό κόσμο και του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται τα «ανθρώπινα δικαιώματα» στην εφαρμογή της εξωτερικής της πολιτικής.

Το «όχι» των Ελβετών στο δημοψήφισμα, το οποίο αποφασίστηκε μετά τη συγκέντρωση του απαραίτητου αριθμού υπογραφών, παρείχε στους αξιωματούχους της ισλαμικής κυβέρνησης της Τουρκίας την ευκαιρία να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους στον ισλαμικό κόσμο. Σύσσωμη η ηγεσία της ισλαμικής κυβέρνησης ΑΚΡ κατέκρινε την ελβετική κυβέρνηση για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος αναφορικά με τους μιναρέδες των τζαμιών που χτίζουν οι μουσουλμανικές κοινότητες στην εν λόγω χώρα για τις θρησκευτικές τους ανάγκες. Κοινό σημείο των δηλώσεων της ισλαμικής ηγεσίας της Τουρκίας ήταν ότι το δημοψήφισμα αντιβαίνει στις βασικές αρχές και τους κανόνες διεξαγωγής ενός δημοψηφίσματος, καθώς στη συγκεκριμένη περίπτωση τέθηκαν σε ψηφοφορία ζητήματα που άπτονταν βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ο ισλαμιστής πρωθυπουργός της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξέφρασε την άποψη ότι η εξέλιξη αυτή είναι ενδεικτική της «ανόδου των ρατσιστικών και εθνικιστικών ρευμάτων» στη γηραιά ήπειρο και ότι η στέρηση των αυτονόητων δικαιωμάτων αποδεικνύει έναν «παρωχημένο τρόπο σκέψης». Από τη μεριά του ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου, που βρισκόταν αυτές τις μέρες στη χώρα μας για τη Σύνοδο του ΟΑΣΕ και με την ευκαιρία αυτή επιχείρησε να εξασφαλίσει την επίσημη δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης στα ζητήματα που έθεσε πριν από λίγο καιρό με επιστολή του ο ισλαμιστής πρωθυπουργός, δήλωσε επίσης τη διαφωνία του στο να τίθεται ένα ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη λαϊκή ετυμηγορία. Τόνισε ακόμη ότι η ελβετική ηγεσία «κατανόησε το σφάλμα της» και ότι η Άγκυρα είναι έτοιμη να συνδράμει στις προσπάθειες της Ελβετίας να εκτονωθεί η κρίση, καθώς προέχει η αποφυγή μιας νέας «πολιτισμικής σύγκρουσης» στην Ευρώπη. Ωστόσο, η πρόταση να επανέλθουν τα πράγματα στο πρότερο καθεστώς είναι ενδεικτική του πρίσματος μέσα από το οποίο ο Νταβούτογλου προσεγγίζει τις σχέσεις Ισλάμ και Ανατολής: ως αντιπαράθεση ισχύος. «Εφόσον», λέει ο τούρκος υπουργός, «χρειάστηκε να συγκεντρωθούν 100.000 υπογραφές για να τεθεί το θέμα σε δημοψήφισμα, ας συγκεντρωθούν άλλες 100.000 για ένα νέο δημοψήφισμα που θα διορθώσει τα κακώς κείμενα».

Ωστόσο, οι δηλώσεις του Εγκεμέν Μπαγίς, αρμόδιου για τις διαπραγματεύσεις με τις Βρυξέλλες, προκάλεσαν μεγαλύτερο προβληματισμό, καθώς προχωράνε ένα βήμα παραπέρα. Ο Μπαγίς αποκάλεσε την Ελβετία «υπαίθριο μουσείο όπου απουσιάζει η καλή διάθεση» και προσκάλεσε τους μουσουλμάνους που διαθέτουν λογαριασμούς στις ελβετικές τράπεζες να καταθέσουν τα λεφτά τους (περίπου 50 δισ. δολάρια) σε τουρκικές τράπεζες! Η τοποθέτηση αυτή, που κορυφώνει την αντιπαράθεση, προδίδει ίσως και τις πραγματικές διαθέσεις των Τούρκων όσον αφορά τον ρόλο που θέλουν να διαδραματίσουν μεταξύ Ευρώπης και ισλαμικού κόσμου. Η οικονομική αλληλεξάρτηση που επιδιώκεται στο πλαίσιο του δόγματος Νταβούτογλου για «μηδενικά προβλήματα» με τους γείτονες, φαίνεται να αποτελεί τον ιδανικότερο μοχλό πίεσης στα χέρια της τουρκικής διπλωματίας. Αν αυτή είναι η αντίδραση απέναντι σε μια μακρινή χώρα που αποτελεί ισχυρό κέντρο χρηματοπιστωτικών θεσμών, φανταστείτε την τύχη των εγγύτερων προς την Τουρκία χωρών, κι ας έχουν επενδύσει δισεκατομμύρια σε αυτήν. Αυτό προκύπτει και από το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών πολλών χωρών που ανέπτυξαν οικονομικές σχέσεις με την Άγκυρα, πιστεύοντας ότι διείσδυσαν σε μια μεγάλη αγορά. Οι περισσότερες, αντί να εξάγουν τα εμπορεύματά τους, κατέληξαν να εισάγουν από την Τουρκία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ζήτημα άπτεται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θρησκευτικών ελευθεριών και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με τη δέουσα προσοχή και σεβασμό. Εντούτοις, η εικόνα του μιναρέ, για τον οποίο ο λόγος, συνιστά κάτι περισσότερο από ένα απλό θρησκευτικό σύμβολο. Ο μιναρές συμβολίζει ένα συγκεκριμένο και περίπλοκο καθεστώς που προσεγγίζει περισσότερο σ' ένα άρτιο πολιτικό μόρφωμα αντί σε μια απλή θρησκεία. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο Ερντογάν, όταν ήταν δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, είχε παρομοιάσει σε πολιτική συγκέντρωση την εικόνα του μιναρέ με την ξιφολόγχη, των τρούλων με τα κράνη, των τζαμιών με τους στρατώνες και των πιστών με τους στρατιώτες που θα χρησιμοποιηθούν εναντίον εκείνων που θα σταθούν εμπόδιο στην υλοποίηση των σχεδίων τους, εννοώντας τους Κεμαλιστές. Για τη δήλωσή του αυτή, ο Ερντογάν είχε δεχτεί τις ποινικές κυρώσεις που προβλέπονταν από την τουρκική νομοθεσία.

Οι δηλώσεις της τουρκικής ηγεσίας περί σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θρησκευτικών ελευθεριών βρίσκουν σύμφωνο κάθε εχέφρον πρόσωπο. Ωστόσο, οι αναφορές του Νταβούτογλου στην αμφιλεγόμενη συνύπαρξη του ισλαμικού με το χριστιανικό στοιχείο στην Κωνσταντινούπολη προκαλούν τουλάχιστον αγανάκτηση, όταν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαβιώνουν το ελληνορθόδοξο στοιχείο και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτό που είναι αυτονόητο για τις μουσουλμανικές κοινότητες της Ελβετίας, το να έχουν δηλαδή άρτιους χώρους λατρείας, δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο για τις χριστιανικές μειονότητες στη γείτονα χώρα. Και το πιο χειροπιαστό παράδειγμα είναι η κατάφωρη καταπάτηση των θρησκευτικών ελευθεριών της προστατευόμενης, κατά τα άλλα, από διεθνείς συνθήκες ελληνικής μειονότητας. Συγκεκριμένα, η Άγκυρα όχι μόνο απορρίπτει πεισματικά την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αλλά εδώ και ένα διάστημα έχει θέσει θέμα αμοιβαιότητας, απαιτώντας τη λειτουργία ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος στην ελληνική Θράκη, το οποίο βεβαίως θα ελέγχει άμεσα.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η αντίδραση στο ελβετικό «όχι» είχε διεθνείς πολιτικές και οικονομικές προεκτάσεις. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί άλλωστε το γεγονός ότι ουδεμία τοποθέτηση υπήρξε από την κυβέρνηση ΑΚΡ όσον αφορά την πρόσφατη απόφαση της αζέρικης δικαιοσύνης για την κατεδάφιση παράνομα οικοδομηθέντος τεμένους στο Μπακού; Η Άγκυρα ακολουθεί μια πολιτική δύο μέτρων και δύο σταθμών στα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θρησκευτικών ελευθεριών, καθώς ανατρέχει σε αυτά κάθε φορά που έχει ανάγκη να προασπίσει τα εθνικά της συμφέροντα και, αντιθέτως, κωφεύει στις εκκλήσεις για την παραχώρηση εκ μέρους της των αυτονόητων μειονοτικών δικαιωμάτων. Ας το έχουμε αυτό κατά νου, τώρα που τέθηκε -σχεδόν επισήμως πλέον- ζήτημα μειονότητας από την Άγκυρα.

K. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 6/12/2009


Για περισσότερα...

1/12/09

Ένταση στις σχέσεις Αλεβίδων και Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος


Σε περίοδο έντονης αντιπαράθεσης έχουν εισέλθει οι σχέσεις Αλεβίδων - Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος στην Τουρκία. Η στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης έναντι των Αλεβίδων εγκαινίασε ένα νέο κεφάλαιο στις συζητήσεις περί «δημοκρατικού ανοίγματος», κινητοποιώντας παράλληλα τους αντίπαλους πολιτικούς μηχανισμούς.

Οι σχέσεις μεταξύ των Αλεβίδων και του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (ΡΛΚ) είναι κατά κοινή ομολογία αρκετά τεταμένες το τελευταίο διάστημα. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ιδιαίτερα μετά την κάλυψη που παρείχε ο πρόεδρος του κόμματος Ντενίζ Μπαϊκάλ στον άμεσο συνεργάτη του και εξέχον στέλεχος του ΡΛΚ Ονούρ Οϊμέν, γνωστό σε εμάς κυρίως για τις εξοργιστικές του δηλώσεις κατά το παρελθόν.

Αφορμή για την ένταση υπήρξε η δήλωση του Οϊμέν προ δεκαπενθημέρου στη συζήτηση περί του «δημοκρατικού ανοίγματος» που έλαβε χώρα στην Εθνοσυνέλευση. Ο πρώην διπλωμάτης, αναφερόμενος στα όσα είχε ανακοινώσει ο ισλαμιστής πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για την τρομοκρατία, είχε προβεί σε δηλώσεις που θεωρήθηκαν προσβλητικές από τους Αλεβίδες. Συγκεκριμένα ο Οϊμέν είχε κάνει δηλώσεις που φάνηκε να υποστηρίζουν την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης του Ντερσίμ (σημερινό Τουντζελί) από τον καθεστωτικό στρατό το 1937. Η τοποθέτηση του Οϊμέν, μολονότι ζήτησε συγγνώμη αργότερα, εξόργισε τους Αλεβίδες της περιοχής του Ντερσίμ (στη συγκεκριμένη περίπτωση Κούρδοι), που ένιωσαν αφενός να εξισώνονται με τους αγωνιστές του ΡΚΚ και αφετέρου να προδίδονται από το κόμμα το οποίο στηρίζουν επί χρόνια, παρότι ήταν το κόμμα εκείνο που είχε εφαρμόσει σχέδιο εξόντωσης χιλιάδων αμάχων στον συγκεκριμένο νομό, όσο και τη μετονομασία του.

Η κάλυψη που παρείχε ο Ντενίζ Μπαϊκάλ στον Οϊμέν, παρά την έμμεση έκφραση της αντίθεσής του στις επιχειρήσεις καταστολής εκ των υστέρων, εξόργισε τις οργανώσεις των Αλεβίδων, αλλά κυρίως τα στελέχη του κόμματος αλεβικής καταγωγής. Οι μεν οργανώσεις βρήκαν την ευκαιρία να καταδικάσουν την τοποθέτηση του προέδρου του ΡΛΚ και των συνεργατών του, τα δε οργανωμένα στελέχη του κόμματος να αποχωρήσουν μαζικά από τις τοπικές οργανώσεις -κυρίως στις νοτιοανατολικές επαρχίες της Τουρκίας- σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Εξάλλου, με την πράξη τους αυτή οι τελευταίοι έδιναν μια ισχυρή απάντηση στον Μπαϊκάλ, ο οποίος, απευθυνόμενος προς τον πρωθυπουργό Ερντογάν, είχε θεωρήσει τους Αλεβίδες δεδομένους συμμάχους του ΡΛΚ. Ο Μπαϊκάλ, ποντάροντας προφανώς στο ότι οι Αλεβίδες, λόγω δογματικών διαφορών με τους Σουνίτες, δεν θα συνέπρατταν πολιτικά με την ισλαμική παράταξη, είχε αποθαρρύνει εμφατικά τον Ερντογάν να τους προσεγγίσει. Σημαντικός αριθμός Αλεβίδων, λοιπόν, όχι μόνο παραιτήθηκε από το κόμμα, αλλά εισχώρησε σε άλλα κόμματα, όπως το κυβερνών ισλαμικό κόμμα, εκφράζοντας έτσι με τον πιο έντονο τρόπο τη δυσαρέσκειά του για τον τρόπο με τον οποίο η ηγεσία του ΡΛΚ χειρίστηκε την όλη υπόθεση.

Εξάλλου, πέραν του ισλαμικού κόμματος ΑΚΡ, ενδιαφέρον να προσεγγίσει τους Αλεβίδες έδειξε και το Κόμμα της Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) του Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Οι υπερεθνικιστές μάλιστα δεν έχασαν την ευκαιρία να προτείνουν και ένα σχέδιο δράσης δέκα σημείων για την εξομάλυνση των σχέσεων Αλεβίδων και κράτους. Ας σημειωθεί ότι η πρόταση των υπερεθνικιστών περιείχε μεγάλο αριθμό πάγιων αιτημάτων της εν λόγω κοινότητας, όπως για παράδειγμα τη συμμετοχή των Αλεβίδων στην Προεδρία των Θρησκευτικών Υποθέσεων, τη χρηματοδότησή τους από το κράτος κ.λπ. Το παράδοξο της υπόθεσης, βέβαια, έγκειται στο ότι κατά το παρελθόν οι υπερεθνικιστές πρωτοστάτησαν στις βίαιες επιθέσεις ενάντια στους Αλεβίδες.

Η απρόσμενη εξέλιξη που σημειώθηκε στις σχέσεις μεταξύ ΡΛΚ και Αλεβίδων αποδεικνύει ότι η κατάσταση της κοινότητας αυτής, η οποία είχε βάναυση μεταχείριση από το καθεστώς και το παρακράτος, αποτελεί ένα θέμα που πρέπει να επιλυθεί μαζί με όλα τα ζητήματα της ίδιας κατηγορίας στο πλαίσιο ενός σοβαρού δημοκρατικού διαλόγου. Το γεγονός ότι όλες σχεδόν οι παρατάξεις έδειξαν ενδιαφέρον προς τους Αλεβίδες, μολονότι οι τελευταίοι έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με τα κόμματα αυτά, είναι ενδεικτικό και της δυνάμει πολιτικής τους ισχύος, έστω και περιορισμένης, στη γείτονα χώρα, η οποία θα μπορούσε να μεταφραστεί σε δυναμικότερη παρουσία αν οι συνθήκες ήταν ώριμες.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 29/11/2009

Για περισσότερα...