31/8/10

Σε ισλαμικά ομόλογα στρέφεται η Τουρκία


Σε δανεισμό από την ισλαμική χρηματαγορά μέσω αγοράς σουκούκ (ισλαμικά χρεόγραφα) προσέφυγαν για πρώτη φορά τούρκοι επιχειρηματίες. Στην άντληση κεφαλαίων από παρόμοιες εναλλακτικές πηγές δανεισμού μπορεί να προσφύγει προσεχώς και το τουρκικό Δημόσιο, σύμφωνα με κυβερνητικούς αξιωματούχους.

Tην εβδομάδα που πέρασε τούρκοι επιχειρηματίες προσέφυγαν για πρώτη φορά στην ιστορία της «κοσμικής» Τουρκίας σε δανεισμό δεκάδων εκατ. δολαρίων από την ισλαμική αγορά κεφαλαίων, πράξη που έγινε σύμφωνα με τους ισλαμικούς νόμους. Η προσφυγή στα ισλαμικά ομόλογα, γνωστά και ως σουκούκ, προσφέρει μια ανεπανάληπτη ευκαιρία για τη χρηματοδότηση της τουρκικής οικονομίας, η οποία αντιμετωπίζει επίσης σοβαρά προβλήματα ρευστότητας.

Η χρηματοδότηση πραγματοποιήθηκε από τη συνεταιριστική (ισλαμική) Κουβεϊτιανοτουρκική Τράπεζα με τη μεσολάβηση της Citibank και του κουβεϊτιανού επενδυτικού ομίλου LMH (Liquidity Management House). Το ποσό που άντλησε η Τουρκία ανέρχεται στα 100 εκατ. δολάρια, ενώ η προσφορά ξεπέρασε κάθε προσδοκία υπερκαλύπτοντας το απαιτούμενο ποσό κατά 45%. Τα ομόλογα ήταν τριετούς διάρκειας με απόδοση 5,25% ετησίως. Η επιτυχής άντληση κεφαλαίων γεμίζει τους επιχειρηματικούς κύκλους της γείτονος με αισιοδοξία ότι η τουρκική αγορά σύντομα θα αντλήσει επιπλέον κεφάλαια από τη χρηματαγορά του Περσικού Κόλπου, η οποία σύμφωνα με εκτιμήσεις ανέρχεται σε πολλά δισ. δολάρια.

Σε θρησκευτική εκδήλωση ιφτάρ -πρόκειται για τον δείπνο της ισλαμικής κοινότητας πιστών μετά τη διακοπή της ολοήμερης νηστείας- που πραγματοποιήθηκε από την Κουβεϊτιανοτουρκική Τράπεζα με αφορμή τη δημοπρασία των ομολόγων, συμμετείχε και ο υπουργός Οικονομικών Μεχμέτ Σιμσέκ. Ο Σιμσέκ σημείωσε ότι η δημοπρασία αποτελεί ένα σημείο καμπής για την Τουρκία και ότι το ισλαμικό ομόλογο αποτελεί ένα σημαντικό προϊόν για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών της τουρκικής οικονομίας. Αυτό, όμως, που προκαλεί εντύπωση στις δηλώσεις του Σιμσέκ είναι ότι δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ να προχωρήσει στη θέσπιση του κατάλληλου νομικού πλαισίου για τα ισλαμικά ομόλογα, το οποίο απουσιάζει σήμερα από την Τουρκία, ούτως ώστε να επωφεληθεί τόσο το Δημόσιο όσο και ο επιχειρηματικός κόσμος.

Το σουκούκ είναι ένα χρηματοπιστωτικό προϊόν σύμφωνο προς τις ισλαμικές επιταγές. Το ισλαμικό ομόλογο αντικαθιστά τα δυτικού τύπου ομόλογα, καθώς το ισλαμικό δίκαιο απαγορεύει την παροχή δανείου με τόκο. Αναλυτικότερα το σουκούκ είναι ένα είδος τίτλου ιδιοκτησίας ακινήτων ή επιχειρηματικών σχεδίων το οποίο πωλείται, ενοικιάζεται και αγοράζεται εκ νέου από τον αρχικό ιδιοκτήτη του. Λειτουργεί βάσει της αρχής της συμμετοχής σε προκαθορισμένα ποσοστά κέρδους, όπως επίσης και σε ζημίες ανάλογα με τη συνεισφορά των εμπλεκομένων μερών. Συνεπώς η επιχείρηση που εκδίδει τα ισλαμικά ομόλογα, αρχικά τα πωλεί στους επενδυτές. Στη συνέχεια οι επενδυτές ενοικιάζουν τα εν λόγω χρεόγραφα στην εκδότρια επιχείρηση έναντι ενός προκαθορισμένου μισθώματος. Στο τέλος της συμφωνημένης χρονικής περιόδου η επιχείρηση που εξέδωσε τα ισλαμικά ομόλογα, τα αγοράζει στην αρχική τους τιμή. Έτσι, σύμφωνα με τη σαρία, ο εκδότης θεωρείται ότι είχε εισπράξει νομίμως τα έσοδα από το κτήμα, επιχείρηση κ.λπ. που ενοικίασε σε τρίτους. Και συνεπώς τα έσοδά του δεν θεωρείται ότι προήλθαν από τόκους.

Στις ημέρες μας οι πιο αναπτυγμένες αγορές σουκούκ είναι στη Μαλαισία και τον Περσικό, ενώ αυτού του είδους το ισλαμικό προϊόν έχει επίσης εισαχθεί στις ευρωπαϊκές αγορές από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Αρχικά φαίνεται ότι η Γαλλία προσέλκυσε τέτοιου είδους χρεόγραφα και επιχείρησε μάλιστα να γίνει το κέντρο έκδοσής τους. Αυτήν τη στιγμή όλα δείχνουν ότι το Λονδίνο αποτελεί το πλέον αναπτυγμένο κέντρο έκδοσης των σουκούκ στην Ευρώπη, καθώς η Βρετανία πέτυχε, απ' ό,τι φαίνεται, να κάνει τις κατάλληλες τροποποιήσεις στη νομοθεσία της ώστε να μην έρχεται σε αντιπαράθεση με τη σαρία.

Η στροφή της Τουρκίας προς το σουκούκ δεν μπορεί παρά να επιβεβαιώσει την αλλαγή που έχει συντελεστεί σε επίπεδο λαϊκής βάσης, συνεπεία της χρεοκοπίας του «κοσμικού» καθεστώτος. Ωστόσο, το ισλαμικό ομόλογο δεν συνιστά παρά μία μόνο μέθοδο άντλησης κεφαλαίων από τις πλούσιες σε υδρογονάνθρακες αραβικές και ισλαμικές χώρες, οι οποίες στηρίζουν οικονομικά την Τουρκία τουλάχιστον από τη δεκαετία του '80. Γεγονός είναι πάντως ότι η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ επιταχύνει -ενώ οι κεμαλιστές τηρούν σιγήν ιχθύος- τους ρυθμούς εισροής ισλαμικού κεφαλαίου στη χώρα, πράξη τα αποτελέσματα της οποίας είναι εδώ και καιρό ορατά. Η χώρα επιστρέφει ολοταχώς στο οθωμανικό σύστημα!

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 29/8/2010


Για περισσότερα...

23/8/10

Προς αναθεώρηση του Πρωτοκόλλου της Πολιτικής Εθνικής Ασφαλείας;


Αναθεωρημένη έκδοση του Πρωτοκόλλου της Πολιτικής Εθνικής Ασφαλείας φαίνετε να έχει καταθέσει η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ στους στρατιωτικούς. Αλλαγές στο εν λόγω πρωτόκολλο ενδέχεται να πυροδοτήσουν νέες εντάσεις μεταξύ των δύο παρατάξεων.

Η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ φέρεται να έχει καταθέσει την αναθεωρημένη μορφή του Πρωτοκόλλου της Πολιτικής Εθνικής Ασφαλείας στην στρατιωτική ηγεσία. Σύμφωνα με τον τουρκικό Τύπο το κείμενο έχει δοθεί στους στρατιωτικούς κατά την πρόσφατη μηνιαία συνεδρίαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, στην οποία συμμετείχε για τελευταία φορά ο απερχόμενος αρχηγός του τουρκικού επιτελείου στρατηγός Ιλκέρ Μπασμπούγ.

Κατά τη διάρκεια της πεντάωρης συνεδρίασης, η οποία πραγματοποιήθηκε υπό την προεδρία του Προέδρου Αμπντουλάχ Γκιούλ, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία εξέτασαν τα μείζονος σημασίας ζητήματα ασφάλειας της Τουρκίας. Σύμφωνα με το δελτίο Τύπου που εκδόθηκε μετά τη συνεδρίαση, τα θέματα που συζητήθηκαν αφορούσαν τις μεθόδους αντιμετώπισης του ένοπλου αγώνα που διεξάγουν οι κούρδοι αγωνιστές (ΡΚΚ) στη Νοτιοανατολική Μικρά Ασία, τις ενδεχόμενες επιδράσεις των κοινοβουλευτικών εκλογών στο Ιράκ, το διαφαινόμενο αδιέξοδο στο θέμα των πυρηνικών του Ιράν και τα πιθανά σενάρια επίλυσης της κρίσης, την αξιολόγηση της πορείας των τουρκοισραηλινών σχέσεων μετά τα γεγονότα στα διεθνή ύδατα στα ανοιχτά της Γάζας, τις φυσικές καταστροφές που έπληξαν τον λαό του Πακιστάν κ.λπ. Εξάλλου, όπως αποκάλυψε η ημερήσια «Μπουγκιούν», η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ έθεσε υπόψη των στρατιωτικών την αναθεωρημένη έκδοση του Πρωτοκόλλου της Πολιτικής Ασφαλείας.

Σύμφωνα με τα όσα διέρρευσαν στον Τύπο οι σημαντικότερες αλλαγές αφορούν τον ορισμό της «εσωτερικής απειλής». Στο προσχέδιο που έχει κατατεθεί, φαίνεται ότι η ισλαμική απειλή κατά της εσωτερικής τάξης σημειώνει μικρή υποχώρηση. Συγκεκριμένα η έννοια της απειλής από τα «οπισθοδρομικά» στοιχεία – υπό την έννοια αυτή εννοείται ο κίνδυνος κατάλυσης του κεμαλικού κράτους από τους ισλαμιστές – αντικαθίσταται από τις «οργανώσεις που εκμεταλλεύονται το θρησκευτικό φρόνιμα» του λαού. Έτσι, η κυβέρνηση επιχειρεί να άρει την πίεση που της ασκείται από τους πολιτικούς της αντιπάλους που της αποδίδουν τη διόγκωση της ισλαμικής απειλής. Αντιθέτως, η απειλή που προέρχεται από τον ένοπλο αγώνα των κούρδων αγωνιστών και η συγκείμενη απειλή διάσπασης του κράτους διατηρεί τη θέση της στο κείμενο. Σημειώνεται επίσης ότι καμία πράξη που δεν αναφέρεται ως αδίκημα στη νέα έκδοση του Πρωτοκόλλου, το Σύνταγμα και τους νόμους, δεν θα θεωρείται ως απειλή. Με τον τρόπο αυτό οι ισλαμιστές επιχειρούν να θέσουν φραγμό στη δράση των παρακρατικών οργανώσεων και των αθέμιτων μεθόδων πληροφόρησης που ακολουθούσε η ευρύτερη «κεμαλική» αντιπολίτευση. Οι πληροφορίες αναφέρουν ακόμη ότι όσον αφορά την εξωτερική απειλή, η άποψη της κυβέρνησης είναι, ότι καμία γειτονική χώρα της Τουρκίας δεν θα πρέπει να θεωρείται στο εξής ως απειλή για την Τουρκία. Στα πλαίσια αυτής της προσέγγισης θα αναθεωρηθούν τα εδάφια εκείνα που αφορούν το Ιράν, το οποίο κατείχε την κορυφή στις «εξωτερικές απειλές» της Τουρκίας. Εάν τελικά υιοθετηθεί η πρόταση αυτή θα επέλθει πλήρης αρμονία μεταξύ της φιλο-ιρανικής εξωτερικής πολιτικής που ακολουθεί η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ το τελευταίο διάστημα και της πολιτικής ασφάλειάς της. Ωστόσο, άγνωστο παραμένει πως θα αποτυπωθεί στο πρωτόκολλο, αφενός, η ένταση μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ μετά τα πρόσφατα γεγονότα κατά την μεταφορά ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα, και αφετέρου, η κεκαλυμμένη συνεργασία με το κουρδικό καθεστώς του Βορείου Ιράκ.

Το πρωτόκολλο της πολιτικής εθνικής ασφάλειας θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά λίγο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Το πρωτόκολλο αναθεωρείται κάθε πενταετία, ενώ δέχεται επιμέρους προσαρμογές σε ετήσια βάση. Το 2005 έλαβε χώρα η τελευταία αναθεώρηση του πρωτοκόλλου, στο οποίο η χώρα μας έπαψε να θεωρείται ως μέγιστη απειλή για την Τουρκία. Έως πρότινος το προσχέδιο της αναθεώρησης το ετοίμαζε η πανίσχυρη Γραμματεία του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας. Φέτος, η κυβέρνηση ξεκίνησε τις διαδικασίες από πολύ νωρίς και είχε ήδη εκφράσει τις προθέσεις της τόσο για τη μέθοδο διαβούλευσης που θα ακολουθείτο μεταξύ των υπουργείων και των θεσμών ασφάλειας, όσο και για το περιεχόμενο των αλλαγών.

Η στρατιωτική πτέρυγα του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας θα μελετήσει την πρόταση αναθεώρησης του πρωτοκόλλου και τα δύο μέρη θα αποφανθούν για το περιεχόμενο του πρωτοκόλλου στους προσεχείς μήνες. Εντύπωση προκαλεί, ωστόσο, η επιμονή της ισλαμικής κυβέρνησης να προωθήσει ταυτόχρονα τόσες αλλαγές που αφορούν όχι μόνο τις σχέσεις της με το στρατό, αλλά και τη θέση που κατέχει αυτός στο σύστημα. Ας μην λησμονούμε, ότι προηγήθηκε ήδη μία αποτυχημένη προσπάθεια κατά τις προαγωγές των στρατηγών στις αρχές του μήνα, ενώ είναι σε εξέλιξη ο «προεκλογικός αγώνας» για ένα εξαιρετικής συμβολικής σημασίας δημοψήφισμα.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος


Για περισσότερα...

17/8/10

Κουρδική απαίτηση για παραχώρηση καθεστώτος αυτονομίας


(«Δημοκρατικό Άνοιγμα – Καθεστώς». Σκίτσο του Χασλέτ Σογιόζ, «Μιλιέτ», 15/9/2009)

Νέα εξέλιξη σημειώθηκε στο κουρδικό μετά την απαίτηση των Κούρδων να τους παραχωρηθεί καθεστώς αυτονομίας στην Τουρκία. Το γεγονός αυτό αναμένεται να αυξήσει τις πιέσεις προς την ισλαμική κυβέρνηση, καθώς συνδέεται με το δόγμα της «εδαφικής ακεραιότητας» στο οποίο η κεμαλική παράταξη προσδίδει μεγάλη σημασία.

Την παραχώρηση αυτόνομου καθεστώτος στον κουρδικό λαό ζήτησαν από την ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ κορυφαίοι κούρδοι πολιτικοί. Το αίτημα των κούρδων ηγετών διατυπώθηκε την περασμένη εβδομάδα στα πλαίσια των εργασιών της Συνέλευσης για μία Δημοκρατική Κοινωνία (ΣΔΚ) και συνοδεύτηκε από αίτημα για αμοιβαίο τερματισμό των εχθροπραξιών.

Στην 4η Γενική Συνέλευση της ΣΔΚ που διήρκησε δύο μέρες και έλαβε χώρα στα γραφεία της Τ.Ο. Ντιαρμπακίρ του κουρδικού Κόμματος της Ειρήνης και της Δημοκρατίας (ΚΕΔ), κυριάρχησε το θέμα της παροχής αυτόνομου καθεστώτος στον κουρδικό πληθυσμό στα πλαίσια των κινήσεων «εκδημοκρατισμού» που φαίνεται ότι θέλει να προωθήσει το ΑΚΡ. Κατά τις εργασίες της Συνέλευσης επικράτησε η άποψη ότι το καθεστώς της «δημοκρατικής αυτονομίας» ταιριάζει απόλυτα στις ανάγκες του κουρδικού λαού που προσδοκά σε ένα πιο φιλελεύθερο καθεστώς. Και αυτό το καθεστώς, δηλώνουν οι κούρδοι, μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν εκδημοκρατιστεί πλήρως η Τουρκία. Η Συνέλευση υιοθέτησε ένα σχέδιο για την αυτονόμηση, οι βασικές γραμμές του οποίου προβλέπουν: α) Ριζικές μεταρρυθμίσεις που θα εξασφαλίσουν τον εκδημοκρατισμό του τουρκικού πολιτικού και διοικητικού συστήματος. β) Την καθιέρωση της κοινωνικής αυτάρκειας ως βασική διοικητική αρχή, δεδομένου ότι η αλλαγή του συστήματος δεν αρκεί από μόνη της για την επίλυση των προβλημάτων. γ) Την υιοθέτηση μιας φιλοσοφίας που θα ενδυναμώνει την περιφέρεια και θα καθιστά τον γηγενή πληθυσμό υπεύθυνο και θα του παρέχει δικαίωμα λόγου στις αποφάσεις αναφορικά με τις μεθόδους επίλυσης προβλημάτων που θα αναπτυχθούν. δ) Την υπεράσπιση της δημοκρατικής συμμετοχής για την ένταξη του γηγενή πληθυσμού στις διαδικασίες λήψης απόφασης και την υιοθέτηση του συστήματος εκπροσώπησης σε όλα τα επίπεδα της τοπικής αυτοδιοίκησης. ε) Την υποστήριξη μίας δομής στην τοπική αυτοδιοίκηση κατά την οποία οι πολιτισμικές διαφορές θα εκφράζονται ελεύθερα αντί μίας νοοτροπίας που βασίζεται στην έννοια του «έθνους και του εδάφους». στ) Τη δημιουργία δομών δημοκρατικής αυτοδιοίκησης, συμπεριλαμβανομένης της υιοθέτησης των ιδιαίτερων χρωμάτων και συμβόλων κάθε περιοχής, δίχως να αναιρείται η έννοια της σημαίας και της επίσημης γλώσσας του «Λαού της Τουρκίας». ζ) Την οργάνωση της δημοκρατικής αυτοδιοίκησης σε «περιφερειακά κοινοβούλια». Τα μέλη τους αποκαλούνται «εκπρόσωποι των περιφερειακών κοινοβουλίων» και έχουν συγκεκριμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις. η) Κάθε περιφέρεια θα αποκαλείται με το όνομα της μεγαλύτερης πόλης που περιλαμβάνεται στα γεωγραφικά της όρια. θ) Την ανάθεση στους νομάρχες της εκτέλεσης των αποφάσεων που έχει λάβει τόσο η κεντρική κυβέρνηση όσο και η τοπική αυτοδιοίκηση.

Στη Συνέλευση (ΣΔΚ) συμμετείχαν σημαντικά ονόματα, όπως ο Αχμέτ Τούρκ και η Αϊσέλ Τουγλούκ, οι οποίοι εκλέχτηκαν στην προεδρία από τους συνέδρους. Οι Τουρκ και Τουγλούκ είχαν διατελέσει πρόεδροι του κουρδικού Κόμματος της Δημοκρατικής Κοινωνίας (ΚΔΚ), το οποίο έκλεισε με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου τον Δεκέμβριο του 2009, ενώ οι ίδιοι είχαν καταδικαστεί σε ποινή πενταετούς αποκλεισμού από κάθε πολιτική δράση. Άλλοι επιφανείς κούρδοι πολιτικοί που έδωσαν το παρόν στη Συνέλευση ήταν ο Σελαχατίν Ντεμίρτας, ο Πρόεδρος του ΚΔΚ, ο Δήμαρχος του Ντιαρμπακίρ, Οσμάν Μπαϊντεμίρ, στέλεχος του ΚΕΔ το οποίο βρέθηκε πρόσφατα στο μάτι του κυκλώνα για την πρόσφατη πρότασή του περί της τοποθέτησης της κουρδικής σημαίας δίπλα στην τουρκική σε δημαρχία της Νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας, ο Χατίπ Ντιτζλέ και η Λεϊλά Ζανά.

Μέλη του κουρδικού Κόμματος της Ειρήνης και της Δημοκρατίας (ΚΕΔ), δήλωσαν ότι το σχέδιο της αυτονόμησης περιλαμβάνει δύο πολύ σημαντικές διαστάσεις: Η πρώτη συνίσταται στο να ενώσει όλες τις κουρδικές οργανώσεις υπό τη σκέπη του ΣΔΚ και η δεύτερη στο να πείσει την κυβέρνηση να υιοθετήσει το επίμαχο σχέδιο. Έσπευσαν ακόμη να δηλώσουν ότι το καθεστώς της «δημοκρατικής αυτονομίας» περιορίζεται με την τοπική αυτοδιοίκηση και δεν πρέπει να συγχέεται με εκείνο των ομοσπονδιών και συνομοσπονδιών. Έτσι, αμέσως μετά το τέλος των εργασιών οργανώθηκαν συλλαλητήρια και πορείες συμπαράστασης στο σχέδιο αυτονομίας σε πόλεις της Νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας. Ωστόσο, οι αστυνομικές δυνάμεις απαγόρευσαν την πορεία και επιτέθηκαν στους διαδηλωτές με δακρυγόνα κ.λπ., αυξάνοντας την ένταση.

Το αίτημα για αυτονόμηση δεν είναι καινούριο. Έχει εκφραστεί πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν από ηγετικές φυσιογνωμίες του κουρδικού πολιτικού κόσμου. Ωστόσο, η υφιστάμενη πολυφωνία και φήμες να θέλουν ηγετικό στέλεχος των κούρδων αγωνιστών του ΡΚΚ να προβαίνει σε δηλώσεις περί αυτονομίας στα μέσα του Αυγούστου, έχουν περιπλέξει την κατάσταση. Στην προσπάθειά τους να αυξήσουν τις πιθανότητες υιοθέτησης του σχεδίου, αλλά και για να πείσουν για τις ειλικρινείς προθέσεις τους, οι κούρδοι σπεύδουν να υπενθυμίσουν την απόφαση της πρώτης τουρκικής εθνοσυνέλευσης – με σύμφωνη γνώμη του Μ. Κ. Ατατούρκ – να παρέχει καθεστώς αυτονομίας στους κούρδους, κάτι που δεν εφαρμόστηκε ποτέ.

Το κουρδικό αίτημα έρχεται σε μία δύσκολη χρονική στιγμή, καθώς το κυβερνόν κόμμα αναγκάστηκε σε ταπεινωτική υποχώρηση ενώπιον των στρατιωτικών στην πρόσφατη κρίση που ξέσπασε στο Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, ενώ η πολιτική του για «δημοκρατικό άνοιγμα» προς τον κουρδικό λαό απείχε κατά πολύ από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Θα πρέπει να υπολογίσουμε ακόμη ότι το ισλαμικό κόμμα ΑΚΡ διανύει προεκλογική περίοδο μιας και το δημοψήφισμα για την κύρωση των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων απέχει μόλις ένα μήνα. Έχει ενδιαφέρον να δούμε αν και κατά πόσο η κίνηση αυτή των κούρδων στοχεύει στο να αποσπάσει αυτονομία από το ισλαμικό κόμμα σε αντάλλαγμα προς την κουρδική υποστήριξή υπέρ των μεταρρυθμίσεων. Γεγονός είναι πάντως ότι η κουρδική αντίσταση δεν στάθηκε δυνατό να καμφθεί ούτε με στρατιωτικά, αλλά ούτε και με πολιτικά μέσα με αποτέλεσμα μία συμβιβαστική λύση, που στη σκέψη της και μόνο ταράζονται οι στρατηγοί, να φαντάζει αναπόφευκτη.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος



Για περισσότερα...

11/8/10

Οι ισλαμιστές εμπόδιο σε εξελίξεις στρατιωτικών



(Εξουσία – «Βγήκε η όρνιθα από το αυγό ή το αυγό από την όρνιθα;». Σκίτσο του Χασλέτ Σογιόζ, «Μιλιέτ» 7/8/2010)

Νέα κρίση μεταξύ ισλαμικής κυβέρνησης και στρατιωτικών ξέσπασε με αφορμή την άρνηση του πρωθυπουργού Ερντογάν να υπογράψει την εξέλιξη του προτεινόμενου για τη θέση του Αρχηγού Στρατού Ξηράς. Η αδυναμία εύρεσης συναινετικής λύσης σε ένα τόσο κρίσιμο θέμα επιβεβαιώνει τις εξαιρετικά κακές σχέσεις μεταξύ των δύο «στρατοπέδων».

Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος την 1η Αυγούστου συνήλθε το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο (YAS) για να εξετάσει τις προαγωγές των ανώτατων αξιωματικών των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Ωστόσο, οι εργασίες του φετινού Συμβουλίου δεν κύλησαν ομαλά, όπως είθισται, με αποτέλεσμα να μην εγκριθούν οι προαγωγές για τις θέσεις του Αρχηγού Γενικού Επιτελείου και του Αρχηγού Στρατού Ξηράς.

Κατά τη διάρκεια των τετραήμερων εργασιών του Συμβουλίου συζητήθηκαν οι προαγωγές (και συνταξιοδοτήσεις) 135 ανώτερων αξιωματικών. Οι εργασίες, όμως, του Συμβουλίου εισήλθαν σε αδιέξοδο κατά τη συζήτηση της προαγωγής έντεκα περιπτώσεων. Πρόκειται για ανώτερους αξιωματικούς τα ονόματα των οποίων εμπλέκονται σε υποθέσεις που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας κατά τις αποκαλύψεις της υπόθεσης «Εργκενεκόν». Οι χαρακτηριστικότερες υποθέσεις είναι το σχέδιο πραξικοπήματος «κλουβί» και εκείνο του «ηλεκτρονικού διαδικτύου» κατά το οποίο οι ένοπλες δυνάμεις φέρονταν να ελέγχουν αρκετές δεκάδες ιστοσελίδες τις οποίες χρησιμοποιούσαν για να διεξάγουν ψυχολογικό πόλεμο.

Η κρίση ξέσπασε όταν ο ισλαμιστής πρωθυπουργός, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος συμμετείχε στις εργασίες του Συμβουλίου έως τη «ρήξη» και στη συνέχεια απείχε αναθέτοντας την εκπροσώπηση της κυβέρνησης στον υπουργό Αμύνης Βετζντί Γκιονούλ, εξέφρασε την αντίρρησή του στην προαγωγή του αντιστράτηγου Χασάν Ιγσίζ στη θέση του Αρχηγού Στρατού Ξηράς. Η ένταση κορυφώθηκε όταν οι στρατιωτικοί επέμειναν στην εξέλιξη του Ιγσίζ. Μολονότι ο Πρόεδρος, Αμπντουλάχ Γκιουλ, ζήτησε από τα δύο μέρη να βρουν μια συμβιβαστική λύση, ο πρωθυπουργός Ερντογάν δεν υπέγραψε την απόφαση τόσο για την προαγωγή του Ιγσίζ, όσο και εκείνη του αντιστράτηγου Ισίκ Κοσανέρ, ο οποίος υπηρέτησε ως Αρχηγός Στρατού Ξηράς και προοριζόταν για τη θέση του Αρχηγού Γενικού Επιτελείου. Ένα από τα σενάρια ήθελε την προαγωγή στην επίμαχη θέση του αρχηγού της Χωροφυλακής, Ατίλα Ισίκ, ο οποίος στα τέλη Αυγούστου θα συνταξιοδοτείτο. Επιμηκύνοντας τη θητεία του Ισίκ η κυβέρνηση μάλλον ευελπιστούσε ότι η κρίση θα επιλυόταν έστω και προσωρινά. Εντούτοις, η κυβέρνηση βρέθηκε προ εκπλήξεως καθώς δεν είχε υπολογίσει προφανώς την πιθανότητα ότι ο Ισίκ θα αιτούνταν τη συνταξιοδότησή του.

Η κίνηση της κυβέρνησης να αρνηθεί την εξέλιξη του Ιγσίζ, ο οποίος ενώ περίμενε την προαγωγή του εκλήθη από τον εισαγγελέα να καταθέσει για τις υποθέσεις στις οποίες φαίνεται αναμεμειγμένος, επιβεβαιώνει την άποψη ότι το ΑΚΡ επιχειρεί να περιορίσει, αν όχι και να ελέγξει, τον στρατό. Ως αποτέλεσμα του συστήματος εξέλιξης που ακολουθείται στον τουρκικό στρατό, είναι γνωστό από πολύ πριν ποιοι αξιωματικοί και περίπου πότε θα βρεθούν στην κορυφή των ενόπλων δυνάμεων. Εκτιμάται ότι αυτή η κίνηση της ισλαμικής κυβέρνησης συνδέεται με την προσπάθειά της να ανατρέψει το εν λόγω «προκατασκευασμένο» σύστημα εξέλιξης και να θέσει εμπόδια στο αμέσως επόμενο σχήμα που θα αναλάβει τη διοίκηση του στρατεύματος. Εξάλλου, σύμφωνα με την εθιμοτυπία, ο διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού γίνεται Αρχηγός Στρατού Ξηράς. Και ο αρχηγός Στρατού Ξηράς στη συνέχεια εξελίσσεται σε Αρχηγό Γενικού Επιτελείου. Και αυτός είναι ένας από τους λόγους που συνήθως δεν συναντάται τούρκος αρχηγός Γενικού Επιτελείου ο οποίος να προέρχεται από τις τάξεις του Ναυτικού ή της Αεροπορίας. Ας σημειωθεί ακόμη ότι η κατανομή δυνάμεων μεταξύ των δύο «στρατοπέδων» είναι «άνιση». Ενώ οι στρατιωτικοί κατέχουν την πλειοψηφία στο Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, οι εξελίξεις που αποφασίζονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου απαιτούν την υπογραφή του Προέδρου, του πρωθυπουργού και του υπουργού Αμύνης. Στην περίπτωση μάλιστα του Αρχηγού Γενικού Επιτελείου απαιτείται έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου. Έτσι οι στρατιωτικοί μπορούν να εισπράξουν ανά πάσα στιγμή την άρνηση της κυβέρνησης στο εν λόγω ζήτημα.

Παρόμοιες κρίσεις έχουν λάβει χώρα και στο παρελθόν στην Τουρκία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της αποκλήρωσης του Ν. Οζτορούν από τη θέση του Αρχηγού Γενικού Επιτελείου επί κυβερνήσεως Τ. Οζάλ και της εκλογής στην επίμαχη θέση του Ν. Τορουμτάι. Ωστόσο, η συγκεκριμένη κρίση διαφέρει από τις προηγούμενες κατά το ότι οι συγκυρίες στα πλαίσια των οποίων λαμβάνει χώρα χαρακτηρίζονται από αστάθεια και ένταση. Στο σημείο που έχουν φτάσει τα πράγματα, οι στρατιωτικοί δεν φαίνονται διατεθειμένοι να παραδώσουν τα «όπλα» τόσο εύκολα. Ενώ οι ισλαμιστές γνωρίζουν τους κινδύνους που ενέχει μια ενδεχόμενη «παραχώρηση» στο κεμαλικό «στρατόπεδο». Μέλλει να δούμε ποια λύση θα προκρίνουν τα δύο μέρη για να εξέλθουν της κρίσεως.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 8/8/2010

Για περισσότερα...

4/8/10

Η πορεία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων συζητήθηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων


Την πορεία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων εξέτασε η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ σε ακροαματική διαδικασία προσφάτως. Η κριτική στάση που τήρησαν οι βουλευτές είναι ενδεικτική της δυσαρέσκειας που επικρατεί στις ΗΠΑ για τις επιλογές της Τουρκίας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις κατά κοινή ομολογία διανύουν μια πολύ δύσκολη περίοδο. Μολονότι οι επίσημες δηλώσεις των αξιωματούχων αμφότερων των χωρών συνεχίζουν να διαψεύδουν την ένταση, η Ουάσινγκτον είναι μάλλον δυσαρεστημένη από την πολιτική που ακολουθεί η Άγκυρα στη διεθνή σκηνή. Χαρακτηριστικό είναι το κλίμα που επικράτησε στην αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων κατά τη διάρκεια της πρόσφατης ακροαματικής διαδικασίας με αντικείμενο τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Στις παρεμβάσεις που ακολούθησαν μπορούσε να διαπιστώσει κανείς την αγωνία αμερικανών πολιτικών για τη στάση που τηρεί η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ σε θέματα που άπτονται τόσο των αμερικανικών συμφερόντων όσο και των πανανθρώπινων αξιών.

Την εβδομάδα που κύλησε διεξήχθη στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων ακροαματική διαδικασία με τίτλο «Ο νέος προσανατολισμός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής: Επιπτώσεις στις σχέσεις ΗΠΑ - Τουρκίας». Ο τίτλος της συζήτησης ίσως να αποκαλύπτει από μόνος του τον τρόπο με τον οποίο οι αμερικανοί πολιτευτές αντιλαμβάνονται την Άγκυρα. Αρκεί κανείς να κοιτάξει το παρελθόν και να κάνει μια σύγκριση με τον τίτλο της περσινής ακροαματικής διαδικασίας: «Οι ΗΠΑ και η Τουρκία: Μια υποδειγματική συνεταιρική σχέση». Οι συγκυρίες, όμως, τότε ήταν πολύ διαφορετικές. Η συζήτηση είχε λάβει χώρα μερικούς μήνες μετά την ανάληψη καθηκόντων του νέου Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα και λίγες μόλις εβδομάδες μετά την πρώτη επίσκεψη του «πλανητάρχη» σε μουσουλμανική χώρα, την Τουρκία. Η διαδικασία είχε λάβει χώρα στο πλαίσιο της υποεπιτροπής για τα θέματα της Ευρώπης, στην οποία προέδρευε ο πρώην βουλευτής Robert Wexler (μέλος του ΔΚ - Πολιτεία της Φλόριντα), γνωστός για τη φιλική του στάση απέναντι στην Άγκυρα. Η νέα διοίκηση διακατείχετο επίσης από προσδοκίες περί ενός «μεσολαβητικού» ρόλου που θα μπορούσε να αναλάβει η Άγκυρα μεταξύ των ΗΠΑ και του ισλαμικού κόσμου, με προφανή στόχο την εξομάλυνση των σχέσεων με την Ανατολή και τη διασφάλιση των αμερικανικών συμφερόντων. Έτσι, αγνοήθηκαν και δεν ελήφθησαν σοβαρά υπόψη σημαντικές ενδείξεις, όπως η αψιμαχία του ισλαμιστή πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον ισραηλινό Πρόεδρο στο Νταβός για τη στάση που θα τηρούσε η Άγκυρα κυρίως στα θέματα της Μέσης Ανατολής.

Όσα διημείφθησαν στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας φέτος αποδεικνύουν τις λανθασμένες εκτιμήσεις της τότε νεοεκλεγμένης αμερικανικής κυβέρνησης για τις προθέσεις της Άγκυρας, αλλά και την τοποθέτηση της αμερικανικής αντιπολίτευσης στο επίμαχο θέμα. Μετά τις εισηγήσεις των Michael Rubin, Ian Lesser, Ross Wilson και του τούρκου Soner Cagaptay (όλοι τους ερευνητές με ειδίκευση στις διεθνείς σχέσεις και την Τουρκία, μεταξύ των οποίων και έμπειροι πρώην διπλωμάτες), ακολούθησαν οι τοποθετήσεις των μελών της Επιτροπής. Κατά τη διάρκεια της τρίωρης ακροαματικής διαδικασίας οι είκοσι περίπου αντιπρόσωποι επικεντρώθηκαν σε πέντε θέματα. Τα μέλη της Επιτροπής άσκησαν έντονη κριτική για την εν γένει αρνητική στάση που τηρεί η Άγκυρα έναντι των συμβατικών και άλλων υποχρεώσεών της απέναντι στους συμμάχους της. Εκφράστηκαν, όμως, με ιδιαίτερα επικριτικά σχόλια όσον αφορά την πολιτική της Τουρκίας κυρίως στη Μέση Ανατολή, καθώς, αφού πρώτα έστρεψε τα νώτα της στο Ισραήλ, φαίνεται να προσεγγίζει συστηματικά τη Συρία, το Ιράν και τη Χαμάς, χώρες και οργανώσεις με τις οποίες οι ΗΠΑ δεν διατηρούν ομαλές σχέσεις. Μέλη της Επιτροπής κατέκριναν ακόμη την άρνηση της Τουρκίας να αποδεχτεί τη γενοκτονία που διέπραξαν οι Νεότουρκοι εις βάρος των Αρμενίων και την έλλειψη βούλησης όσον αφορά το θέμα της βελτίωσης των σχέσεών της με την Αρμενία. Οι αντιπρόσωποι συζήτησαν ακόμη και θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως η συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή στην Κύπρο και οι προβληματικές σχέσεις της Άγκυρας με την Αθήνα, με αφορμή τις παραβιάσεις στο Αιγαίο. Τέλος, επικρίθηκαν το επίπεδο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία, οι συνθήκες υπό τις οποίες είναι αναγκασμένο το Οικουμενικό Πατριαρχείο να επιτελεί το έργο του, η έλλειψη της ελευθεροτυπίας κ.ά.

Είναι ηλίου φαεινότερο ότι οι Αμερικανοί είναι δυσαρεστημένοι με τις πολιτικές που ακολουθεί η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ στη διεθνή πολιτική σκακιέρα. Και τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ συγκρούονται πια φανερά με εκείνα της Τουρκίας, ως συνέπεια της προπετούς στάσης της τελευταίας κυρίως στη Μέση Ανατολή. Συνεπώς, οι συγκυρίες δείχνουν να αλλάζουν και εξαιτίας των επιλογών της η Άγκυρα κινδυνεύει, μετά το Ισραήλ, να βρεθεί αντιμέτωπη και με τις ΗΠΑ. Δεν υπάρχει, λοιπόν, αμφιβολία ότι η αλλαγή αυτή που σημειώθηκε στον διεθνή παράγοντα θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη στους στρατηγικούς σχεδιασμούς που αφορούν τη διαχείριση των εθνικών μας συμφερόντων.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 1/8/2010

Για περισσότερα...