27/4/09

Χρεοκοπία της κατευναστικής πολιτικής έναντι του άκρατου Νέοοθωμανισμού


Ενώ η ηγεσία του στενού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει εκφράσει την αντίθεσή της στην πλήρη ένταξη της Τουρκίας, εξαιτίας κυρίως της μηδαμινής προόδου που έχει να επιδείξει το ισλαμικό κυβερνών κόμμα ΑΚΡ ως αυτήν τη στιγμή, η ελληνική κυβέρνηση εξακολουθεί να αμφιταλαντεύεται για το εάν θα πρέπει να συνταχθεί με τους ευρωπαίους εταίρους της.

Η πρόσφατη επίσκεψη του αμερικανού Προέδρου Μπάρακ Ομπάμα στην Τουρκία έβαλε πρόωρο τέλος στην αισιοδοξία που διακατείχε την ελληνική Πολιτεία, η οποία, απʼ ό,τι φάνηκε, είχε εναποθέσει τις ελπίδες της για επίλυση των εθνικών της ζητημάτων στην υποστήριξη της Ουάσινγκτον. Οι ενδείξεις συνηγορούν στο ότι οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις βαίνουν προς «αναβάθμιση» και ότι η Τουρκία αναγνωρίζεται πλέον ως εκκολαπτόμενη περιφερειακή δύναμη στη Μέση Ανατολή. Το ενδεχόμενο επαλήθευσης αυτού του σεναρίου θα συνεπάγεται πιθανότατα και νέες υποχωρήσεις εκ μέρους της Αθήνας στις μεθοδευμένες διεκδικήσεις της Άγκυρας που διακατέχονται από το πνεύμα του Νεοοθωμανισμού.

Το σχέδιο της Άγκυρας να εγκαθιδρύσει μια σφαίρα επιρροής που θα εκτείνεται «από την Αδριατική έως το Σινικό Τοίχος» –το γνωστό όραμα του Τουργκούτ Οζάλ– έχει διατυπωθεί από τα πρώτα κιόλας χρόνια της δεκαετίας 1990. Οι ανακατατάξεις της μεταψυχροπολεμικής περιόδου είχαν προσφερθεί για μια ρηξικέλευθη προσπάθεια εφαρμογής του δόγματος κατʼ αρχάς στις χώρες της βαλκανικής χερσονήσου. Η πολιτική αυτή βέβαια δεν είναι εντελώς καινούργια, καθώς αποτελεί σε μεγάλο βαθμό τη συνέχεια της αναθεωρητικής πολιτικής που ακολούθησε η Άγκυρα από σχεδόν την επομένη της σύναψης της Συνθήκης της Λωζάννης και είχε τα γνωστά αποτελέσματα: αναθεώρηση του καθεστώτος των Στενών, εξαφάνιση της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο, εισβολή στην Κύπρο κ.ο.κ.

Οι εσωτερικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα τις δεκαετίες 1980 και 1990 στην Τουρκία ευνόησαν τη μερική απομυθοποίηση του κεμαλισμού και κυρίως την ανασκευή και προώθηση των οθωμανικών προτύπων στην κοινή γνώμη, συμβάλλοντας στον ιδεολογικό αναπροσανατολισμό της. Το ιδεολογικό υπόβαθρο του νέου δόγματος αποτέλεσαν, λοιπόν, τα οθωμανικά πρότυπα διακυβέρνησης των λαών, όπου η εξουσία ασκείται από τους μουσουλμάνους. Πρωταρχικό ρόλο στο δόγμα αυτό, συνεπώς, παίζει το Ισλάμ: αναπόσπαστο στοιχείο της οθωμανικής εξουσίας. Εξ ου και η δυναμική διαχείριση των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και διεθνών οικονομικών σχέσεων εκ μέρους του κυβερνώντος ισλαμικού κόμματος ΑΚΡ, που επιδιώκει την εξάπλωση της εξουσίας της χώρας στις περιοχές που γειτνιάζει – συχνά πρώην επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εφόσον η άκρατη νεοοθωμανική πολιτική που ακολουθεί η Άγκυρα χαίρει πλέον φανερά όχι μόνο της ανοχής, αλλά και της ευλογίας της υπερατλαντικής συμπολιτείας, τότε λοιπόν το ερώτημα που τίθεται είναι ποια στάση θα πρέπει να τηρήσει η ελληνική κυβέρνηση για να αποφευχθούν τα χειρότερα.

Είναι αλήθεια ότι παρά τις δύσκολες πολιτικές και κυρίως οικονομικές συγκυρίες που επικρατούν στη διεθνή σκακιέρα, οι συσχετισμοί φαίνεται να μην είναι κατʼ ανάγκην απαγορευτικοί ούτε για την αναθεώρηση των συμμαχιών μας στο πλαίσιο της Δυτικής συμμαχίας ή τη σύναψη νέων εκεί που το εθνικό συμφέρον το απαιτεί, ούτε για τον επαναπροσδιορισμό των στόχων και την επανεξέταση της στρατηγικής μας. Ας εκμεταλλευθούμε το γεγονός ότι συμμετέχουμε κυρίως στους ευρωπαϊκούς θεσμούς ως ισότιμα μέλη, στοιχείο που αποτελεί, αναμφίβολα, και το ισχυρότερο διαπραγματευτικό μας χαρτί. Εξάλλου, οι ευρωπαίοι ηγέτες είναι εμφανώς ενοχλημένοι από τη στάση της Ουάσινγκτον, που παραβαίνοντας τα επιτρεπτά όρια υπέδειξε στις Βρυξέλλες να εντάξουν την Τουρκία στην ΕΕ, αλλά και από εκείνη της Άγκυρας που ολοένα και πιο συχνά φέρνει εμπόδια στα πλαίσια των εργασιών είτε της Ατλαντικής Συμμαχίας είτε των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Το Παρίσι και το Βερολίνο προσανατολίζονται ήδη στη θέσπιση ειδικής σχέσης με την Τουρκία, που θα την αποκλείει από τους μηχανισμούς λήψης απόφασης.

Υπό αυτές τις συνθήκες πρέπει να αναλάβουμε και εμείς το μέρος των ευθυνών που μας αναλογεί. Για πόσο ακόμη είμαστε διατεθειμένοι να υποστηρίζουμε άνευ όρων μια σχεδόν αβέβαιη ευρωπαϊκή προοπτική για λογαριασμό της γείτονος; Μια προοπτική που ούτε η ίδια, βάσει στοιχείων που προκύπτουν από τις επιλογές της, δεν είναι σίγουρη ότι πραγματικά επιθυμεί να επιδιώξει!

Η πολιτική μας φαντάζει έτι περισσότερο παράλογη εάν αναλογισθεί κανείς ότι η Άγκυρα αμφισβητεί συνεχώς τον εθνικό εναέριο χώρο και παραβιάζει τα εθνικά χωρικά ύδατα, δεν τηρεί το Πρωτόκολλο της Άγκυρας που προβλέπει την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, το άνοιγμα των λιμανιών και των αεροδρομίων της στα κυπριακά πλοία και αεροσκάφη, κωλυσιεργεί στην εξεύρεση «ομοσπονδιακής» λύσης στο Κυπριακό, ενώ προλειαίνει το έδαφος στη Θράκη.

Πρέπει επιτέλους να μπει ένα τέλος στην κατευναστική πολιτική που εγκαινιάστηκε με την κρίση των Υμίων, συνεχίστηκε με τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη (1997), η οποία αναγνωρίζει τουρκικά «κυριαρχικά δικαιώματα» στο Αιγαίο, με τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι (1999) και κορυφώνεται επί των ημερών μας.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 26/4/2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: