27/4/09

Χρεοκοπία της κατευναστικής πολιτικής έναντι του άκρατου Νέοοθωμανισμού


Ενώ η ηγεσία του στενού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει εκφράσει την αντίθεσή της στην πλήρη ένταξη της Τουρκίας, εξαιτίας κυρίως της μηδαμινής προόδου που έχει να επιδείξει το ισλαμικό κυβερνών κόμμα ΑΚΡ ως αυτήν τη στιγμή, η ελληνική κυβέρνηση εξακολουθεί να αμφιταλαντεύεται για το εάν θα πρέπει να συνταχθεί με τους ευρωπαίους εταίρους της.

Η πρόσφατη επίσκεψη του αμερικανού Προέδρου Μπάρακ Ομπάμα στην Τουρκία έβαλε πρόωρο τέλος στην αισιοδοξία που διακατείχε την ελληνική Πολιτεία, η οποία, απʼ ό,τι φάνηκε, είχε εναποθέσει τις ελπίδες της για επίλυση των εθνικών της ζητημάτων στην υποστήριξη της Ουάσινγκτον. Οι ενδείξεις συνηγορούν στο ότι οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις βαίνουν προς «αναβάθμιση» και ότι η Τουρκία αναγνωρίζεται πλέον ως εκκολαπτόμενη περιφερειακή δύναμη στη Μέση Ανατολή. Το ενδεχόμενο επαλήθευσης αυτού του σεναρίου θα συνεπάγεται πιθανότατα και νέες υποχωρήσεις εκ μέρους της Αθήνας στις μεθοδευμένες διεκδικήσεις της Άγκυρας που διακατέχονται από το πνεύμα του Νεοοθωμανισμού.

Το σχέδιο της Άγκυρας να εγκαθιδρύσει μια σφαίρα επιρροής που θα εκτείνεται «από την Αδριατική έως το Σινικό Τοίχος» –το γνωστό όραμα του Τουργκούτ Οζάλ– έχει διατυπωθεί από τα πρώτα κιόλας χρόνια της δεκαετίας 1990. Οι ανακατατάξεις της μεταψυχροπολεμικής περιόδου είχαν προσφερθεί για μια ρηξικέλευθη προσπάθεια εφαρμογής του δόγματος κατʼ αρχάς στις χώρες της βαλκανικής χερσονήσου. Η πολιτική αυτή βέβαια δεν είναι εντελώς καινούργια, καθώς αποτελεί σε μεγάλο βαθμό τη συνέχεια της αναθεωρητικής πολιτικής που ακολούθησε η Άγκυρα από σχεδόν την επομένη της σύναψης της Συνθήκης της Λωζάννης και είχε τα γνωστά αποτελέσματα: αναθεώρηση του καθεστώτος των Στενών, εξαφάνιση της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο, εισβολή στην Κύπρο κ.ο.κ.

Οι εσωτερικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα τις δεκαετίες 1980 και 1990 στην Τουρκία ευνόησαν τη μερική απομυθοποίηση του κεμαλισμού και κυρίως την ανασκευή και προώθηση των οθωμανικών προτύπων στην κοινή γνώμη, συμβάλλοντας στον ιδεολογικό αναπροσανατολισμό της. Το ιδεολογικό υπόβαθρο του νέου δόγματος αποτέλεσαν, λοιπόν, τα οθωμανικά πρότυπα διακυβέρνησης των λαών, όπου η εξουσία ασκείται από τους μουσουλμάνους. Πρωταρχικό ρόλο στο δόγμα αυτό, συνεπώς, παίζει το Ισλάμ: αναπόσπαστο στοιχείο της οθωμανικής εξουσίας. Εξ ου και η δυναμική διαχείριση των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και διεθνών οικονομικών σχέσεων εκ μέρους του κυβερνώντος ισλαμικού κόμματος ΑΚΡ, που επιδιώκει την εξάπλωση της εξουσίας της χώρας στις περιοχές που γειτνιάζει – συχνά πρώην επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εφόσον η άκρατη νεοοθωμανική πολιτική που ακολουθεί η Άγκυρα χαίρει πλέον φανερά όχι μόνο της ανοχής, αλλά και της ευλογίας της υπερατλαντικής συμπολιτείας, τότε λοιπόν το ερώτημα που τίθεται είναι ποια στάση θα πρέπει να τηρήσει η ελληνική κυβέρνηση για να αποφευχθούν τα χειρότερα.

Είναι αλήθεια ότι παρά τις δύσκολες πολιτικές και κυρίως οικονομικές συγκυρίες που επικρατούν στη διεθνή σκακιέρα, οι συσχετισμοί φαίνεται να μην είναι κατʼ ανάγκην απαγορευτικοί ούτε για την αναθεώρηση των συμμαχιών μας στο πλαίσιο της Δυτικής συμμαχίας ή τη σύναψη νέων εκεί που το εθνικό συμφέρον το απαιτεί, ούτε για τον επαναπροσδιορισμό των στόχων και την επανεξέταση της στρατηγικής μας. Ας εκμεταλλευθούμε το γεγονός ότι συμμετέχουμε κυρίως στους ευρωπαϊκούς θεσμούς ως ισότιμα μέλη, στοιχείο που αποτελεί, αναμφίβολα, και το ισχυρότερο διαπραγματευτικό μας χαρτί. Εξάλλου, οι ευρωπαίοι ηγέτες είναι εμφανώς ενοχλημένοι από τη στάση της Ουάσινγκτον, που παραβαίνοντας τα επιτρεπτά όρια υπέδειξε στις Βρυξέλλες να εντάξουν την Τουρκία στην ΕΕ, αλλά και από εκείνη της Άγκυρας που ολοένα και πιο συχνά φέρνει εμπόδια στα πλαίσια των εργασιών είτε της Ατλαντικής Συμμαχίας είτε των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Το Παρίσι και το Βερολίνο προσανατολίζονται ήδη στη θέσπιση ειδικής σχέσης με την Τουρκία, που θα την αποκλείει από τους μηχανισμούς λήψης απόφασης.

Υπό αυτές τις συνθήκες πρέπει να αναλάβουμε και εμείς το μέρος των ευθυνών που μας αναλογεί. Για πόσο ακόμη είμαστε διατεθειμένοι να υποστηρίζουμε άνευ όρων μια σχεδόν αβέβαιη ευρωπαϊκή προοπτική για λογαριασμό της γείτονος; Μια προοπτική που ούτε η ίδια, βάσει στοιχείων που προκύπτουν από τις επιλογές της, δεν είναι σίγουρη ότι πραγματικά επιθυμεί να επιδιώξει!

Η πολιτική μας φαντάζει έτι περισσότερο παράλογη εάν αναλογισθεί κανείς ότι η Άγκυρα αμφισβητεί συνεχώς τον εθνικό εναέριο χώρο και παραβιάζει τα εθνικά χωρικά ύδατα, δεν τηρεί το Πρωτόκολλο της Άγκυρας που προβλέπει την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, το άνοιγμα των λιμανιών και των αεροδρομίων της στα κυπριακά πλοία και αεροσκάφη, κωλυσιεργεί στην εξεύρεση «ομοσπονδιακής» λύσης στο Κυπριακό, ενώ προλειαίνει το έδαφος στη Θράκη.

Πρέπει επιτέλους να μπει ένα τέλος στην κατευναστική πολιτική που εγκαινιάστηκε με την κρίση των Υμίων, συνεχίστηκε με τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη (1997), η οποία αναγνωρίζει τουρκικά «κυριαρχικά δικαιώματα» στο Αιγαίο, με τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι (1999) και κορυφώνεται επί των ημερών μας.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 26/4/2009

Για περισσότερα...

20/4/09

Οι δηλώσεις Μπάσμπουγ και η επιδείνωση των σχέσεων ΑΚΡ - Στρατού


Παρά την ανταπόκριση που δέχεται η Άγκυρα από μερίδα της διεθνούς κοινότητας, είναι ηλίου φαεινότερον ότι διανύει μια εξαιρετικά περίπλοκη περίοδο στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Απόδειξη αυτής της δύσκολης κατάστασης, στην οποία έχει περιέλθει η χώρα, είναι η επανεμφάνιση των τριβών στις σχέσεις μεταξύ του στρατεύματος και της κυβέρνησης.

Τις μέρες που πέρασαν, ο αρχηγός των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Ιλκέρ Μπάσμπουγ, έκανε την καθιερωμένη ετήσια αξιολόγηση της πολιτικοστρατιωτικής κατάστασης της χώρας στην Ακαδημία Πολέμου στην Κωνσταντινούπολη. Στην ομιλία του ο στρατηγός έθιξε μια σειρά από ευαίσθητα θέματα τα οποία μας επιτρέπουν να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα για τον προσανατολισμό του στρατεύματος και την τοποθέτησή του στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις.

Το πιο σημαντικό σημείο στην ομιλία του στρατηγού αφορούσε τη σύγκρουση που λαμβάνει χώρα εδώ και δεκαετίες στη νοτιοανατολική Τουρκία μεταξύ του τουρκικού στρατού και των κούρδων αγωνιστών. Στην αξιολόγησή του ο Ι. Μπάσμπουγ αιφνιδίασε τους πάντες, επιλέγοντας να χρησιμοποιήσει την πιο ευρεία δυνατή εκδοχή της έννοιας του έθνους για να χαρακτηρίσει το τουρκικό έθνος. Είπε συγκεκριμένα ότι «τουρκικό έθνος λέγεται ο τουρκικός λαός που ίδρυσε την Τουρκική Δημοκρατία»! Για να στηρίξει μάλιστα τη θέση του αυτή σημείωσε ότι ο ορισμός ανήκει στον ίδιο τον Μουσταφά Κεμάλ, τον ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας.

Η κίνηση του στρατηγού δεν είναι, βέβαια, τυχαία και συνδέεται στενά με την εικόνα που διαμορφώθηκε στο πολιτικό σκηνικό μετά τις δημοτικές εκλογές στη γείτονα. Υπενθυμίζουμε ότι το στράτευμα είχε στηρίξει σιωπηρά το κυβερνών ισλαμικό κόμμα ΑΚΡ στις μεθόδους που ακολούθησε στο κουρδικό ζήτημα. Εντούτοις, κατά τις πρόσφατες δημοτικές εκλογές, το ΑΚΡ επέδειξε παντελή αδυναμία στην εξουδετέρωση των κεντρόφυγων τάσεων που επικρατούν στις τάξεις των Κούρδων.

Άμεσο αποτέλεσμα της αποτυχίας του ΑΚΡ ήταν η επιβεβαίωση της ισχύος του κουρδικού κόμματος της Δημοκρατικής Τουρκίας (DTP) στην περιοχή, γεγονός που προβληματίζει τους σκληροπυρηνικούς Κεμαλιστές εντός και εκτός του στρατεύματος. Η παράδοξη όσο και αντιφατική επιλογή του στρατηγού να ορίσει το τουρκικό έθνος με τρόπο που δεν θα αποκλείει, αλλά θα περικλείει μέσα του όλους τους λαούς της Ανατολίας, εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως επιθυμία αλλαγής των αποτυχημένων πολιτικών που ακολουθήθηκαν στο κουρδικό ζήτημα. Επιδιώκεται, δηλαδή, να σταλεί ένα συμφιλιωτικό μήνυμα με αποδέκτες τους Κούρδους που στήριξαν το DTP εν όψει της νέας θητείας των δημαρχιακών συμβουλίων.

Ωστόσο, το πολιτικό άνοιγμα του στρατεύματος, όπως αναμενόταν άλλωστε, δεν ακολουθήθηκε από την απαραίτητη συγγνώμη. Αντιθέτως, ο στρατηγός απέρριψε κατηγορηματικά κάθε πολιτική αφομοίωσης ή εξόντωσης που εφάρμοσε είτε ο κρατικός μηχανισμός είτε ο στρατός ενάντια στο κουρδικό στοιχείο, κυρίως μετά το πραξικόπημα του 1980 και τη δράση των παρακρατικών από τη δεκαετία του 1990 και εντεύθεν.

Το δεύτερο πιο σημαντικό σημείο στην ομιλία του στρατηγού είχε να κάνει με τη δράση σκοτεινών κύκλων που ενεργούν δήθεν στο όνομα της δημοκρατίας. Ο Ι. Μπάσμπουγ έκανε ιδιαίτερη αναφορά στις αδελφότητες, τις οποίες κατηγόρησε πως επιδιώκουν την οικονομική επιφάνεια, την οποία χρησιμοποιούν σαν όπλο για να επιβάλουν ένα κοινωνικοπολιτικό μοντέλο βασισμένο στις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους. Έτσι διαχώρισε τις αδελφότητες από τους κοινωνικούς φορείς που στοχεύουν στην κοινωνική προσφορά. Από τα συμφραζόμενα του στρατηγού έγινε κατανοητό ότι στόχευε κυρίως την «αδελφότητα» του Φετχουλάχ Γκιουλέν, που έχει στενούς δεσμούς με το ΑΚΡ και έχει εξαπλωθεί επικίνδυνα στους τομείς της εκπαίδευσης, των ΜΜΕ κ.ά. τόσο στην Τουρκία αλλά και στο εξωτερικό. Ευκαιρίας δοθείσης υπογράμμισε ακόμη ότι ο τουρκικός στρατός, τον οποίο αποκάλεσε «Εστία του Προφήτη» (!) δεν εναντιώθηκε ποτέ στο Ισλάμ, συμπλέοντας με το νέο αμερικανικό δόγμα της συνεργασίας με τον ισλαμικό κόσμο, και ότι δεν θα παραμείνει αμέτοχος σε περίπτωση που θα απειληθεί η ενότητα του κράτους και του έθνους.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι τα μηνύματα που έστειλε ο στρατηγός Μπάσμπουγ είχαν αποδέκτες, εκτός τους Κούρδους και τις ισλαμικές αδελφότητες, κυρίως το κυβερνών ισλαμικό κόμμα ΑΚΡ. Φαίνεται, δηλαδή, ότι η ηγεσία του στρατεύματος δεν είναι διατεθειμένη να συνεχίσει να παρέχει την υποστήριξή της στους ισλαμιστές δίχως τα απαραίτητα ανταλλάγματα, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η εξουδετέρωση της πολιτικής ισχύος του DTP στην περιοχή και του κουρδικού ένοπλου αγώνα. Υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί να αναμένει κανείς πυκνά μαύρα σύννεφα να καλύπτουν τις σχέσεις του ΑΚΡ με τον στρατό στο άμεσο μέλλον.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 19/4/2009


Για περισσότερα...

13/4/09

Η επίσκεψη του Πλανητάρχη στην Τουρκία και η ανάγκη ριζικής αλλαγής στην εξωτερική μας πολιτική


Η επίσκεψη του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Μπαράκ Ομπάμα στην Τουρκία, στο πλαίσιο της πρώτης περιοδείας του στην Ευρώπη, σηματοδοτεί μια νέα περίοδο στενής συνεργασίας μεταξύ Ουάσινγκτον και Άγκυρας, η οποία χρήζει προσοχής, καθώς ενδέχεται να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τους συσχετισμούς στην ευρύτερη περιοχή μας.

Οι ΗΠΑ, που αντιμετωπίζουν τα δεινά αποτελέσματα της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης και τη ραγδαία αύξηση του αντιαμερικανισμού ανά την υφήλιο, επιδιώκουν την εγκαθίδρυση της ηγεμονίας τους στην Ευρασία με τον πιο σίγουρο, ανώδυνο και ανέξοδο τρόπο. Ειδικότερα στη Μέση Ανατολή, οι ΗΠΑ επιδιώκουν να εξασφαλίσουν: α) Τον έλεγχο των πηγών πετρελαίου και του φυσικού αερίου, καθώς και των αγωγών που διέρχονται από την περιοχή, β) Την ασφάλεια του Ισραήλ, που είναι ο βασικός τους εταίρος στον γεωγραφικό αυτόν χώρο και γ) Τον περιορισμό της ισλαμικής τρομοκρατίας. Οι ΗΠΑ, λοιπόν, δίνουν ιδιαίτερη σημασία στις σχέσεις τους με την Τουρκία, καθώς εκτιμούν ότι ο ιδιαίτερος γεωγραφικός χώρος που καλύπτει, αλλά και ο ηγετικός ρόλος που επιδιώκει να παίξει η Τουρκία στον ισλαμικό κόσμο, μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη των παραπάνω στόχων. Αυτό φάνηκε από τον τρόπο με τον οποίο ο αμερικανός Πρόεδρος, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην τουρκική πρωτεύουσα, έθιξε μια σειρά από ζητήματα που έχουν αναπόφευκτα διεθνείς προεκτάσεις.

Στην ομιλία που εκφώνησε στην τουρκική Εθνοσυνέλευση, ο Μπαράκ Ομπάμα έκανε αναφορά στην επιθυμία των ΗΠΑ να συνεργαστούν με τον ισλαμικό κόσμο, επιβεβαιώνοντας το νέο δόγμα της «πολιτισμικής συνεργασίας», γεγονός που ικανοποίησε ιδιαίτερα την ισλαμική κυβέρνηση του ΑΚΡ. Εξίσου ικανοποιητική ήταν και η απόφαση του πλανητάρχη να μην αναπαράγει τη φιλολογία περί του «μετριοπαθούς Ισλάμ» που είχε ανθήσει κατά τη διάρκεια των προηγούμενων αμερικανικών διοικήσεων, και η οποία ενοχλούσε τελευταίως το ΑΚΡ. Ωστόσο, προβλημάτισε η γεμάτη νόημα αναφορά του στον ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας, Μουσταφά Κεμάλ, καθώς και στην αναγκαιότητα των κοσμικών αξιών –υπογραμμίζοντας μάλιστα στη συνέντευξη Τύπου ότι ο αμερικανικός λαός παρʼ όλο που αποτελείται στην πλειοψηφία του από χριστιανούς δεν προβάλλει τον εαυτό του ως τέτοιο– γεγονός που ερμηνεύτηκε ως προσπάθεια τήρησης ίσων αποστάσεων από τους Κεμαλιστές και τους Ισλαμιστές. Ικανοποίηση προκάλεσε στην Άγκυρα επίσης η ανοιχτή τοποθέτηση του Ομπάμα υπέρ της συνέχισης των μεταρρυθμίσεων και της ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δήλωση, όμως, που προκάλεσε δυσφορία στις τάξεις των ευρωπαίων ηγετών.

Ο Ομπάμα αναφέρθηκε και στα φλέγοντα ζητήματα, όπως της Αρμενικής Γενοκτονίας, δίχως όμως να την κατονομάσει, και τάχθηκε υπέρ της βελτίωσης των σχέσεων μεταξύ της Άγκυρας και του Ερεβάν. Ωστόσο, δεν λησμόνησε να υπογραμμίσει ότι οι απόψεις του στο ζήτημα αυτό παραμένουν αναλλοίωτες. Το γεγονός αυτό ερμηνεύτηκε ως θετικός οιωνός από τους τούρκους αναλυτές που εκτίμησαν ότι έχει απομακρυνθεί ο κίνδυνος της αναγνώρισης της Αρμενικής Γενοκτονίας από τις ΗΠΑ στα τέλη του τρέχοντος μηνός. Έντονη δυσανασχέτηση προκάλεσε πάντως στην τουρκική ηγεσία η υπόδειξή του αναφορικά με την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Όπως φάνηκε και από τη συνάντηση της κ. Μπακογιάννη με τον τούρκο ομόλογό της, Αλί Μπαμπατζάν, η Άγκυρα χρησιμοποιεί το θέμα αυτό ως μοχλό πίεσης έναντι της ελληνικής κυβέρνησης για να αποσπάσει παραχωρήσεις στη χειρότερη περίπτωση υπέρ των μουσουλμάνων της Θράκης. Έντονη δυσφορία, εξάλλου, προκάλεσε και η πραγματοποίηση της κατʼ ιδίαν συνάντησης του αμερικανού Προέδρου με τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο. Παρά τις έντονες πιέσεις που ασκήθηκαν στην αμερικανική ηγεσία, το ΑΚΡ δεν κατόρθωσε να ακυρώσει τελικά τη συνάντηση, όπως είχε πετύχει παλαιότερα κατά την επίσκεψη του Μπους του νεώτερου. Καθυστερημένη αλλά σκληρή ήταν η τοποθέτηση της τουρκικής ηγεσίας, που διά στόματος του υπουργού Επικρατείας υπεύθυνου για τα δόγματα, Σαΐντ Γιαζιτζίογλου, δήλωσε πως οι αμερικανικές υποδείξεις δεν έχουν καμία βαρύτητα και ότι η Τουρκία είναι η μόνη που μπορεί να αποφασίσει επί του ζητήματος!

Στη συνάντηση που είχε με τον ομόλογό του, Αμπντουλάχ Γκιούλ, ο Μπαράκ Ομπάμα έθεσε ευθέως και το θέμα της αύξησης της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας στο Αφγανιστάν, αίτημα που θα γίνει, κατά πάσα πιθανότητα, δεκτό από την τουρκική ηγεσία. Άλλο αίτημα που συζητήθηκε και αναμένεται να τεθεί επισήμως από τους Αμερικανούς στο προσεχές διάστημα είναι η διέλευση των αμερικανικών στρατευμάτων από το τουρκικό έδαφος κατά την αποχώρησή τους από το Ιράκ. Συναφής με αυτό το θέμα ήταν και η συζήτηση που εκτυλίχθηκε γύρω από το ζήτημα του κουρδικού απελευθερωτικού αγώνα στην Τουρκία. Ο αμερικανός Πρόεδρος ικανοποίησε με τις δηλώσεις του και σε αυτό το σημείο τις προσδοκίες της Τουρκίας. Η μόνη έκπληξη στο συγκεκριμένο θέμα σημειώθηκε κατά τη συνάντηση του Ομπάμα με τον πρόεδρο του κουρδικού Κόμματος της Δημοκρατικής Τουρκίας (DTP). Στην ολιγόλεπτη συνάντηση που είχαν, ο Αχμέτ Τουρκ βρήκε την ευκαιρία να ορθώσει το ανάστημά του –ας γίνει παράδειγμα προς μίμηση στους ενοίκους του νεοκλασικού της Βασιλίσσης Σοφίας– διεκδικώντας καθεστώς αυτονομίας και καταγγέλλοντας τις πιέσεις που δέχεται ο κουρδικός λαός στην Τουρκία. Με την τουρκική ηγεσία συζητήθηκε ακόμη και η τύχη της κουρδικής αυτόνομης περιοχής στο βόρειο Ιράκ, όπου αναμένονται δραματικές εξελίξεις, μια και ο ΟΗΕ φαίνεται να αναλαμβάνει πρωταρχικό ρόλο στη διευθέτηση κυριαρχικών ζητημάτων στις πετρελαιοφόρες περιοχές, εξέλιξη που θα επηρεάσει το μέλλον του κουρδικού αγώνα.

Τέλος, ο Ομπάμα προτίμησε να εκφράσει τις γνωστές απόψεις της υπερδύναμης στα εθνικά μας θέματα, κυρίως στο Κυπριακό, αποφεύγοντας οποιαδήποτε ουσιαστική υπόδειξη στην Άγκυρα για αλλαγή στη συμπεριφορά της. Η έλλειψη αναφοράς στις τουρκικές παραβιάσεις στο Αιγαίο, παρά τις εκκλήσεις εκ μέρους της Αθήνας, έρχεται να επιβεβαιώσει την αδυναμία της ελληνικής πλευράς στην άσκηση στοιχειώδους επιρροής στα αμερικανικά κέντρα εξουσίας.

Η ευκολία με την οποία οι Αμερικανοί προχώρησαν σε παραχωρήσεις προς την Άγκυρα στα κρίσιμα ζητήματα που άπτονται των τουρκικών εθνικών συμφερόντων, δίνουν μια πρώτη ιδέα για τον τρόπο με τον οποίο οι Αμερικανοί προτίθενται να ασκήσουν την επιρροή τους στην ευρύτερη περιοχή. Από την άλλη, η ταύτιση συμφερόντων μεταξύ Ουάσινγκτον και Άγκυρας δεν μπορεί να είναι απόλυτη, ούτε μπορεί να διαρκέσει στο διηνεκές. Κέντρα εξουσίας της περιοχής, όπως φερʼ ειπείν το Μπακού, που ένιωσαν εκτεθειμένα από τις προδιαγραφόμενες εξελίξεις στην περιοχή, έχουν ήδη εκφράσει τη δυσαρέσκειά τους. Μια ριζική αλλαγή στην άσκηση της εξωτερικής μας πολιτικής είναι πλέον επιβεβλημένη.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 12/4/2009

Για περισσότερα...

6/4/09

Υποχώρηση του ΑΚΡ στις δημοτικές εκλογές και άνοδος των εθνικιστών


Τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών στην Τουρκία
επιβεβαιώνουν, ως έναν βαθμό, τις αδυναμίες του κυβερνώντος κόμματος να ανταποκριθεί στις ανάγκες του τουρκικού κράτους-έθνους και να τις συμβιβάσει με τις προκλήσεις της εσωτερικής και διεθνούς πολιτικής σκηνής.

Ο στόχος του ισλαμικού κόμματος ΑΚΡ να βελτιώσει το ποσοστό των βουλευτικών εκλογών του Ιουλίου 2007 έμεινε τελικά ανεκπλήρωτος. Ο ίδιος ο πρόεδρος του κόμματος, Ρετζέπ Ταγίπ Έρντογαν, είχε εκφράσει προεκλογικά την επιθυμία να επανεκλεγούν οι υποψήφιοι του ΑΚΡ τόσο στους μητροπολιτικούς δήμους, όπως της Άγκυρας, της Κωνσταντινούπολης και κυρίως της Σμύρνης, όσο και στη νοτιοανατολική Τουρκία, όπου κυριαρχεί το κουρδικό στοιχείο και υπερισχύει το Κόμμα της Δημοκρατικής Κοινωνίας (DΤP).

Την Κυριακή που μας πέρασε τα ποσοστά του ισλαμικού κόμματος ΑΚΡ μειώθηκαν στο 40,1% από το μέγιστο 46,7% που είχε πετύχει στις βουλευτικές εκλογές προ διετίας. Αυτό σημαίνει ότι απέτυχε όχι μόνο να εκλέξει τον υποψήφιό του στον μητροπολιτικό δήμο της Σμύρνης, κάστρο των κεμαλιστών του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), αλλά και να διατηρήσει τους περιφερειακούς δήμους που ήλεγχε στον νομό. Απώλεσε επίσης τον έλεγχο στην Αττάλεια υπέρ της αξιωματικής αντιπολίτευσης (CHP), που αύξησε τα ποσοστά της στο 28,2% από το 20,8% το 2007, αλλά περιορίστηκε γεωγραφικά στα δυτικά παράλια και τη Θράκη.

Το ίδιο παταγώδης ήταν η αποτυχία του ΑΚΡ και στη νοτιοανατολική Τουρκία. Παρ' όλες τις προσπάθειες προσεταιρισμού του κουρδικού στοιχείου με προεκλογικά δώρα (λευκές συσκευές), υποσχέσεις κ.ά., απέτυχε να υπερισχύσει του DΤP. Το κουρδικό κόμμα πήρε δύο μητροπολιτικούς δήμους από το ΑΚΡ και σημείωσε θεαματικά ποσοστά στην περιοχή, όπως στο Χάκιαρι (80,2%), το Ντιγιαρμπακίρ (65,6%), το Μπάτμαν (59,7%) κ.α., ενώ συγκέντρωσε το 5% των ψήφων σε
εθνική κλίμακα, καταλαμβάνοντας την τέταρτη θέση, μετά το Κόμμα της Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ). Το κόμμα των γκρίζων λύκων σημείωσε μικρή άνοδο στα ποσοστά του, για να φτάσει στο 14,7% από το 14,3% το 2007, και επίσης απέσπασε σημαντικούς μητροπολιτικούς δήμους από το ΑΚΡ, όπως φερ' ειπείν τα Άδανα.

Η υποχώρηση του κυβερνώντος κόμματος ευνόησε επίσης τα μικρότερα ισλαμικά κόμματα. Το Κόμμα της Ευτυχίας (SP) κατόρθωσε να υπερδιπλασιάσει τα ποσοστά του, από 2,34% το 2007 σε 4,8%, συγκεντρώνοντας ψήφους που είχε δανείσει στο «αδελφό» κόμμα (ΑΚΡ). Το Κόμμα της Μεγάλης Ενότητας (BBP) πήρε τον μητροπολιτικό δήμο της Σεβάστειας, όπου πολιτευόταν ο πρόεδρός του Μουχσίν Γιαζιτζίογλου, ο οποίος απεβίωσε σε αεροπορικό δυστύχημα λίγο πριν από την εκλογική αναμέτρηση. Εντούτοις, δεν ξεπέρασε το 1%. Από την άλλη, τα κόμματα της ιδιόμορφης (εθνικιστικής) τουρκικής αριστεράς δεν κατάφεραν να διακριθούν και περιορίστηκαν σε εξαιρετικά μικρά ποσοστά. Η εξαίρεση ήταν το εθνικιστικό Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς, που πήρε 2,4% και δύο μητροπολιτικούς δήμους.

Τα αίτια της εκλογικής «διολίσθησης» του ΑΚΡ συνδέονται άμεσα με τον τρόπο με τον οποίο η ηγεσία του χειρίστηκε τα ζητήματα του τόπου. Η στρατηγική που ακολούθησε προσωπικά ο Ερντογάν έναντι των ψηφοφόρων του CHP, ειδικά στη Σμύρνη που τους αποκάλεσε και «άπιστους», έδωσε αφορμή να συσπειρωθεί η κεμαλική παράταξη. Η αποστροφή στα όσα πρεσβεύει το ΑΚΡ ενισχύθηκε και από την αποκάλυψη του σκανδάλου «Φάρος», όπου στελέχη του ισλαμικού κόμματος φέρονται να έχουν αναμειχθεί στη διαχείριση τεράστιων ποσών που προέρχονταν από δωρεές. Η θέση του CHP ενισχύθηκε επίσης από την επίθεση που εξαπέλυσαν οι ισλαμιστές στην ευρύτερη κεμαλική παράταξη, κυρίως τους στρατιωτικούς και τους διανοούμενους, με αφορμή την υπόθεση Εργκένεκον. Σημαντικός παράγοντας στην υποχώρηση των ποσοστών του ΑΚΡ υπήρξε ακόμη η αδυναμία των ισλαμιστών να λάβουν εγκαίρως μέτρα κατά της οικονομικής κρίσης που εξαθλίωσε τα δυσμενέστερα κοινωνικά στρώματα. Τέλος, να αναφέρουμε την αποτυχία του ΑΚΡ να πείσει το κουρδικό στοιχείο για τις προθέσεις του. Η εθνικιστική ρητορική που υιοθέτησε ο Ερντογάν το φθινόπωρο, κατά την περιοδεία του στις κουρδικές επαρχίες, και η παραπλανητική πολιτική που ακολουθεί με τις δήθεν πολιτισμικές παραχωρήσεις –TRT 6– υπέρ του κουρδικού στοιχείου συνέτειναν στην περεταίρω ενίσχυση του DΤP.

Παρά την ασυμβίβαστη στάση που τήρησε ο Ερντογάν εναντίον του Ισραήλ στο Νταβός, γεγονός που έλπιζε ότι θα συσπειρώσει τους ισλαμιστές και τους εθνικιστές γύρω του, το ΑΚΡ δεν κατόρθωσε ούτε καν να εμποδίσει τη ροή των ψηφοφόρων του σε άλλα κόμματα. Τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών συνηγορούν προς μια σημαντική ενίσχυση του εθνικιστικού και κεμαλικού μπλοκ έναντι των ισλαμιστών. Το πιο αξιόλογο όμως είναι η επιβεβαίωση της εκλογικής δύναμης του DΤΡ στη νοτιοανατολική Τουρκία, που πιθανότατα θα κρίνει και το μέλλον της ισλαμικής παρουσίας στην εξουσία. Η χρεοκοπία της πολιτικής προσεταιρισμού των Κούρδων, στη βάση μιας πολιτείας ισλαμικών προδιαγραφών που προωθεί το ΑΚΡ, θα αποτελέσει πιθανότατα την αιτία ρήξης με τους στρατιωτικούς, που είχαν καταλήξει, απ' ό,τι φαίνεται, σε σιωπηρή συμφωνία με τους ισλαμιστές. Η προθεσμία που είχε δοθεί στον Ερντογάν φαίνεται ότι έχει παρέλθει και τα δημοσιεύματα, όπως και επί Ερμπακάν μια δεκαετία πριν, αναγγέλλουν ήδη συμφωνίες για κοινά στρατιωτικά γυμνάσια με το Ισραήλ.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 5/4/2009

Για περισσότερα...