30/9/09

Η προσέγγιση της Άγκυρας με τη Δαμασκό και το «δημοκρατικό άνοιγμα»


(Getty Images, 16.9.2009)

Οι υποσχέσεις του σύρου Προέδρου προς την Άγκυρα για έμπρακτη προώθηση του «δημοκρατικού ανοίγματος» προς τους Κούρδους, που εξήγγειλε η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για περαιτέρω συνεργασία των δύο χωρών στο συγκεκριμένο θέμα. Παρ' όλες τις επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν πάντως, η εξέλιξη αυτή μαρτυρεί αλλαγές στη γενικότερη στάση της Δαμασκού.

Η επίσκεψη του Μπάσαρ αλ-Άσαντ στην Κωνσταντινούπολη, λίγες μέρες πριν από την εορτή του Ραμαζανίου, επεφύλασσε μια αναπάντεχη έκπληξη για την τουρκική ηγεσία. Κατά την αναχώρησή του από τη Δαμασκό ο σύρος Πρόεδρος, προσκεκλημένος στο δείπνο (ιφτάρ) που παρέθεσε η Τοπική Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως του ισλαμικού κόμματος ΑΚΡ μετά τη λήξη της ολοήμερης νηστείας των μουσουλμάνων, αποκάλυψε την πρόθεσή του να παρέχει αμνηστία σε όσους κούρδους αγωνιστές του ΡΚΚ, κατόχους της συριακής υπηκοότητας, που αγωνίζονται ως επί το πλείστον στο βόρειο Ιράκ, αποφασίσουν να καταθέσουν τα όπλα.

Η είδηση από τη συριακή πρωτεύουσα δημιούργησε κλίμα ευφορίας στη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της Άγκυρας, καθώς φάνηκε ότι το «δημοκρατικό άνοιγμα» που αποφάσισε το ΑΚΡ προς τους Κούρδους έχει απήχηση και στις όμορες μεσανατολικές χώρες της Τουρκίας με σημαντικό κουρδικό πληθυσμό. Ωστόσο, στον τουρκικό Τύπο δεν ήταν λίγες οι φωνές που εξέφρασαν δυσπιστία προς τα όσα ανήγγειλε ο σύρος ηγέτης. Αρκετοί ήταν, φερ' ειπείν, εκείνοι που θεώρησαν δώρο άδωρο τη χειρονομία καλής θέλησης του αλ-Άσαντ, θεωρώντας ότι, καθώς η Συρία είχε κηρύξει πριν από δεκαετίες έκπτωτους της συριακής υπηκοότητας πολλές χιλιάδες Κούρδους, πολλοί εκ των οποίων ενδέχεται να έχουν πυκνώσει τις τάξεις του ΡΚΚ, η ασυλία που τους παρέχεται δεν τους αφορά. Στην υιοθέτηση αυτής της αρνητικής στάσης συνέβαλε αποφασιστικά και η επίσημη αντίληψη της ιστορίας, που καλλιεργεί την καχυποψία ακόμη και προς τους γειτονικούς μουσουλμανικούς λαούς. Η στάση που τήρησε το γειτονικό αραβικό έθνος από τον Αʼ Παγκόσμιο Πόλεμο ως τα μέσα της δεκαετίας του '90, την εποχή που η Άγκυρα και η Δαμασκός ήρθαν στα πρόθυρα του πολέμου εξαιτίας του ΡΚΚ, αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα που τροφοδοτεί αυτήν την καχυποψία, η οποία μπορεί να λειτουργήσει ενίοτε και ως μοχλός πίεσης προς τη συριακή πλευρά για περαιτέρω παραχωρήσεις και έμπρακτη απόδειξη «καλής γειτονίας».

Το παραπάνω επιβεβαιώνεται περίτρανα και από το ότι την ίδια χρονική περίοδο οι υπουργοί Εξωτερικών της Τουρκίας και της Συρίας υπέγραφαν στην Κωνσταντινούπολη συμφωνία για την ίδρυση Ανωτάτου Συμβουλίου Στρατηγικής Συνεργασίας, παρόμοιου μ' εκείνο που είχε συσταθεί με το Ιράκ τον Ιούλιο του 2008. Η συμφωνία προβλέπει συνεργασία κυρίως στα θέματα της αντιμετώπισης του κουρδικού ένοπλου αγώνα και περιοδικές συναντήσεις υπουργών για τη χάραξη κοινής δράσης στα θέματα ασφάλειας. Με τον τρόπο αυτόν δρομολογείται από την Άγκυρα η σύσταση ενός ευρύτερου μηχανισμού ασφαλείας στην περιοχή μεταξύ της Τουρκίας, του Ιράκ και της Συρίας, ο οποίος θα τελεί υπό τον απόλυτο έλεγχο της πρώτης.

Η ειρωνεία του πράγματος έγκειται στο ότι ο ίδιος ο Ερντογάν δεν άργησε να προσφύγει σε αλλαγές στο περίβλημα του «δημοκρατικού ανοίγματος» προς τους Κούρδους, αποκαλώντας το «διαδικασία εθνικής ενότητας», ονομασία που από μόνη της προδίδει το πνεύμα του «συνδρόμου των Σεβρών», που καθοδηγεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τις κινήσεις της τουρκικής ηγεσίας και που φαίνεται τελικά ότι επικράτησε στις επιλογές και του ΑΚΡ.

Για την Ελλάδα, η σύγκλιση της Δαμασκού προς τις γραμμές της Άγκυρας είναι σαφώς ένα δυσάρεστο γεγονός που έχει δρομολογηθεί το τελευταίο διάστημα. Οι άμεσες συνέπειες όχι μόνο της απομάκρυνσής μας, αλλά και της σχεδόν παντελούς αποχής μας από τη Μέση Ανατολή, έχουν αρχίσει να γίνονται κιόλας αισθητές, με τη σταδιακή διολίσθηση των αραβικών χωρών προς τις θέσεις της Άγκυρας στο Κυπριακό. Ας ελπίσουμε ότι η χρόνια αδυναμία μας σε αυτόν τον τομέα δεν θα επιβαρυνθεί επιπλέον και από τις δυσχέρειες της ιδιαίτερης αυτής περιόδου που διανύουμε.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 27/9/2009

Για περισσότερα...

22/9/09

Εξοπλίζεται η Άγκυρα παρά το οικονομικό αδιέξοδο που έχει!


(Σκίτσο του Ερτζάν Ακιόλ, «Μιλιέτ» - 22.09.2009)

Σχεδιάζει αγορά αντιπυραυλικών συστημάτων αξίας 7,8 δισ. δολαρίων

Την αγορά των πλέον σύγχρονων αντιπυραυλικών συστημάτων σχεδιάζει η Άγκυρα για να ενισχύσει την αεράμυνά της. Ωστόσο, οι συγκυρίες είναι εξαιρετικά δυσχερείς γι' αυτήν την αγορά, ύψους 7,8 δισ. δολαρίων, καθώς όχι μόνο δρομολογείται μεσούσης της οικονομικής ύφεσης, που έπληξε και την τουρκική οικονομία, αλλά αναιρεί και την αξιοπιστία μιας σειράς «προοδευτικών» πολιτικών αλλαγών που εξήγγειλε η κυβέρνηση.

Στον απόηχο των βιβλικών καταστροφών που προκάλεσαν στο πέρασμά τους οι φονικές πλημμύρες στην Κωνσταντινούπολη και στη Θράκη, όπου η πολιτική ηγεσία αντιμετωπίζει βαριές κατηγορίες για τις διοικητικές και κυρίως για τις οικονομικές ατασθαλίες, ήρθε στο φως της δημοσιότητας ένα άλλο πολυδάπανο σχέδιο, που θα βαρύνει έτι περαιτέρω τις πλάτες των φορολογουμένων: η αγορά αντιπυραυλικών συστημάτων Patriot (PAC-3).

Η είδηση της αγοράς αντιπυραυλικών συστημάτων προκάλεσε ποικίλα σχόλια και αντιδράσεις στον τουρκικό Τύπο, όταν την περασμένη εβδομάδα η Υπηρεσία Συνεργασίας Ασφάλειας και Άμυνας (DSCA) του υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ ζήτησε από την αμερικανική Γερουσία την έγκριση για την πώληση στην Τουρκία 13 συστοιχιών εκτοξευτήρων πυραύλων Patriot και 72 πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς PAC-3, έναντι του τεράστιου ποσού των 7,8 δισ. δολαρίων. Ας σημειωθεί ότι τα πυραυλικά αυτά συστήματα παράγονται στις ΗΠΑ από τις γνωστές αμερικανικές εταιρείες οπλικών συστημάτων Lockheed Martin και Raytheon, ενώ η κινητοποίηση της Ουάσινγκτον έπεται των ρωσοτουρκικών συνομιλιών για την εξαγορά ρωσικών πυραύλων νέας γενιάς S-400. Η Μόσχα και η Άγκυρα είχαν σημειώσει πρόσφατα σχετική πρόοδο, εκτός των άλλων, και στα θέματα της συμπαραγωγής και της μεταφοράς της συγκεκριμένης τεχνογνωσίας προς την Τουρκία.

Η επιχειρηματολογία στην οποία βασίστηκε η αιτιολογική έκθεση της αμερικανικής υπηρεσίας, προσπαθώντας να δικαιολογήσει μια τέτοια πώληση εκ μέρους των ΗΠΑ, υπερθεμάτισε την αμερικανοτουρκική συμμαχία αποκαλώντας την Άγκυρα «στοιχείο ειρήνης και σταθερότητας στη Μέση Ανατολή»! Σημειώνεται επίσης ότι «είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ μια ΝΑΤΟϊκή σύμμαχος χώρα να ενισχύσει την αμυντική της ικανότητα, αποτελώντας ένα αποδεκτό στρατιωτικό αντιστάθμισμα στην περιοχή». Το σχόλιο αυτό έγινε αιτία για ποικίλες αντιδράσεις στην Τουρκία, καθώς προορίζει για τη χώρα έναν ρόλο αναχώματος εναντίον του Ιράν, το οποίο ως γνωστόν, επιδιώκει διακαώς να αποκτήσει πυρηνική τεχνογνωσία. Στο θέμα που ανέκυψε αναγκάστηκε να τοποθετηθεί λακωνικά ακόμη και το τουρκικό υπουργείο Αμύνης με γραπτή ανακοίνωσή του, στην οποία σημειώνεται ότι η αμερικανική «πρόταση» έγινε στο πλαίσιο διεθνούς διαγωνισμού για την προμήθεια των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων με αντιπυραυλικά συστήματα, που χρονολογείται από το 2007. Το ανακοινωθέν σημείωνε επίσης ότι η έκδοση άδειας από το Κογκρέσο είναι βασική προϋπόθεση για τη συμμετοχή των προμηθευτών στη διαδικασία και ότι δεν είναι δεσμευτική για την αγορά εκ μέρους της Άγκυρας, καθώς η Εκτελεστική Επιτροπή της Αμυντικής Βιομηχανίας του υπουργείου είναι η μόνη αρμόδια για να αποφασίσει. Στην εν λόγω διαδικασία συμμετέχουν εκτός των δύο αμερικανικών εταιρειών που προαναφέραμε και η ρωσική Rosoboronexport και η κινεζική Cpmiec.

Η αγορά νέων εξελιγμένων οπλικών συστημάτων από την Άγκυρα έχει δύο πολύ σοβαρές διαστάσεις: Η μία είναι οικονομικής φύσεως, η άλλη πολιτικής. Το ποσόν των 7,8 δισ. δολαρίων, που διευκρινίστηκε ότι είναι η πιθανή ανώτατη τιμή, δεν παύει να είναι ένα υπέρογκο ποσόν για την τουρκική οικονομία, που δεν ήταν άμοιρη των συνεπειών της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών Αλί Μπαμπατζάν κατά την παρουσίαση του μεσοπρόθεσμου σχεδίου οικονομικής ανάπτυξης, η τουρκική οικονομία αναμένεται να σημειώσει ύφεση της τάξεως του -6% του ΑΕΠ για το τρέχον έτος, ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα της γείτονος εκτιμάται πλέον ότι θα φτάσει τα 62,8 δισ. τουρκικές λίρες (περίπου 30 δισ. ευρώ). Είναι, λοιπόν, οφθαλμοφανές ότι η τιμή των εξοπλισμών είναι απαγορευτική για την Τουρκία, καθώς αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι το ποσόν, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου, αντιστοιχεί στο 60% του αμυντικού προϋπολογισμού της χώρας για το έτος 2010. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι το υπέρογκο αυτό ποσόν αντιστοιχεί στο ήμισυ του ποσού που η Άγκυρα ελπίζει πως το ΔΝΤ θα της παραχωρήσει σε μορφή δανείου (15 δισ. δολάρια), εφόσον επέλθει τελικά συμφωνία μεταξύ των δύο μερών το προσεχές διάστημα. Το γεγονός αυτό, που φέρει ίσως στη θύμηση ορισμένων την περίπτωση του τεράστιου εξοπλιστικού προγράμματος που ενέκρινε η γείτων λίγο μετά την εξαγορά της Finansbank από την ΕΤΕ, εάν πραγματοποιηθεί, εγείρει θέμα διεθνούς ελέγχου της οικονομικής στήριξης που δέχεται η γειτονική χώρα, καθώς τα χαμηλότοκα δάνεια που της παραχωρούνται από διεθνείς οργανισμούς, αντί να διοχετεύονται στην αγορά για την ενίσχυση της οικονομίας, κινδυνεύουν να κατευθυνθούν προς τη χρηματοδότηση εξοπλιστικών προγραμμάτων!

Η αγορά, βέβαια, των αντιπυραυλικών συστημάτων δεν δικαιολογείται ούτε από τις φήμες περί αμερικανικών σχεδίων δημιουργίας αντιπυραυλικής ομπρέλας στη Μέση Ανατολή, αλλά ούτε και από τη γενικότερη τάση εξοπλισμού από την οποία διακατέχονται τα καθεστώτα της Μέσης Ανατολής, καθώς η ίδια η Τουρκία φροντίζει να εξοπλίζεται συνεχώς με πρόσχημα τον απελευθερωτικό αγώνα που διεξάγει το ΡΚΚ στη Νοτιοανατολική Τουρκία. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι τα μη επανδρωμένα κατασκοπευτικά αεροσκάφη που προμηθεύτηκε από το Ισραήλ, ένα εκ των οποίων κατέληξε πριν από λίγο καιρό να υπερίπταται πάνω από τη Χίο! Τέλος, οι επικριτές του σχεδίου αγοράς στην Τουρκία δεν λησμόνησαν να υπογραμμίσουν, αφενός, την οξύμωρη εικόνα που σχηματίζει η είδηση για τα εξοπλιστικά προγράμματα εν μέσω εξαγγελιών της ισλαμικής κυβέρνησης για «δημοκρατικά ανοίγματα» τόσο προς τις εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες όσο και προς τις γείτονες χώρες (Αρμενία, Ιράν, Συρία), και, αφετέρου, την ανάγκη επίλυσης χρόνιων ζητημάτων, όπως το Κυπριακό.

Το εξοπλιστικό σχέδιο έρχεται να επιβεβαιώσει, από τη μια, τις πραγματικές προθέσεις της Άγκυρας για την περιοχή, που βρίσκονται κρυμμένες πίσω από την πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων» με τις γειτονικές χώρες, δόγμα που επιμελώς προωθεί ο υπουργός-ακαδημαϊκός Α. Νταβούτογλου, και, από την άλλη, την ανίσχυρη θέση της ισλαμικής κυβέρνησης ΑΚΡ ενώπιον των στρατιωτικών, που αδυνατεί να ορίσει επαρκώς ακόμη και την τύχη της τουρκικής οικονομίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, με τον διακοινοτικό διάλογο στην Κύπρο να έχει πλήρως υπονομευθεί και με την τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο να έχει εκτοξευτεί στα ύψη, η Αθήνα δεν έχει άλλη πλέον επιλογή από το να υιοθετήσει ως αντιστάθμισμα μια εξίσου επικριτική στάση έναντι της Άγκυρας εν όψει της αξιολόγησής της στις Βρυξέλλες.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 20/09/2009

Για περισσότερα...

15/9/09

Η τουρκική παρουσία στη Μέση Ανατολή και ο προβληματισμός του Ισραήλ


(«Ο Ταλαντούχος κ. Νταβούτογλου»
Σκίτσο του Πίτερ Σράνκ – «Εκόνομιστ», 23/07/2009)


Ενώ ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου πραγματοποιεί ακόμη μια περιοδεία στη Μέση Ανατολή, σε νέα περίοδο ψυχρότητας εισέρχονται οι τουρκοϊσραηλινές σχέσεις. Η δραστηριότητα της Άγκυρας στην περιοχή, αλλά και ο φόβος της πολιτικής εκμετάλλευσης της θλιβερής κατάστασης που επικρατεί στην Παλαιστίνη, ώθησε το Τελ Αβίβ να υιοθετήσει αρνητική στάση στο ενδεχόμενο συνάντησης του τούρκου υπουργού με ηγέτες της Χαμάς κατά την προσεχή επίσκεψή του στο Ισραήλ.

Πριν προλάβει να περάσει κιόλας μία εβδομάδα, ο Αχμέτ Νταβούτογλου βρίσκεται και πάλι στη Μέση Ανατολή για συνομιλίες με ηγέτες της περιοχής. Προορισμός του ήταν –για μια ακόμη φορά– το Κάιρο, όπου συμμετείχε προσκεκλημένος στην έκτακτη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών των χωρών μελών του Αραβικού Συνδέσμου.

Η συνάντηση ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τον τούρκο υπουργό Εξωτερικών να τονίσει το καλό επίπεδο των τουρκοαραβικών σχέσεων και να αναπτύξει τις απόψεις της Άγκυρας για την ειρήνη και την ασφάλεια στην πολύπαθη περιοχή. Ο Νταβούτογλου δήλωσε ότι οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή ενδιαφέρουν άμεσα την Τουρκία και οποιαδήποτε επίδραση αυτών των εξελίξεων στη χώρα του αναγκάζει την Άγκυρα να επικεντρωθεί στην επίλυση των περιφερειακών ζητημάτων, καθιστώντας τα πρωταρχικούς στόχους της περιφερειακής της πολιτικής. Ο τούρκος υπουργός σημείωσε ακόμη ότι η Άγκυρα επιθυμεί να κυριαρχήσουν στη Μέση Ανατολή η ευημερία και η συνεννόηση και ότι έχει θέσει τους μηχανισμούς και τις πολιτικές που διαθέτει η χώρα του στην υπηρεσία αυτού του σκοπού. Δεν λησμόνησε ακόμη, παρά την εμφανή αναλογία μεταξύ του ρόλου που παίζει η χώρα του στην Κύπρο με εκείνη του Ισραήλ στα παλαιστινιακά εδάφη, να καταδικάσει το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει το Παλαιστινιακό και να τονίσει την ανάγκη εξεύρεσης βιώσιμης λύσης, η οποία θα επιτρέψει την ίδρυση του Παλαιστινιακού Κράτους!

Η επίσκεψη Νταβούτογλου στο Κάιρο του επέτρεψε να συμμετάσχει, παρουσία και του γενικού γραμματέα του Αραβικού Συνδέσμου Αμρ-Μουσά, στις συνομιλίες μεταξύ του ιρακινού και σύρου ομολόγων του, οι σχέσεις των οποίων έχουν εισέλθει σε δύσκολη περίοδο. Το Ιράκ θεωρεί υπεύθυνη τη Δαμασκό για τα πρόσφατα αιματηρά επεισόδια στη Βαγδάτη, που κόστισαν τη ζωή σε δεκάδες Ιρακινούς, και ισχυρίζεται ότι την επίθεση την οργάνωσαν τρομοκράτες που διείσδυσαν στη χώρα από τη Συρία. Αυτές οι διπλωματικές κινήσεις της Άγκυρας, αλλά και άλλες, όπως η πρωτοβουλία του Νταβούτογλου να βρεθεί λύση στη θεσμική κρίση στην οποία έχει περιέλθει ένα άλλο αραβικό κράτος της περιοχής, ο Λίβανος, αλλά κυρίως ο δίαυλος επικοινωνίας που διατηρεί και αναπτύσσει με τη Χαμάς στη Γάζα, φαίνεται ότι έχουν ενοχλήσει το Τελ Αβίβ, που δεν έχει λόγους να βλέπει με καλό μάτι τον τουρκικό ρόλο στην ανασύνταξη του αραβικού κόσμου.

Από την παραμονή κιόλας της έκτακτης συνάντησης του Αραβικού Συνδέσμου, τα ισραηλινά φύλλα είχαν δημοσιεύσει την πρόθεση του Τελ Αβίβ να μην επιτρέψει τον τούρκο υπουργό, ο οποίος είναι προσκεκλημένος στο ετήσιο συνέδριο με τίτλο «Αντιμετωπίζοντας το Μέλλον», που διοργανώνεται υπό την αιγίδα του ισραηλινού Προέδρου στα Ιεροσόλυμα στα μέσα του Οκτώβρη, να εισέλθει στη λωρίδα της Γάζας και να συναντηθεί με αξιωματούχους της Χαμάς. Ο ισραηλινός Τύπος σημείωσε ακόμη ότι το Τελ Αβίβ δεν ήταν διατεθειμένο να επιτρέψει κάτι τέτοιο «για να μη θεωρηθεί ότι το Ισραήλ νομιμοποιεί τέτοιου είδους συναντήσεις», καθώς και ότι υπάρχουν «κι άλλα σημεία από τα οποία κανείς μπορεί να εισέλθει στη λωρίδα της Γάζας», υπονοώντας προφανώς την Αίγυπτο, όπου κατέφθανε και ο τούρκος υπουργός.

Οι τουρκοϊσραηλινές σχέσεις φαίνεται να συνεχίζουν να κινούνται σε τροχιά «ρήξης», παρά τις προσπάθειες αποκλιμάκωσης της έντασης που καταβλήθηκαν από την αρχή του έτους. Η αψιμαχία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, του οποίου σύμβουλος ήταν ο Α. Νταβούτογλου, με τον ισραηλινό Πρόεδρο Σιμόν Πέρεζ στο Νταβός, δεν φαίνεται να μπορεί να ξεθωριάσει εύκολα από τη μνήμη των ισραηλινών αξιωματούχων όσο η τουρκική ηγεσία ακολουθεί μια πολιτική που στηρίζει ανοιχτά τις αραβικές θέσεις. Άλλωστε, δεν ήταν ο Νταβούτογλου, που φιλοξενώντας πρόσφατα τον ιορδανό ομόλογό του Νασέρ Ιουντέχ, στον οποίο θα ανταποδώσει μάλιστα την επίσημη επίσκεψη μετά το Κάιρο, καλούσε το Ισραήλ να ενεργεί πιο υπεύθυνα, κυρίως στο θέμα των εποίκων, αλλά και στο θέμα του καθεστώτος της ανατολικής Ιερουσαλήμ, και δήλωνε ότι ήρθε ο καιρός να αποδείξει το Τελ Αβίβ έμπρακτα ότι νοιάζεται για την ειρήνη στην περιοχή;

Είναι γνωστό ότι πολλοί παράγοντες, κυρίως στρατιωτικοί, είναι εκείνοι που καθορίζουν τη συνέχεια του στρατηγικού άξονα Τουρκίας - Ισραήλ και κανείς δεν μπορεί να μιλά με βεβαιότητα για ραγδαίες εξελίξεις. Από την άλλη, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η πολιτική βούληση της τουρκικής ηγεσίας, σε συνδυασμό με τη γεωγραφική θέση που κατέχει η χώρα, επιτρέπει στην Άγκυρα να διαδραματίσει έναν δυναμικό ρόλο στη Μέση Ανατολή ενισχύοντας ποικιλοτρόπως το εθνικό συμφέρον της. Κάτι παρόμοιο στην περίπτωσή μας και υπό τις παρούσες συνθήκες φαντάζει μάλλον εξωπραγματικό. Ο Αραβικός Σύνδεσμος, ο αντιπροσωπευτικός θεσμός των αραβικών κρατών, στον οποίο θέση παρατηρητή απέκτησαν πρόσφατα ακόμη και η μακρινή Βενεζουέλα και η Ινδία, που δεν μπορούν να έχουν περισσότερους λόγους από εμάς για να έχουν καλές σχέσεις με τους γειτονικούς αραβικούς λαούς, θα μπορούσε να αποτελέσει –αντί της εναλλακτικής λύσης που είναι η Ισλαμική Διάσκεψη, όπου η Άγκυρα κατέχει ήδη τις κρίσιμες θέσεις– ένα καλό ξεκίνημα, παρ' όλες τις εγγενείς του αδυναμίες, τόσο για τη σύσφιγξη και ανάπτυξη των σχέσεών μας με τον αραβικό κόσμο, όσο και για την ανάληψη μιας πρωτοβουλίας εκ μέρους μας για την προώθηση των σχέσεων μεταξύ της ΕΕ και του αραβικού κόσμου, γεγονός που θα αναδείκνυε αδιαμφισβήτητα και τον ευρωπαϊκό ρόλο της Κύπρου.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 13/09/2009


Για περισσότερα...

8/9/09

Από την αποστροφή στο εσπευσμένο κυνήγι του «ευρωπαϊκού τρένου»


Πινακίδα: «Προς την Ε.Ε.»
Ρ.Τ.Ε.: «Χα, χα, χα…!
Βγήκαμε από τις ράγιες, αλλά όχι κι από το δρόμο!
Δε σταματάμε! Συνεχίζουμε!»
(Σκίτσο του Εργκίν Ασγιαλί, «Χουριέτ» 22/12/2007)


Η προσπάθεια της ισλαμικής κυβέρνησης ΑΚΡ να εξωραΐσει την εικόνα της Τουρκίας εν όψει των κρίσιμων ημερομηνιών που πλησιάζουν για την αξιολόγησή της στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμών έχει ενταθεί στο έπακρο. Τα πρόσφατα ανοίγματα που έγιναν στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ωστόσο, αποσκοπούν περισσότερο στην υλοποίηση πολιτικών στόχων παρά στον σε βάθος εκδημοκρατισμό της χώρας και στην ομαλοποίηση των σχέσεών της με τις γειτονικές χώρες.

Η ισλαμική κυβέρνηση της Τουρκίας εδώ και ένα διάστημα έχει αποδυθεί σε αγώνα δρόμου προκειμένου να πείσει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και την κοινή γνώμη ότι καταβάλλει σοβαρές και ειλικρινείς προσπάθειες για τον «εξευρωπαϊσμό» της χώρας. Τα έντονα σημάδια που άφησαν οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις στο πέρασμά τους από τη διακυβέρνηση της χώρας στις αρχές της δεκαετίας του '80, που ανέστειλε κάθε προοδευτικό και δημοκρατικό κίνημα, και η διαιώνιση των χρόνιων προβλημάτων, εδαφικού κυρίως χαρακτήρα, με τους γείτονές της εξακολουθούν να αμαυρώνουν την εικόνα της χώρας διεθνώς. Η κατάσταση επιβαρύνεται έτι περισσότερο αν αναλογιστεί κανείς την ευθύνη που φέρει και η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ τόσο με την εθνικιστική ρητορική που υιοθέτησε πριν από έναν περίπου χρόνο ενάντια στις εθνικές/θρησκευτικές μειονότητες όσο και με την αδιάλλακτη και οπορτουνιστική στάση που ακολουθεί στην εξωτερική πολιτική της – επιλογές που αντιβαίνουν στις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές.

Η κακή εικόνα της Τουρκίας αποτελεί συνάμα το σοβαρότερο εμπόδιο στην πραγματοποίηση των φιλόδοξων στόχων που επιθυμεί να υλοποιήσει η Άγκυρα στη διεθνή σκηνή, όπως η προσπάθεια να αναδειχθεί «γεφυροποιός» χώρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, Ισλαμικής Διάσκεψης και ΕΕ/ΝΑΤΟ κ.λπ. Η ανάληψη τέτοιων πρωτοβουλιών και η επιτυχής διεκπεραίωσή τους εκ μέρους της Άγκυρας αποβλέπουν βέβαια, σε κάποιους στρατηγικούς στόχους: στην αύξηση του διεθνούς κύρους της Τουρκίας και στην ανάδειξή της ως ανερχόμενης μεγάλης δύναμης, όπως επιβάλλει να αναφέρεται τον τελευταίο καιρό ο τουρκικός μεγαλοϊδεατισμός. Έκδηλη είναι η αδυναμία, λοιπόν, της ισλαμικής κυβέρνησης να συνδυάσει την αρνητική εικόνα που φέρει με τα πολιτικά μέσα που διαθέτει, ώστε να πετύχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Το ΑΚΡ δεν αγνοεί, βέβαια, ότι η χώρα έχει περιέλθει σε δυσχερή κατάσταση και στην περίπτωση κακού χειρισμού μπορεί να υποστεί σοβαρές πολιτικές και οικονομικές συνέπειες, που εξαρτώνται και από τις τρέχουσες διεθνείς συγκυρίες. Επομένως, νιώθει την ανάγκη να δώσει νέα ώθηση στις «μεταρρυθμίσεις» για τον εκδημοκρατισμό της τουρκικής κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος, που έχει ανασταλεί ουσιαστικά μετά την ανάρρηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον πρωθυπουργικό θώκο. Συζητά «δημοκρατικά ανοίγματα» προς την κουρδική μειονότητα, σχεδιάζει «παραχωρήσεις» προς τις θρησκευτικές μειονότητες, προωθεί «μεταρρυθμίσεις» στον τομέα της δικαιοσύνης και πρόσφατα ανακοίνωσε ότι είναι έτοιμη να αναθερμάνει τις σχέσεις της ακόμη και με την Αρμενία, ευελπιστώντας ότι θα ξεπεραστούν οι όποιες αντιδράσεις της ισχυρής κατά τα άλλα αρμενικής διασποράς.

Χαρακτηριστική είναι από αυτήν την άποψη η πρόσφατη περιοδεία του τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, σε πέντε χώρες. Έχοντας μεταβεί στη Συρία και στο Ιράκ για να προσφέρει τις καλές υπηρεσίες της Άγκυρας στην επίλυση των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών, στα κατεχόμενα για να ανανεώσει την υποστήριξή του στο κατεστημένο του ψευδοκράτους, και στην Αίγυπτο, με την οποία ευελπιστεί να συνεργαστεί στενότερα, σπεύδει στον τελευταίο του σταθμό, τη Σουηδία.

Η επίσκεψη στη Στοκχόλμη, η οποία προεδρεύει της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στόχο έχει να επηρεάσει όσο γίνεται την αξιολόγηση της χώρας στην Έκθεση Προόδου που θα καταθέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα μέσα Οκτωβρίου και η οποία αναμένεται να είναι καθοριστική και για τη διαμόρφωση της στάσης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκέμβρη στην εξέταση των υποχρεώσεων της Άγκυρας προς την ΕΕ και τις χώρες-μέλη της.

Η σύντομη στάση του πάντως στο ψευδοκράτος δεν αφήνει καμία ελπίδα για μια δίκαιη λύση στο Κυπριακό, στο πλαίσιο των αποφάσεων του ανωτάτου θεσμού της διεθνούς κοινότητας, του ΟΗΕ και της ΕΕ. Έτσι, διατηρείται η οξύμωρη εικόνα σύμφωνα με την οποία η Άγκυρα πιέζει για την ένταξή της στην ΕΕ, τα εδάφη χώρας-μέλους της οποίας καταπατεί παράνομα και αρνείται να την αναγνωρίσει! Όλες οι ενδείξεις συντείνουν στο ότι οι κινήσεις αυτές της Άγκυρας δεν είναι παρά κινήσεις τακτικής, που επιδιώκουν έναν σημαντικότερο στρατηγικό στόχο: τη διεθνή αναβάθμισή της μέσω της σχεδόν άνευ όρων ένταξής της στην ΕΕ.

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι «μεταρρυθμίσεις» α λα ΑΚΡ διακρίνονται εύκολα για τη σκοπιμότητά τους και παίζουν τον ρόλο του δόλιου «προσωπείου» που χρησιμεύει στη μεταμφίεση του θύτη. Γιατί, όπως υπογράμμισε και ο ευρωπαίος Επίτροπος Όλι Ρεν, οι μεταρρυθμίσεις και τα ανοίγματα πρέπει να έχουν χειροπιαστά αποτελέσματα, δηλαδή να είναι ουσίας και όχι πρόσκαιρα και απατηλά. Αναμένουμε, λοιπόν, να δούμε ποια θα είναι η κατάληξη, αφενός, των «μεταρρυθμίσεων» και, αφετέρου, της ενταξιακής διαδικασίας.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 06/09/2009


Για περισσότερα...

1/9/09

Σχέδιο για τη μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης από το ΑΚΡ


(Σκίτσο του Turhan Selçuk - Τζουμχουριέτ 19.01.2009)

Το νέο σχέδιο για τη μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης ανακοίνωσε πρόσφατα ο αρμόδιος τούρκος υπουργός, με προφανή στόχο τη βελτίωση της θέσης της χώρας στην πορεία προς την εναρμόνισή της με τα κεκτημένα της ΕΕ. Οι αλλαγές που προτείνονται, ωστόσο, φαίνεται να προωθούν την περαιτέρω πολιτικοποίηση της δικαστικής εξουσίας, παρά την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της.

Προτού ωριμάσει η συζήτηση περί του «κουρδικού ανοίγματος» που εξαγγέλθηκε στις αρχές του μήνα, και με τους στρατηγούς να υποδεικνύουν στον πρωθυπουργό της χώρας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τις «κόκκινες γραμμές» που πρέπει να τηρήσει, η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ επιχειρεί να προωθήσει νέες μεταρρυθμίσεις, προφανώς στο πλαίσιο των προσπαθειών βελτίωσης της εικόνας της χώρας κυρίως στην Ευρώπη.

Την εβδομάδα που κύλησε ανακοινώθηκαν στην τουρκική κοινή γνώμη η νέα στρατηγική για τη μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης και το σχετικό σχέδιο δράσης, καθώς και το σχέδιο για τη μεταρρύθμιση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, που αποσκοπούν να αμβλύνουν το υφιστάμενο χάσμα μεταξύ της τουρκικής Δικαιοσύνης και του ευρωπαϊκού δικαιικού συστήματος, εν όψει της κρίσιμης εξέτασης προόδου της Άγκυρας ως υποψήφιας για ένταξη χώρας στο προσεχές Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκέμβρη.

Σε μια περίοδο που η ανεξαρτησία και η ουδετερότητα της τουρκικής Δικαιοσύνης αμφισβητείται απ' όλους, ο τούρκος υπουργός Δικαιοσύνης, Σαντουλάχ Εργκίν, σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στην Άγκυρα, ανακοίνωσε το σχέδιο νόμου με τις μεταρρυθμίσεις που επιδιώκει να πραγματοποιήσει η κυβέρνησή του. Εφόσον αυτό εγκριθεί στις αρμόδιες επιτροπές και ψηφιστεί στην Εθνοσυνέλευση, προβλέπεται να υλοποιηθεί την περίοδο 2010-2013.
Η μεταρρύθμιση αγγίζει δομικά και λειτουργικά ζητήματα της τουρκικής Δικαιοσύνης και, όπως αναφέρεται στο προοίμιο του εγγράφου, στοχεύει στην «ισχυροποίηση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης», στην «ανάπτυξη της ουδετερότητάς της», στην «αύξηση της εμπιστοσύνης σε αυτήν» κ.λπ.

Μία από τις κυριότερες μεταρρυθμίσεις που προτείνονται, αφορά το Ανώτατο Συμβούλιο Δικαστών και Εισαγγελέων (ΗSΥΚ), που έχει θέση-κλειδί στο σύστημα της τουρκικής Δικαιοσύνης. Η αλλαγή που προτείνεται είναι προς την κατεύθυνση της επαναφοράς του συστήματος εκλογής των μελών του συμβουλίου όπως περίπου ίσχυε στο Σύνταγμα του 1961. Συγκεκριμένα προτείνεται ένα 21μελές συμβούλιο, αντί του επταμελούς που είναι σήμερα, τα μέλη του οποίου θα εκλέγονται από τον τουρκικό Άρειο Πάγο (Γιαργκιτάι), το Συμβούλιο της Επικρατείας (Ντανιστάι), το δικαστικό σώμα, την Εθνοσυνέλευση και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το συμβούλιο προβλέπεται να έχει τουλάχιστον δύο επίπεδα και να δέχεται μέλη εκτός του δικαστικού επαγγέλματος, από τις τάξεις της ακαδημαϊκής κοινότητας. Το τελευταίο αυτό στοιχείο, σε συνδυασμό με το δικαίωμα του Προέδρου να διορίζει, αποτελεί και την «αχίλλειο πτέρνα» του νομοσχεδίου, που προδίδει το πνεύμα μέσα στο οποίο κινείται η κυβέρνηση. Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι στο συμβούλιο προβλέπεται να συμμετέχουν και ο υπουργός Δικαιοσύνης με τον γενικό γραμματέα. Το γεγονός αυτό κάνει εντονότερη την τάση «πολιτικοποίησης» της Δικαιοσύνης και επισκιάζει την προσπάθεια σύστασης αυτόνομης γραμματείας του συμβουλίου, η οποία προβλέπεται να αναλάβει ορισμένες από τις αρμοδιότητες που κατείχε μέχρι πρότινος το υπουργείο Δικαιοσύνης.

Τα υπόλοιπα σημεία της μεταρρύθμισης προβλέπουν τον επαναπροσδιορισμό των αρμοδιοτήτων του Συνταγματικού Δικαστηρίου και το δικαίωμα της ατομικής προσφυγής σε αυτό, την ίδρυση Εφετείων στην περιφέρεια, τον έλεγχο των στρατιωτικών δικαστών, τη διεξαγωγή της δίκης σε χώρο εκτός στρατιωτικών εγκαταστάσεων, την ίδρυση νέου δικαστικού σωματείου (Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων Τουρκίας) ανεξάρτητου από το υπουργείο Δικαιοσύνης, την αύξηση του χρόνου φοίτησης στις νομικές σχολές σε πέντε χρόνια, την παρουσία διερμηνέων της κουρδικής και της αραβικής γλώσσας στα δικαστήρια για τις ανάγκες των μειονοτήτων, καθώς και τη θέσπιση της θέσης ακολούθου νομικών θεμάτων που θα υπηρετεί στις διπλωματικές υπηρεσίες στο εξωτερικό για τη διευκόλυνση των τούρκων μεταναστών!

Η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ, επιδιώκοντας να βελτιώσει την εικόνα της διεθνώς, διέπραξε το ολίσθημα να προωθήσει τη διευθέτηση πολλών και κρίσιμων ζητημάτων ταυτοχρόνως. Η μεταρρύθμιση της τουρκικής Δικαιοσύνης, που είναι ένα από αυτά και χρήζει άμεσης προσοχής, έχει μετατραπεί σε πεδίο έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ Ισλαμιστών και Κεμαλιστών. Οι μεταρρυθμίσεις που προτείνει το ΑΚΡ, όπως εκείνη του Ανωτάτου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων, έχουν στόχο μάλλον τη διείσδυση των Ισλαμιστών στο δικαστικό σύστημα και τον «εξοβελισμό» των Κεμαλιστών στο άμεσο μέλλον. Η προτεινόμενη μεταρρύθμιση, τελικά, παραβλέπει σημαντικά ζητήματα που ταλαιπωρούν την τουρκική Δικαιοσύνη, όπως η απουσία «ουδέτερου» χαρακτήρα, γεγονός που εξανεμίζει και την όποια ελπίδα απέμενε για την «ανεξαρτησία» της.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 30/8/2009

Για περισσότερα...